ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
Α
άβατος = ο μη
βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος, αβέβαιος = ασταθής, άστατος, άβίωτος =
ανυπόφορος.
άβοητί = χωρίς βοή.
άβουλεύω = δεν θέλω
να...
άβουλία = έλλειψη
σκέψεως, απερισκεψία.
άβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.
άβούλως = απερίσκεπτα,
ασύνετα.
άβρός = λεπτός,
χαριτωμένος, κομψός.
άγαθός = καλός,
ευγενής, ανδρείος.
αγαθά
φρονώ = έχω καλά αισθήματα.
αγαθά
πάσχω= ευεργετούμαι.
άγαμαι = θαυμάζω,
επαινώ.
άγαν = πολύ.
άγαπάω-ώ= αγαπώ,
αρκούμαι σε κάτι. άγαπητώς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά. αγγελία
(άγγελος) = είδηση, αγγελία, άγγέλλω = αναγγέλλω, άγγελος = αγγελιοφόρος,
άγνοέω-ώ = αγνοώ, άγνοια = άγνοια, αμάθεια, άγνωμονέω-ώ = ενεργώ ασύνετα,
άγνωμόνως = αναίσθητα, άγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια, άγνώμων =
αναίσθητος, απερίσκεπτος.
αγνωσία = άγνοια, αφάνεια.
άγονος (ά+γονή) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος.
άγορά = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως.
άγοράν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.
άγορεύω = δημηγορώ.
κακώς άγορεύω = κακολογώ.
άγχιστεία = συγγένεια.
άγω = οδηγώ, φέρω.
άγω ειρήνην = έχω ειρήνη.
άγω σχολήν = σχολάζω.
άγω ήσυχίαν = ησυχάζω.
άγω καί φέρω = λεηλατώ.
άγω εις δίκην= σύρω στο δικαστήριο.
άγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.
άγών = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.
άγών μέγας = σπουδαία δίκη.
καθίστημί τινα εις άγώνα = μπλέκω κάποιον σε
δίκη.
ποιώ άγώνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα
επιδείξεως σωματικής δυνάμεως.
άγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα.
άγωνίζομαι περί τού σώματος = διεξάγω δικαστικό
αγώνα περί ζωής ή θανάτου.
άγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα.
άδηλος = μη φανερός, αφανής.
άδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται.
άδικέω-ώ = αδικώ, βλάπτω.
άδίκημα = άδικη πράξη.
αδόκιμος = άσημος.
άδοξέω-ώ = δεν έχω καλή φήμη.
άδοξία = κακή φήμη, ασημότητα.
άδοξος = αφανής, άσημος.
άδυναμία & άδυνασία = αδυναμία.
άδυνατέω-ώ = δεν μπορώ.
άδωροδόκητος & άδωροδόκος = αυτός που δεν
δέχεται δώρα.
Αθήναζε = προς Αθήνα.
Αθήνηθεν = από την Αθήνα.
Αθήνησι = στην Αθήνα (στάση).
άθΛον = έπαθλο, βραβείο.
άθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.
άθροίζω = συγκεντρώνω.
άθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.
άθυμέω - ώ = χάνω το θάρρος μου,
στενοχωρούμαι.
άθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους.
άθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου.
αίδέομαι-οϋμαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αίδιος = αιώνιος.
αιδώς = ντροπή, σεβασμός.
αίνέω-ώ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.
αίνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.
αϊρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.
αϊρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.
αϊρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αίρέω-ώ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.
αίρούμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι.
δίκην (γραφήν) αίρώ = κερδίζω δίκη.
αιρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω.
αίρομαι = υψώνομαι.
αιρω τείχος = υψώνω τείχος.
αιρω τάς ναϋς = απομακρύνω τα πλοία.
αιρω ταΐς ναυσί = αποπλέω.
αιρω τώ στρατώ = ξεκινώ με το στρατό.
αίρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον
κίνδυνο (τον πόλεμο).
αισθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αισχρός = επονείδιστος.
αισχύνη = ντροπή.
αίσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.
αίσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αίτέω-ώ & αίτούμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αιτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία.
αιτίαν έχω (ύπέχω) = κατηγορούμαι.
έν αιτία έχω τινά = κατηγορώ.
άπολύω τινά τής αιτίας = απαλλάσσω κάποιον
από την
κατηγορία.
αίτιάομαι-ώμαι= κατηγορώ, αιών = ζωή, αιώνας, ό
σύμπας αιών = αιωνιότητα, άκμάζω = είμαι ακμαίος . ό σ'ιτος άκμάζει = είναι
ώριμος, άκμή = ακμή, αιχμή.
άκολασία= ασωτία. ακούω = ακούω, εύ ακούω =
επαινούμαι, κακώς ακούω = κακολογούμαι. άκρα = ακρωτήριο.
άκραιφνής (άκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής,
ολόκληρος.
άκρασία = ακολασία, ακράτεια.
άκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
άκρισία = σύγχυση.
άκριτος = συγκεχυμένος.
άκροάομαι-ώμαι = ακούω.
άκρον = κορυφή, ακρωτήριο.
άκων = χωρίς τη θέληση.
άλγέω-ώ = πονώ, θλίβομαι.
άλγηδών = πόνος, θλίψη.
άλγος = πόνος, θλίψη.
άλήτης = περιπλανώ μένος.
άλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι,
καταδικάζομαι.
άλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.
άλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
άλλαχή-άλλαχοϋ-άλλαχόθι-άλλοθι = αλλού.
άλλαχόθεν = από αλλού.
άλλαχόσε-άλλοσε = σε άλλο μέρος.
άλλότριος = ξένος.
τά άλλότρια = ξένες υποθέσεις.
άλλοτρίως έχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω
εχθρικές διαθέσεις.
αλλόφυλος = αλλοεθνής.
άλογος = παράλογος, ακατανόητος.
άλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.
άλωτός (< άλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να
κυριευθεί, κατακτηθεί.
άμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.
άμαθία & άμάθεια = άγνοια.
άμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.
άμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα.
άμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.
άμέλεια = αδιαφορία.
άμελέω-ώ = παραμελώ, αδιαφορώ.
άμελής = αδιάφορος.
άμηχανία = απορία, στενοχώρια.
άμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.
άμνημονέω-ώ = λησμονώ.
άμνήμων-ονος = αυτός που λησμονεί.
άμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για
κάποιον.
άμύνομαι = αποκρούω, άμφότεροι & άμφω = και
οι δύο. άνα βαίνω = ανεβαίνω, άνα βάλλω = αναβάλλω, άναβολή = αναβολή,
καθυστέρηση, άν αγγέλλω = αναγγέλλω.
αναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω, ανάγω =
μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω. ή ναϋς ανάγεται = το πλοίο
βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.
άναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.
άνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.
άναιρέω-ώ & άναιροϋμαι = σηκώνω, λαμβάνω,
περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ.
άνειλεν (ή Πυθία ή ό θεός) = χρησμοδότησε.
άναλγησία= αναισθησία.
άνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.
άναλίσκω & άναλόω-ώ = δαπανώ.
αναμένω = αναμένω, υπομένω.
άναμιμνήσκω = υπενθυμίζω.
άναμιμνήσκομαι = θυμάμαι.
άνάντης = ανηφορικός.
άναπείθω = μεταπείθω.
άναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.
άνασκοπέω-ώ = επιθεωρώ, παρατηρώ.
άνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα.
άνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι,
καταστρέφομαι.
άνάστατον ποιώ = ερημώνω, καταστρέφω, άναστρέφω
= ανατρέπω, γυρίζω πίσω. άναστρέφομαι = κάνω στροφή, άναστροφή = επιστροφή,
περιστροφή, άναχωρέω-ώ = υποχωρώ.
ανδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.
άνδράποδον = δούλος.
άνείργω = εμποδίζω.
άνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.
άνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω.
άνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.
άνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.
άνθίστημι = στήνω αντιθέτως.
άνθίσταμαι= εναντιώνομαι.
άνθρώπειος = ανθρώπινος.
άνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.
άνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.
άνιάω-ώ = προξενώ λύπη.
άνιώμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
άνίημι = αφήνω, χαλαρώνω.
άνίστημι= σηκώνω, μετακινώ.
άνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ
εναντίον κάποιου.
άνίσταμαί ύπό τίνος = διώχνομαι.
άνοια = μωρία, ανοησία.
άνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον,
ερημώνω.
άνοικίζομαι= εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας
χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.
άνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.
άνομία = παρανομία.
άνομος = παράνομος, χωρίς νόμο.
άνορθόω-ώ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.
άνους = ανόητος, άνταγορεύω = αντιλέγω,
ανταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι, άντιδικέω-ώ = ανταποδίδω την αδικία, άνταίρω =
ανθίσταμαι.
άντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο
πέλαγος.
άνταποδίδωμι = ανταποδίδω.
άνταπόλλυμι= αντεκδικούμενος καταστρέφω.
άντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.
άντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.
άντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.
άντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.
άντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι.
άντέχομαί τίνος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.
άντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.
άντιβοηθέω-ώ = ανταποδίδω τη βοήθεια.
άντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.
άντιδικία = φιλονικία.
άντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.
άντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.
άντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.
αντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.
άντίος = αντιμέτωπος.
άντιπαραβάλλω = συγκρίνω.
άντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.
άντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.
άντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.
άντιπέμπω = στέλνω εναντίον.
άντιποιέω-ώ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό.
αντιποιούμαι τινός τινι = προβάλλω αξιώσεις σε
κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.
άντίπορος = αντικρινός.
άντίπρωρος = αντιμέτωπος.
νήες άντίπρωροι= πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
άντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.
άντιτίθημι = αντιτάσσω.
άνυδρία = ξηρασία.
άνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.
άνύτω & άνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.
άνωθεν = εκ των άνω.
οί άνωθεν = οι πρόγονοι.
άνωμοτί = χωρίς όρκο.
άνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.
άνωφερής = ανηφορικός.
άξιος(< άγω) = άξιος.
πολλοϋ άξιος = αξιόλογος.
πλείονος άξιος = χρησιμότερος.
ούδενός άξιος = ασήμαντος.
σίτος άξιος = σίτος φθηνός.
άξιόχρεως = αξιόπιστος.
άξιόω-ώ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη,
άξύμφορος = επιζήμιος, άπαγγέλλω = αναγγέλλω, άπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω
πόλεμο, άπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.
άπάγω = απο μακρύνω,
οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.
άπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.
άπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω.
άπαλλάττομαι = αποχωρώ.
άπανίσταμαι = μεταναστεύω.
άπαντάω-ώ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι,
αντιμετωπίζω.
άπαξ = μία φορά.
άπειθέω-ώ = δεν υπακούω.
άπειθής = ανυπάκουος.
άπειμι= είμαι μακριά, απουσιάζω.
άπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.
μη δ ενός άπείρως έχω = τίποτε δεν αφήνω
αδοκίμαστο.
απελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.
άπεχθάνομαι = μισούμαι.
άπέχθεια = αντιπάθεια.
άπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.
άπέχω-ομαι = απέχω.
άπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.
άπιστέω-ώ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.
άπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.
ώς απλώς είπειν = για να πω
γενικά.
άπο βάλλω = απορρίπτω.
άπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.
άποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.
άποδίδωμι= επιστρέφω, ανακοινώνω.
άποδίδωμι τά ονόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.
αποθνήσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.
άποικίζω = ιδρύω αποικία.
άποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.
άποκνέω-ώ = διστάζω, φοβούμαι.
άποκνώ τόν πλοϋν = από φόβο αναβάλλω την
εκστρατεία.
άποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω, άπολαμβάνω =
παίρνω, δέχομαι, αποκλείω, άπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω, άπολείπω = αφήνω
πίσω, εγκαταλείπω, άπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα, άπολις γίγνομαι =
χάνω την πατρίδα μου. άπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω, άπολύω = λύνω,
ελευθερώνω, αθωώνω, άπολύομαι αιτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω
κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.
άπονος = άκοπος, οκνηρός, άπορία = δυσκολία,
έλλειψη.
εις άπορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη
θέση.
άπόρως έχω (διάκειμαι- διατίθεμαι) = βρίσκομαι
σε αμηχανία.
άποσπάω-ώ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω, άπόστασις
= αποστασία, επανάσταση, άποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης,
άποτέμνω = αποκόπτω.
άποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω. άποφαίνομαι =
Λέγω τη γνώμη μου, προτείνω, άποψηφίζομαι = αθωώνω, Λαμβάνω αντίθετη απόφαση.
άπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία, άπράγμων-ονος
= νωθρός, φιΛήσυχος. άπραξία = αδράνεια, άπροφάσιστος = πιστός, ειΛικρινής.
πόΛεμος άπροφύΛακτος= χωρίς τη δυνατότητα προφυΛάξεως.
άπτομαι των ποΛιτικών πραγμάτων =
αναμιγνύομαι στα ποΛιτικά.
άπτομαι τού ποΛέμου = αρχίζω τον πόΛεμο.
άργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία.
άργός = άεργος, αδρανής.
άρέσκω = είμαι αρεστός.
άρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.
άρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.
άριθμέω-ώ = μετρώ, υποΛογίζω.
άριστάω-ώ = προγευματίζω.
άριστοκρατία = αριστοκρατικό ποΛίτευμα.
άριστον = πρόγευμα.
άρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.
άρρηκτος = αδιάρρηκτος.
άρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία.
άρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος.
άρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι Λιγότερο
πρόθυμος.
άρτι = πριν από Λίγο
αρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.
άρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ.
ό άρχων = ο αρχηγός.
τό άρχειν = η εξουσία.
άρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.
άρωγή = βοήθεια.
άρωγός = βοηθός.
άσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.
άσιτος = νηστικός.
άσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.
άσταθής = αβέβαιος, ασταθής.
άστασίαστος = ο μη ταρασσόμένος από
στάσεις.
άτακτέω-ώ = περνώ άτακτο βίο.
άταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.
άτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.
άτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του
δικαιώματα.
άτιμόω-ώ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
άτραπός = οδός, μονοπάτι.
άτυχέω-ώ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αύθάδεια = θράσος.
αύθάδης= θρασύς.
αύθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αύτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αύτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.
αύτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα.
αυτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος,
αυτονομία = πολιτική ανεξαρτησία, αυτόνομος = αυτοδιοίκητος, αύτόχθων-ονος =
γηγενής, ντόπιος, άφαιρέω-ω & άφαιροϋμαι= αφαιρώ. άφανής = αόρατος, άσημος,
σκοτεινός, άφηγέομαι-οϋμαι = οδηγώ, εξηγώ. άφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω,
άφικνέομαι-οϋμαι = φθάνω, έρχομαι. άφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω, άφίσταμαι =
απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ, αφροσύνη = απερισκεψία, άφρων-ονος =
ανόητος, παράφρων. αχαριστία = αγνωμοσύνη, άχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.
άχθος = βάρος, λύπη.
Β
βαίνω = βαδίζω, πορεύομαι.
βάλλω = ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω (ακόντιο) από
μακριά.
βάρβαρος = ο μη ελληνικός, ο ξένος.
βαρύς είμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.
βαρέως φέρω = δυσανασχετώ.
βέβαιος = σταθερός, ασφαλής.
βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι,
εξαναγκάζομαι.
βιάζομαι τόν έκπλουν = περνώ με βία το στόμιο
του Λιμένα.
βίος = βίος, περιουσία, τα μέσα προς τη ζωή.
βοηθέω-ώ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια, βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος, βούλευμα =
απόφαση, βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο. βουλεύω = είμαι βουλευτής,
σκέπτομαι, βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι, αποφασίζω.
βούλομαι = θέλω, επιθυμώ, τό βουλόμενον =
επιθυμία, βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος, διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα
λόγια.
Γ
γέμω = είμαι γεμάτος.
γενναίος = ευγενής, ανδρείος.
τό γενναΐον = γενναιότητα.
γέννημα = τέκνο, καρπός.
γεραιός & γηραιός = γέροντας, σεβαστός.
γεραίτεροι = πρεσβύτεροι.
γήρας = γεράματα.
γηράσκω & γηράω-ώ = γερνώ.
γηροτροφέω-ώ = γηροκομώ.
γίγνομαί τίνος = γεννιέμαι από κάποιον.
γίγνομαι έπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία
κάποιου.
γίγνομαι ύπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον.
γίγνομαι εν τινι = φτάνω σε κάτι.
ταϋτα γίγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχω.
ούτω γίγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.
τά γνωσθέντα = οι αποφάσεις.
γνώμη = σκέψη, κρίση.
προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή,
άποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου. τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι =
έχοντας τέτοιες αντιλήψεις.
άεί τής αυτής γνώμης έχομαι = επιμένω πάντα
στην ίδια γνώμη.
τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη
γεννιέται στο νου μου. γνώμην ποιούμαι = προτείνω, άπάγω τήν γνώμην =
απομακρύνω τη σκέψη, γράφω νόμον = συντάσσω νόμο. γράφομαι νόμον = προσβάλλω
νόμο. γράφομαι τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως. ό γραψάμενος
= ο κατήγορος, γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή.
Δ
δαίμων = θεός, μοίρα, τύχη. δέδοικα-δέδια =
φοβούμαι, τό δεδιός = ο φόβος. δείκνυμι= επιδεικνύω, αποδεικνύω. δειμα = φόβος.
δεινός = φοβερός, ικανός, επιδέξιος.
τά δεινά = κίνδυνος,
συμφορές, έν δεινώ είμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. δελεάζομαι = εξαπατώμαι με
δόλωμα, δέλεαρ = δόλωμα.
δενδροτομέω-ώ = κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω.
δέω = έχω ανάγκη, στερούμαι.
ολίγου (μικρού ή παρά μικρόν) έδέησα (δέω)+
ΑΓΊΡΜΦ. Αορ. =λίγο έλειψε να...
δέομαι = έχω ανάγκη, παρακαλώ.
δήλος = φανερός, σαφής.
δηλόω-ώ = φανερώνω, αποδεικνύω.
δημηγορέω-ώ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού.
δημηγορία = αγόρευση.
δήμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα,
δημοκρατικοί πολίτες.
δημόσιος = κοινός.
δημοσία = με έξοδα του δημοσίου.
δηόω-ώ = λεηλατώ.
διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.
διαβολή= συκοφαντία, διαγίγνομαι = ζω.
διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη,
αποφασίζω, διακρίνω.
διάγω = ζω τη ζωή μου,
διαρκώς κάνω κάτι, ζω. διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα.
διάδηλος = ολοφάνερος, δίαιτα = ζωή, τρόπος
ζωής.
διαιτησία = Λύση διαφοράς. διάκειμαι= είμαι
διατεθειμένος, διακριβόω-ώ = εξακριβώνω, διαλέγω = εκλέγομαι
διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι,
διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ, ού διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. =
διαρκώς, διαλείπω + μ.τ.χ. = παύω να... διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική
προσπάθεια.
διαλλάττω = συμφιλιώνω, διανέμω = μοιράζω.
διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη, χρώμαι
νέαις ταις διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.
διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.
διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.
διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω,
κατορθώνω, αποπερατώνω.
διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
διαρρήδην = ρητά, σαφώς.
διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.
διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.
διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.
διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.
δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.
δίδωμι = δίνω, παρέχω.
δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να.
δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι.
διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή
πλέοντας δια μέσου της. διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής
γραμμής.
διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς,
εκθέτω.
ό τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής.
διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.
διίστημι = διαχωρίζω.
διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι.
δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη
δίκην φεύγω = δικάζομαι.
δίκην ύπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη.
δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι.
δίκην όφλισκάνω = καταδικάζομαι.
δίκην λαμβάνω παρά τίνος = τιμωρώ.
δίκην έπιτίθημι= τιμωρώ.
δίκην φεύγω = αθωώνομαι.
διχή = κατά δυο τρόπους, στα δύο.
διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ.
ό διώκων = ο κατήγορος.
ό διωκόμενος = ο κατηγορούμενος.
τά δόξαντα & τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.
ώς έμοί δοκέ! = κατά τη γνώμη μου.
έδοξε ταύτα = αυτά εγκρίθηκαν.
δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία.
δοκιμάζω = ελέγχω,
εγκρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή.
δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη. δουλεύω = είμαι
δούλος, υπήκοος.
Ευ (κακώς) δρώ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.
δύναμαι = μπορώ.
δυναστεία = κυριαρχία,
εξουσία.
δυσκλεής = άδοξος.
δύσκλεια = κακή φήμη.
δύσνους = εχθρικός.
δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.
δυστυχέω-ώ = υφίσταμαι ατυχίες, δωροδοκέω-ώ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι,
δωροδόκος = δωροδοκούμενος.
Ε
έαρ & ήρ, γενική ήρος = άνοιξη, έάω-ώ =
αφήνω, επιτρέπω, παραλείπω, έγγίγνομαι = γεννιέμαι, είμαι έμφυτος, έγγυτέρω, εγγύτατα = κοντά, περίπου, έγείρω = σηκώνω, εξεγείρω, έγκαλέω -ώ
= κατηγορώ.
έγκαλώ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι.
έγκλημα = κατηγορία, έγκλημα, έγκρατής = ισχυρός, κυρίαρχος, εγκρατής,
έγχειρίζω = παραδίδω, εμπιστεύομαι, έγχωρει = επιτρέπεται, είναι δυνατόν, έθίζω
= συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι.
έθος = συνήθεια, έθιμο, είκή = άσκοπα, τυχαία.
τά όντα (< είμί) = τα υπάρχοντα, η περιουσία.
είμί εν τινι = ασχολούμαι με κάτι.
έν τινί έστι = από κάποιον εξαρτάται.
είμί ύπό τινι έπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιου.
έστιν όστις = κάποιος.
ούκ έστιν όστις = κανένας.
ούκ έστιν όστις ού = καθένας, πάς.
έστιν ότε = κάποτε.
ούκ έστιν ότε = ουδέποτε.
ούκ έστιν ότε ού = πάντοτε.
έστιν όπως = κάπως.
ούκ έστιν όπως = με καν έναν τρόπο.
ύκ έστιν όπως ού = ασφαλώς.
έστιν όπου = κάπου.
ούκ έστιν όπου = πουθενά.
ούκ έστιν όπου ού = παντού.
είμι= έρχομαι, πηγαίνω.
είργνυμι & είργνύω & είργω = εμποδίζω
την έξοδο, αποκλείω, φυλακίζω, ειρήνη = ειρήνη.
ειρήνην άγω (έχω) = διάγω ειρηνικά, ειρήνην
συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη, παντελής ειρήνη ήμίν γίγνεται= επικρατεί πλήρης
εσωτερική ειρήνη.
είσαγγέλλω = καταγγέλλω, αναγγέλλω, είσαγγέλλω
τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι.
εισάγω = οδηγώ μέσα.
είσβαίνω = επιβιβάζομαι.
εισβολή = εισβολή, επίθεση, δίοδος.
είσπίπτω = πέφτω μέσα, εισορμώ.
εισφέρω = φέρνω μέσα, συνεισφέρω, προτείνω.
είσω = μέσα.
είτα = έπειτα.
έκάς (έκας) = μακριά.
έκβαίνω = εξέρχομαι, αποβαίνω.
έκβάλλω = εξορίζω, εκδιώκω.
έκβασις = απόβαση, αποβίβαση, αποτέλεσμα.
έκβολή = εκδίωξη, έξοδος.
έκδιώκω = εξορίζω.
έκλείπω = εγκαταλείπω, παραλείπω.
έκλογίζομαι= σκέπτομαι, λογαριάζω.
έκπέμπω = εξαποστέλλω.
έκπεμψις = αποστολή.
έκπίπτω = εξορίζομαι, διώχνομαι.
έκπληξις = κατάπληξη, φόβος.
έκπλήττω = φοβίζω, κτυπώ.
έκπλήττομαι = σαστίζω.
έκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι.
έκποδών ποιούμαι τινα = βγάζω κάποιον από τη
μέση.
έκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδές,
έκφαίνω = αποκαλύπτω, φανερώνω, έκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο, έκφέρω
πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο.
έκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη.
έκών, έκούσα, έκόν = με τη θέληση....
έλπίζω = αναμένω, ελπίζω.
έμβάλλω = εισβάλλω, συγκρούομαι.
έμβολή = εισβολή, επιδρομή, έφοδος.
έμμένω = μένω σταθερός σε κάτι.
έμπίπτω = επιτίθεμαι, εισορμώ.
έμποδών (< έν ποσίν ών) = εμπόδιο.
έμποδών γίγνομαι = εμποδίζω.
ένάγω = παρακινώ, ενάγω σε δικαστήριο.
έναντίος = ο απέναντι αντίθετος, αντίπαλος.
έναργής(έν-άργός) = φανερός, σαφής.
ένδεής = στερούμενος.
ένδεια = έλλειψη, στέρηση, ανάγκη.
ένδίδωμι = δίνω, υποχωρώ.
ένδον = μέσα.
ένειμι= είμαι μέσα, ενυπάρχω.
ένεστι & ένι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται.
ένιαύσιος = ετήσιος.
ένιαυτός = έτος.
έννοέω-ώ = εννοώ, σκέπτομαι.
ένοικέω-ω = κατοικώ μέσα.
ένοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει.
ένσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές,
συνθήκες.
έντυγχάνω = συναντώ, έξαγγέλλω = διακηρύττω,
έξάγω = οδηγώ έξω.
εξάγομαι = βγαίνω έξω. έξαμαρτάνω = πλανιέμαι,
αποτυγχάνω, έξανίστημι = διώχνω, ερημώνω. έξανίσταμαι= εγείρομαι, ερημώνομαι,
έξαρνός είμι = αρνούμαι. έξεστι = είναι δυνατόν.
έξελαύνω = εκδιώκω, εξάγω, εκστρατεύω, εξορμώ.
έξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά. έξηγέομαι-οϋμαι = είμαι αρχηγός, διοικώ,
έξικνέομαι-οϋμαι = αρκώ, φθάνω σε... έπαγγέλλω = διατάζω, γνωστοποιώ,
έπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα, υπόσχομαι, έπάγω = οδηγώ εναντίον, έπάγομαι =
φέρνω κάποιον πίσω, προσκαλώ, έπαινέω-ώ = επαινώ, επιδοκιμάζω, έπαίρω = σηκώνω,
υψώνω, παρακινώ. έπαίρομαι= περηφανεύομαι, έπαιτιάομαι-ώμαι = κατηγορώ,
παραπονούμαι. επανάγω = σύρω, επαναφέρω, βγάζω στο
πέλαγος.
έπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού.
έπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσα.
έπανίσταμαι = επαναστατώ.
έπαρκέω-ώ = αποκρούω, βοηθώ, υπερασπίζω.
έπείγομαι = βιάζομαι.
έπέλασις = επίθεση, επιδρομή.
έπελαύνω = εκστρατεύω, εφορμώ.
έπεξάγω = εκστρατεύω, βγάζω στρατό εναντίον.
έπέξειμι & έπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον,
διώκω δικαστικώς.
έπέρχομαι= επιτίθεμαι, πλησιάζω.
έπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.
έπέχω = κρατώ, αναβάλλω, εμποδίζω.
έπέχω ών ώρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου.
έπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού.
έπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό.
έπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής.
έπιβουλή = εχθρικό σχέδιο, εχθρική ενέργεια.
έπιδίδωμι = προοδεύω, αυξάνομαι.
έπίδοξος = πιθανός, ενδεχόμενος.
έπιθαλαττίδιος & έπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος.
έπιθορυβέω-ώ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με
θόρυβο.
έπιθυμέω-ώ = επιθυμώ, τό έπιθυμοϋν = η
επιθυμία.
έπικαίριος & έπίκαιρος = επίκαιρος,
κατάλληλος, έπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό).
έπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι, επιτίθεμαι,
φέρομαι εχθρικά.
έπικλινής = κατηφορικός.
έπικουρία = προστασία, βοήθεια.
έπίκουρος = βοηθός, προστάτης.
έπιλέγω = εκλέγω.
έπιλείπω = δεν επαρκώ, εξαντλούμαι, στερούμαι,
εκλείπω.
έπιλήσμων = αυτός που Λησμονεί.
επίλοιπος = υπόλοιπος.
έπιμαχέω-ώ = συμφωνώ με κάποιον για
αλληλοβοήθεια.
έπιμαχία = αμυντική συμφωνία.
έπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία,
συναναστροφή.
έπιμειξία, έπίμειξις = επικοινωνία,
συναναστροφή έπιμέλεια = φροντίδα, απασχόληση, έπιμελής = αυτός που φροντίζει
για κάτι. έπίνειον(< έπί-ναϋς) = ναύσταθμος, λιμάνι, έπινοέω-ώ = σκέπτομαι,
σχεδιάζω, μηχανεύομαι, έπιορκέω-ώ = ορκίζομαι ψευδώς. έπίορκος = αυτός που
ψευδώς ορκίζεται, έπιπίπτω = επιτίθεμαι, προσβάλλω, πέφτω επάνω έπιπλήσσω =
χτυπώ, επιπίπτω, τιμωρώ με λόγια, έπίπλους = ναυτική επίθεση, επιδρομή.
Έπιπολαί = περιοχή των Συρακουσών, έπίσκεψις =
επιθεώρηση, σκέψη, έρευνα, ποιούμαι τήν έπίσκεψιν = εξετάζω, ερευνώ, έπισκήπτω
= παραγγέλλω, εξορκίζω, έπισκοπέω-ώ = επιθεωρώ, επισκέπτομαι, έπίσταμαι =
γνωρίζω καλά. έπιστατέω-ώ = είμαι επιστάτης, επόπτης, επιμελητής.
έπιστέλλω = παραγγέλλω, διατάζω, τά
έπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμενα.
επιστήμη = γνώση, δεξιότητα, έπιστρεφής =
προσεκτικός, έξυπνος, έπισφαλής = ασταθής, αβέβαιος, έπίσχω = εμποδίζω,
σταματώ, έπίταξις = διαταγή.
έπιτάσσω = διατάζω, διορίζω κάποιον ως αρχηγό,
έπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα, έπιτείχισμα = φρούριο, οχυρό,
έπιτήδειος = κατάλληλος, χρήσιμος, τά έπιτήδεια = εφόδια, τα αναγκαία για
τροφή, έπιτήδευμα = ασχολία, επάγγελμα, έπιτηδεύω = καταγίνομαι, έχω κάτι ως
έργο μου, διαπράττω.
έπιτίθημι = προσθέτω, επιφέρω.
δίκην έπιτίθημι= τιμωρώ.
έπιτιμάω-ώ = κατακρίνω.
έπιτρέπω = εμπιστεύομαι, αναθέτω.
έπιτρέπω περί έμαυτού τη τύχη = εμπιστεύομαι
τον εαυτό μου στην τύχη.
έπιτροπεία = κηδεμονία.
έπιτροπεύω = κηδεμονεύω.
έπιτυγχάνω = συναντώ, τυχαία βρίσκω.
έπιφέρω = αποδίδω, καταλογίζω, ρίχνω.
έπιφέρομαι = ορμώ, απειλώ.
έπίφορος = κατηφορικός, με κατεύθυνση.
έπιχαίρω = χαίρω για κάτι.
έπιχειρέω-ώ = επιτίθεμαι, επιχειρώ.
έπιχειροτονία= ψηφοφορία με ανάταση του χεριού.
επιχώριος = εγχώριος, ντόπιος.
έπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία.
έποικος = άποικος, γείτονας.
έπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.
έπονείδιστος = επαίσχυντος, αισχρός.
ώς έπος είπειν = για να πω έτσι.
έπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος, ευνοώ.
έπουρος = ούριος.
έράω-ώ = αγαπώ, είμαι εραστής.
έργάζομαι = κάνω, προξενώ, εργάζομαι.
έργον = έργο, πόλεμος, δύσκολο πράγμα.
έργώδης = κοπιαστικός.
έρεισμα = στήριγμα.
έρέσσω = κωπηλατώ.
έρέτης = κωπηλάτης.
έρημος = έρημος, μόνος.
έρημόω-ώ = ερημώνω, καταστρέφω.
έρις = φιλονικία, άμιλλα.
έρρωμένως = με θάρρος, με σθένος.
εις χειρας έρχομαι τινι = συγκρούομαι.
έρως = έρωτας, πόθος, επιθυμία.
έρωτάω-ώ = ρωτώ, ζητώ να μάθω.
έσχατος = τελευταίος, απώτατος.
έταίρος = φίλος, σύντροφος.
έτοιμος & έτοιμος = έτοιμος.
εύβουλία = φρόνηση.
εύβουλος = συνετός.
εύγενής = ο καλής καταγωγής.
εύδαιμονία = ευτυχία, εύδαίμων = ευτυχής.
εύδοκιμέω-ώ = έχω καλή φήμη, προοδεύω,
εκτιμώμαι.
εύδόκίμος = έντιμος, επαινετός, εύδοξέω-ώ = έχω
φήμη καλή. εϋελπις-ιδος = αισιόδοξος, εύεργέτημα = ευεργεσία, υπηρεσία, εις
Λόγους έρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον, εύήθης = αφελής,
ανόητος, εύθαρσέω-ώ = είμαι θαρραλέος. εύκλεής= περίφημος, ένδοξος. εϋκλεια=
δόξα. εύκοσμία = ευπρέπεια, τάξη. εύλάβεια = προσοχή.
εύλαβέομαι-οϋμαι = προσέχω, φυλάγομαι, εύμενής
= ευνοϊκός, εύνοια = ευμένεια.
εύνοιαν έχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον.
εύνομέομαι-ούμαι = έχω καλούς νόμους,
κυβερνώμαι καλά.
εύνομία = καλή διοίκηση.
εύνους = ευνοϊκός, φιλικός.
εύπάθεια = ευτυχία.
εύπραγέω-ώ = ευτυχώ.
εύπρανία & εύπραξία = ευτυχία.
εύρος = πλάτος.
εύρωστία = σωματική δύναμη, εύρωστος =
ρωμαλέος, εύτακτος = τακτικός, πειθαρχικός, εύταξία = πειθαρχία.
εύτρεπίζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ, επισκευάζω.
εύφροσύνη = χαρά.
έφεξής= κατά σειρά, διαδοχικά.
έφέπτω & έφέπτομαι= ακολουθώ, καταδιώκω.
έφηγέομαι-οϋμαι = οδηγώ, πληροφορώ.
έφήδομαι = επιχαίρω.
έφίημι = στέλνω, ρίχνω, απολύω.
έφίεμαι= επιθυμώ, δίνω εντολές.
έφικνοϋμαι τω λόγω = πλησιάζω την αλήθεια ή
την πραγματικότητα με το λόγο μου.
έφίστημι = τοποθετώ επάνω, διορίζω.
έφοράω-ώ = επιβλέπω.
έφορμάω-ώ = επιτίθεμαι, εξεγείρω.
έφορμέω-ώ = κάνω αποκλεισμό, πολιορκώ.
έφόρμησις & έφορμος = αποκλεισμός, πολιορκία.
έφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή.
έφορμίζομαι = αγκυροβολώ.
έχθος = μίσος.
έχθρα = μίσος.
οικεία έχθρα = προσωπική.
έχυρός = οχυρός, ασφαλής.
έχω = έχω, κατέχω, κρατώ, αντέχω.
έχομαι = κατέχομαι, κρατούμαι, προσκολλώμαι.
έχω + απαρέμφ.= μπορώ.
έως = αυγή.
άμα έω = τα χαράματα.
Ζ
ζεύγνυμι = ζεύω, δένω, συνδέω.
ζεύγνυμι ναϋς = στερεώνω ηλοία με
σχοινιά.
ζηλόω-ώ = ζηλεύω.
ζημία = βλάβη, πρόστιμο, ποινή, τιμωρία,
ζημιόω-ώ = βλάπτω, τιμωρώ, ζητέω-ώ = ζητώ, επιθυμώ, ζήω-ώ = ζω.
ζωγρέω-ώ =
συλλαμβάνω ζωντανό, αιχμαλωτίζω.
Η
ήβάω-ώ = βρίσκομαι στην ήβη. ήβη = νεότητα.
ήγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία, ήγεμών =
αρχηγός, οδηγός, ήγέομαι-ούμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, θεωρώ,
νομίζω, πιστεύω, περί πολλού (πλείονος, πλείστου) ήγούμαί τι = αποδίδω μεγάλη
(μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία σε κάτι.
ήδομαι= ευχαριστούμαι.
ήδονή = ευχαρίστηση, τέρψη.
ήδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις.
ήδύς = γλυκός.
ήδέως = με ευχαρίστηση.
ήκιστα = καθόλου.
ήκω = έχω έλθει, έχω καταντήσει.
ήλικιώτης & ήλιξ = συνομήλικος.
ήλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός.
ήμέτερος = δικός μας.
ήμί = λέγω.
ήν δ' έγώ = είπα εγώ.
ή δ' ός = είπε αυτός.
ήπειρος = στεριά.
Ήπειρος = η Ασία. ήσυχία = ησυχία.
ήσυχίαν έχω ή ήσυχίαν άγω = ησυχάζω,
ήττάομαι-ώμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υστερώ.
Θ
θαλασσοκρατέω-ώ = είμαι
κύριος της θάλασσας.
θάλπος = θερμότητα, ζέστη.
θανατόω-ώ = θανατώνω, φονεύω.
θαρσέω-ώ & θαρρώ = παίρνω θάρρος.
τό θαρσοϋν = το θάρρος.
θάρσος - θάρρος - θράσος = θάρρος, τόλμη.
θαρσύνω - θαρρύνω = δίνω θάρρος.
θαυμάζω = απορώ, θαυμάζω, ζηλεύω,
εκπλήττομαι.
θαυμάσιος - θαυμαστός = παράδοξος, αξιοθαύμαστος.
θεάομαι-ώμαι = βλέπω, εξετάζω.
θειος = θεϊκός.
θέμις = νόμος, δίκαιο, ορθό.
θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς.
θεραπεύω = υπηρετώ,
λατρεύω, περιποιούμαι.
θεράπων-οντος = υπηρέτης.
θέω = τρέχω, πλέω.
δρόμω θέω = προχωρώ τροχάδην.
θεωρέω-ώ = βλέπω, παρατηρώ, επιθεωρώ.
θηράω-ώ = κυνηγώ,
συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω,
σκοτώνω, επιδιώκω.
θνήσκω = πεθαίνω, σκοτώνομαι.
θορυβέω-ώ = προξενώ θόρυβο.
θορυβούμαι = ταράζομαι, ενοχλούμαι.
θρούς = ψίθυρος.
θυμοειδής = ζωηρός, ορμητικός.
θυμόομαι-ούμαι = εξοργίζομαι.
θύω - θύομαι = θυσιάζω.
θωπεία = κολακεία.
θωπεύω = κολακεύω.
θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα.
I
ίάομαι-ώμαι = γιατρεύω.
ίδιος = δικός μου,
ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός.
τά ιδια = ιδιωτικές υποθέσεις.
ίδία= ιδιαίτερα, προσωπικά.
ιδιωτεύω = είμαι ιδιώτης.
χώρα ίδιωτεύουσα = ανάξια λόγου.
ιδρύω = ιδρύω, κτίζω.
ιδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια,
ιερός = ιερός, αφιερωμένος.
γίγνεται τά ιερά = οι
θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές.
ιημι = ρίχνω, εκπέμπω.
ιεμαι = ορμώ.
ικετεύω = παρακαλώ.
ικέτης = ικέτης.
ίκνέομαι-οϋμαι = έρχομαι.
ίππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία.
ίσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου.
ίσόπεδον = ομαλό έδαφος.
ϊστημι= στήνω, διεγείρω.
ίσταμαι = στέκομαι, κείμαι.
ισχύς = δύναμη.
ισχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός.
Κ
καθαιρέω-ώ = κατεβάζω, κατεδαφίζω, καταδικάζω,
κυριεύω, καθαίρω = καθαρίζω, κάθαρσις = εξαγνισμός.
καθίστημι = διορίζω, εγκαθιστώ, παρατάσσω,
τακτοποιώ.
καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι, καθίσταμαι τήν
πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως. καθίσταμαι εις λόγους = αρχίζω
διαπραγματεύσεις, καθίσταμαι τι = τακτοποιώ κάτι. κάθοδος = επάνοδος στην
πατρίδα, καινοτομέω-ώ = επιφέρω καινοτομίας.
καίριος = αξιόλογος, κατάλληλος.
καιρός = ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή.
εν καιρώ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος.
μετά καιρού = σε κατάλληλη περίσταση.
παρά καιρόν = παράκαιρα.
κακία = κακότητα, δειλία.
κακοδαιμονία = ατυχία, δυστυχία.
κακοδοξ ία = κακή φήμη.
κακόνους = δυσμενής, ο σκεπτόμενος κακό.
κακοπάθεια = αθλιότητα.
κακοπραγέω-ώ = αποτυγχάνω, δυστυχώ.
κακοπραγία = αποτυχία, δυστυχία.
κακουργέω-ώ = πράττω κακά, βλάπτω.
καλέω-ώ = καλώ, προσκαλώ.
κάμνω = κοπιάζω, ασθενώ, νικιέμαι.
καρπόομαι-οϋμαι = καρπώνομαι, απολαμβάνω,
έχω έσοδα από κάπου.
καρτερέω-ώ = υπομένω, αντέχω.
κατα βαίνω = κατεβαίνω.
καταβάλλω = ρίχνω κάτω, ανατρέπω, νικώ,
κατεδαφίζω.
καταβοή = κατακραυγή.
καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για
κάτι. καταγιγνώσκεταί τις= καταδικάζεται, θάνατος καταγιγνώσκεταί = γίνεται
καταδίκη σε θάνατο.
καταγορεύω = κατηγορώ.
κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία.
κατάδηλος = ολοφάνερος.
καταδουλόω-ώ & καταδουλοϋμαί τινα =
υποδουλώνω.
καταισχύνω = ντροπιάζω.
καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή.
καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο,
στρατολογώ, καταριθμώ, εκθέτω κατά τάξη.
καταλείπω = κληροδοτώ, αφήνω πίσω,
εγκαταλείπω, παραδίδω.
καταλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.
καταλλάσσω = συμφιλιώνω.
κατάλυσις = διάλυση, κατάργηση.
καταλύω = λύνω, καταβάλλω, καταργώ.
καταναυμαχέω-ώ = κατανικώ σε ναυμαχία.
καταπλέω = προσορμίζομαι.
κατάπληξις = έκπληξη, φόβος.
καταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιον.
καταπλήσσομαι = φοβάμαι.
κατάπλους = κατάπλους σε λιμάνι.
κατασήπομαι = σαπίζω.
κατατρίβω = αφανίζω, καταστρέφω.
καταφρονέω-ώ = περιφρονώ, περηφανεύομαι.
καταψηφίζομαι = καταδικάζω.
κατηγορέω-ώ = κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.
κατοικέω-ώ = κατοικώ.
κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους.
κατοικτείρω & κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.
κατοκνέω-ώ = διστάζω πολύ.
καύμα = καύσωνας.
καύσις = καύση, καυτηρίαση.
κε'ιμαι = είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.
κελεύω = διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω,
παρακαλώ.
κενός = αδειανός, στερημένος.
κεράννυμι = αναμειγνύω, συνδυάζω.
κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα,
σάλπιγγα.
κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη, κερδαλέος =
επικερδής, κηδεστής = συγγενής, γαμβρός, κηδεστία = συγγένεια, κήδομαι =
φροντίζω, κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο, ό κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος, κίνησις
= αναστάτωση, πόλεμος, κλαυθμός = θρήνος.
κοινός = κοινός, δημόσιος, αμερόληπτος, τό
κοινόν = το σύνολο των πολιτών, τά κοινά = διαχείριση των κοινών, δημόσιες
υποθέσεις.
κοινωνέω-ώ = συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού,
συμφωνώ.
κοινωνός = συνεργάτης. κολάζω= τιμωρώ,
κολάζομαι τινα = τιμωρώ, κουφίζω = ανακουφίζω.
κρατέω-ώ = γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ
κρατώ τινα = νικώ.
κράτος = δύναμη, εξουσία, κυριαρχία, κρείττων =
ο πιο δυνατός, κρημνώδης = απόκρημνος, κρήνη = βρύση, πηγή. κρηπίς = θεμέλιο.
κρίνω = διαχωρίζω, αποχωρίζω, αποφασίζω, κρίσιν
ποιούμαι τινι = δικάζω κάποιον, κρούω & κρούομαι = χτυπώ, συγκρούω.
κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ, κρύφα = κρυφά.
κτάομαι-ώμαι= αποκτώ, προμηθεύομαι.
κτείνω = σκοτώνω.
κώλυμα = εμπόδιο.
κωλύμη = παρακώλυση, εμπόδιση.
κωλύω = εμποδίζω, απαγορεύω.
κώμη = χωριό, οικισμός.
Λ
λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη λάθρα
= κρυφά.
λανθάνω & λήθω = διαφεύγω την προσοχή.
λανθάνω έμαυτόν = λησμονώ.
λέγω = λέγω, προτείνω, παραγγέλλω.
ευ λέγω = επαινώ.
κακώς λέγω = κακολογώ.
οί λέγοντες = οι ρήτορες.
ώς έπος είπειν = για να πω έτσι.
ώς απλώς ή ώς συντόμως είπείν = για να πω
γενικά.
συνελόντι είπείν ή ώς εν κεφαλαίω είρήσθαι = για
να πω με λίγα λόγια.
λείπω = αφήνω, εγκαταλείπω.
λείπομαι = καταλείπομαι, υπολείπομαι, είμαι
κατώτερος, υστερώ.
λεκτικός = ικανός στο λέγειν.
λεπτόγεως = άγονος.
λήζομαι = ληστεύω, διαρπάζω.
λιμός = πείνα.
λιπαρέω-ώ = επιμένω, ικετεύω.
λιπαρής = επίμονος, πείσμων.
λιπαρός = χαρούμενος, λαμπρός.
λόγος = λόγος, επιχείρημα, πρόταση, δικαιολογία,
λογικό.
ή τών λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωση, εις
λόγους άγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιον, έρχομαι εις
λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον, τούς λόγους ποιούμαι =
μιλώ. λόγον δίδω μι = λογοδοτώ.
λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις.
έκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορία.
λοιμός = νόσος.
λοιπός = υπόλοιπος.
λοιπόν έστι = απομένει, υπολείπεται.
τό λοιπόν = στο εξής.
λυμαίνομαι = κακοποιώ, βλάπτω.
λυσιτελέω-ώ = ωφελώ.
τό λυσιτελοϋν = ωφέλεια, πλεονέκτημα.
λύω = λύνω, διαλύω, παραλύω, απαλλάσσω.
λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.
Μ
μακρηγορέω-ώ = μακρολογώ.
μακρηγορία = μακρολογία.
μάλα - μάλλον- μάλιστα = πολύ, περισσότερο,
πάρα πολύ.
μανία = παραφροσύνη, μανία.
μαρτυρέω-ώ = βεβαιώνω, καταθέτω.
μαρτυρώ τά ψευδή = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.
μάχην νικώ = κερδίζω μάχη.
μάχη νικώ = νικώ μαχόμενος.
μεγαλοφρονέω-ώ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε
κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.
μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.
μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.
μέγα φρονώ = περηφανεύομαι.
μεθίστημι= μεταβάλλω.
μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το
πολίτευμα.
μεθίσταμαι= παραμερίζω, μετακινούμαι,
μειονεκτέω-ώ = υστερώ, μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.
μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.
μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω,
αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να...
μέλει τινί τίνος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος
για κάτι.
μέμφομαι = κατηγορώ.
μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.
μεστός = γεμάτος.
μεστόω-ώ = γεμίζω.
μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ.
μεταβολή = αλλαγή.
μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.
μεταδίδω μι = δίνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.
μεταλλαγή = ανταλλαγή.
μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.
μεταμέλομαι = μετανοώ.
μεταμέλεια = μετάνοια.
μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση,
μετοίκηση.
μετανίστημι= μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.
μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω, μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση
κάποιου, μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ, μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ,
μέτειμι (< μετά+είμί) = είμαι μεταξύ, μέτεστί τινί τίνος = κάποιος μετέχει
σε κάτι.
μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.
μετέωρος = ο ιτψούμενος πάνω από
το έδαφος.
μετοικέω-ώ = αλλάζω κατοικία,
είμαι μέτοικος.
μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.
μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.
μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.
μηδαμή = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδαμόθεν= από πουθενά.
μηδαμού = πουθενά.
μηδαμώς = καθόλου, με κανέναν τρόπο.
μηδέποτε = ουδέποτε.
μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.
μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.
μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.
μειον έχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.
περί έλάττονος ποιούμαι = θεωρώ μικρότερης
αξίας.
μιμνήσκω = υπενθυμίζω. μιμνήσκομαι= θυμάμαι,
κάνω μνεία, μισθοφορέω-ώ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.
μισθοφόρος = μισθωτός.
έλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.
μνημονεύω = θυμάμαι.
μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα
400 ανδρών, τάγμα.
μορία (εννοείται ελαία) = ιερή
ελιά.
μύθος = Λόγος, συμβουλή, διήγημα.
μύριοι = δέκα χιλιάδες.
μυρίοι= αμέτρητοι.
μωρία = ανοησία.
μωρός & μώρος = ανόητος.
Ν
ναυκληρέω-ώ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης
πλοίου.
ναυκρατέω-ώ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον
στόλο μου.
ναυμαχέω-ώ = συνάπτω
ναυμαχία, ναυπηγέω-ώ = κατασκευάζω πλοία, ναϋς = πλοίο.
νήες μακραί= πλοία πολεμικά.
νήες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά.
πληρώ ναϋν = επανδρώνω πλοίο.
νήες άντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
νέμω = διαμοιράζω, βόσκω.
νέμω χώραν (γην, χωρίον) = κατέχω.
νεώριον = ναύσταθμος.
νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.
νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές.
νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.
νικάω-ώ = νικώ, επικρατώ.
νικώ μάχη (ναυμαχία, πολιορκία) = νικώ
μαχό μένος,
ναυμαχώντας, πολιορκώντας, νομίζω = νομίζω,
πιστεύω, θεωρώ.
τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι
καθιερωμένες τιμές.
νόμος = νόμος, συνήθεια.
νόμος κύριος = έγκυρος νόμος.
νόμος έπιτήδειος = κατάλληλος νόμος.
νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο.
νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω
νομοθέτη. λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο.
γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.
εισφέρω νόμον = προτείνω νόμο.
άποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.
νουθετέω-ώ = συμβουλεύω.
ό νουν έχων = γνωστικός.
προσέχω τόν νουν = στρέφω την προσοχή μου.
Ξ
ξενηλασία = απέλαση.
ξενία = φιλοξενία.
ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.
ξένιος = φιλόξενος.
ξένιος Ζευς = ο Δίας προστάτης των ξένων.
ξένια = δώρα φιλοξενίας.
ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.
Ο
οιδα = γνωρίζω, κατανοώ.
χάριν οιδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε
κάποιον.
κακώς οιδα = δεν γνωρίζω καλά ότι. οϊκαδε =
προς την οικία, προς την πατρίδα.
ο’ίκοθεν = από τον οίκο, από
την πατρίδα, ο’ίκοθι = στον οίκο. οίκοι = στον οίκο.
οικείος = δικός, οικιακός, συγγενικός,
οικογενειακός φίλος.
τά οικεία = ατομικές υποθέσεις.
οίκείως = ευνοϊκά, φιλικά.
οίκείως έχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με
κάποιον.
οίκείως χρώμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με
κάποιον.
οίκέτης = οικιακός δούλος, υπηρέτης, οίκέω-ώ =
κατοικώ, οίκήτωρ = κάτοικος, άποικος. οίκίζω = χτίζω οικία, ιδρύω αποικία,
οικιστής = ιδρυτής αποικίας, οικτίρω = λυπάμαι κάποιον, οίμωγή = θρήνος, οιμώζω
= θρηνώ.
οίομαι = νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω, οίόν τ'
έστί = είναι δυνατόν, οίός τ' είμι = δύναμαι, μπορώ.
οίχομαι= έχω φύγει, αφανίζομαι, οιωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός,
ολιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα, οί ολίγοι = οι ολιγαρχικοί, όλιγωρέω-ώ =
παραμελώ, αδιαφορώ, ολιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.
όλλυμι & όλλύω = χάνω,
καταστρέφω.
ολοφυρμός = θρήνος.
ολοφύρομαι = θρηνώ.
όμιλέω-ώ = συναναστρέφομαι.
όμνυμι= ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.
όμογνωμονέω-ώ = συμφωνώ.
όμογνώμων = σύμφωνος.
ομόθυμος = ομόφωνος.
όμολογέω-ώ = συμφωνώ, παραδέχομαι.
όμορος (όμοϋ-όρος) = γειτονικός.
όμοσκηνέω-ώ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.
όμοϋ = μαζί.
ομόφυλος = ομοεθνής.
ονειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω.
όνειδος = κατηγορία, ντροπή.
καθίστημί τινα εις ονείδη = ρίχνω κάποιον στην
καταισχύνη.
ονομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά, φοβερώς
ονομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις.
το όπλιτικόν = οι οπλίτες.
τίθεμαι τά όπλα= παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.
όπότερος = όποιος απ' τους δύο.
όρέγω = προτείνω, προσφέρω.
ορέγομαι = επιθυμώ.
όρεξις = επιθυμία, κλίση.
όρθόω-ώ = ανορθώνω, ανεγείρω.
όρθούμαι = σηκώνομαι, όρμάω-ώ = παρακινώ, ορμώ.
όρμώμαι= εξορμώ, είμαι πρόθυμος, ορμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ, ορύττω =
σκάβω.
έφ' ω & έφ' ω τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο.
οφείλω (όφελος) = οφείλω.
όφλισκάνω = οφείλω.
όφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.
όχλώδης = ταραχώδης.
όψέ = αργά.
όψία = εσπέρα.
Π
πάθος = πάθημα, συμφορά, ατύχημα.
παιδεύω = εκπαιδεύω.
παμπληθής = πάρα πολύς.
πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό.
παντάπασιν = εντελώς.
πανταχή = παντού.
πανταχόθεν= από παντού.
παντελής = τέλειος, ολόκληρος, πλήρης.
παραβάλλω = συγκρίνω, τοποθετώ.
παραγγέλλω = διατάζω, αναγγέλλω.
παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι, φθάνω.
παράγω = παρασύρω, οδηγώ πλησίον.
παρακαλέω-ώ = προσκαλώ, παρακινώ.
παρακαλούμαι = επικαλούμαι, προτείνω.
παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον
κάποιου.
παραλλάττω = μεταβάλλω, αλλοιώνω, παραλύω =
λύνω, καταλύω, ελευθερώνω. παραπλέω = πλέω παραλιακά,
παραπλεύρως. παρασκευή = (πολεμική) ετοιμασία, παραυτίκα = αμέσως, πάρειμι
(< παρά+είμί) = είμαι παρών, παρέρχομαι = διέρχομαι πλησίον, παρέρχομαι τινα
= παραβλέπω κάποιον, το παρεληλυθός = το παρελθόν, οί παριόντες = οι ρήτορες,
οι διαβάτες, παρέχω = δίνω, προξενώ, παράγω, παρέχω πράγματα = ενοχλώ, τοιοϋτον
έμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγή.
παρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.
παροικέω-ώ = κατοικώ πλησίον.
παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου.
παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα.
πάσχω = παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι.
ευ πά σ χ ω = ευεργετούμαι.
κακώς πάσχω = κακοποιούμαι.
πατρώος = ο ανήκων στον πατέρα.
τά πατρώα = πατρική κληρονομιά.
παύω = παύω, διακόπτω, τελειώνω.
πεδίον = πεδιάδα.
πειράω-ώ = δοκιμάζω, επιχειρώ.
πειρώμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.
πένης = φτωχός, άπορος, στερημένος.
περιάγω = περιφέρω.
περιαιρέω-ώ = αφαιρώ, κατεδαφίζω.
περιγίγνομαι = υπερέχω, νικώ, επικρατώ.
περιίστημι= περικυκλώνω.
περίλοιπος = υπόλοιπος.
περίλυπος = λυπημένος.
περιμάχητος = περιζήτητος.
περιοράω-ώ = βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ,
επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με
αδιαφορία.
περιορώμαι = διστάζω.
περιουσία = αφθονία, περιουσία.
περιπλέω = πλέω γύρω.
περίπλεως & -πλεος = κατάμεστος.
περιτείχισμα = οχύρωμα.
πιθανός = πιστικός, πιστευτός.
πίπτω = πέφτω, σκοτώνομαι.
πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες
διαβεβαιώσεις για κάτι.
πλήθω = είμαι γεμάτος.
πλημμελέω-ώ = κάνω σφάλμα.
πλημμέλημα = σφάλμα.
πλήρης = γεμάτος, επαρκής.
πληρόω-ώ = γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο.
πληρώ ναϋν = επανδρώνω πλοίο.
πλώιμος = πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια
ταξίδια.
πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει.
πνίγος = υπερβολική ζέστη.
ποιώ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος
πολέμου.
ευ ποιώ = ευεργετώ.
κακώς ποιώ = κακοποιώ, βλάπτω.
ποιούμαι = κατασκευάζω, θεωρώ.
τήν κρίσιν ποιούμαι = κρίνω.
γνώμην ποιούμαι = προτείνω.
ποιούμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι.
ειρήνην ποιούμαι = ειρηνεύω.
ποιούμαι πόλεμον = πολεμώ.
ποιούμαι υιόν = αποκτώ γιο.
ποιούμαι τινα υιόν = υιοθετώ κάποιον.
ποιούμαι τινά έκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω,
εξουδετερώνω.
περί πολλοϋ (περί πλείονος, περί πλείστου)
ποιούμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο, σπουδαιότατο), αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη,
μεγίστη) σημασία.
περί ολίγου (περί έλάττονος, περί έλαχίστου, περί
ούδενός) ποιούμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη,
ελάχιστη, καμία) σημασία.
περί παντός ποιούμαι τι = θεωρώ κάτι ως
ανεκτίμητο αγαθό.
πολέμιος = εχθρός.
πολιτεία = πολίτευμα, δημοκρατία.
πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα.
πολιτεύω = είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης.
πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
πόλεις εύ πολιτευόμεναι = πόλεις καλά
κυβερνώμενες.
πολλάκις = πολλές φορές.
πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές.
πολλαχοϋ = πολλές φορές, σε πολλά μέρη.
πολυπράγμων = πολυάσχολος, περίεργος.
ώς έπί τό πολύ = ως επί το πλείστον.
πλέον έχω = πλεονεκτώ.
ούδέν πλέον = κανένα όφελος, κέρδος.
πλέον φέρομαι τίνος = πλεονεκτώ.
πονέω-ώ = κοπιάζω, στενοχωριέμαι.
πονηρός = κακός, φαύλος, βλαβερός.
πόνος = κόπος, αγώνας.
πράγματα έχω = ενοχλούμαι.
έρχομαι έπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.
πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι.
πράσσω = πράττω, κατορθώνω,
διαπραγματεύομαι.
εύ πράττω = ευτυχώ.
κακώς πράττω = δυστυχώ.
πράττω μετά τινος= συμπράττω.
έκ πολλού πράσσοντες = ύστερα από πολλές
διαπραγματεύσεις.
πρεσβεία = πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων,
πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής, πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως
πρεσβευτής.
πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι, στέλνω
πρέσβεις, πηγαίνω ως πρεσβευτής, προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα,
προάγω = παρακινώ, προάγομαι = παρακινούμαι. προαίρεσις= προτίμηση, εκλογή.
προαιροϋμαι= εκλέγω, προτιμώ, προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι,
προβλέπω, προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός.
προβολή = προεξοχή, καταγγελία, προβουλεύω =
προμελετώ, καταρτίζω σχέδιο νόμου.
πρόδηλος = ολοφάνερος.
προθυμέομαι-οϋμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος,
επιθυμώ.
προθυμία = προθυμία, ζήλος.
προΐεμαι = εγκαταλείπω, περιφρονώ, παραμελώ.
προΐσταμαι = είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός.
οί προεστώτες = αρχηγοί.
προλέγω = προτιμώ, προφητεύω δημόσια,
διακηρύσσω, διατάζω.
προνοέω-ώ = προβλέπω, φροντίζω.
προνομή = επιδρομή, διαρπαγή.
προπετής = ορμητικός, βίαιος, επιρρεπής.
προσάγω = οδηγώ, προσκομίζω.
προσάντης= ανηφορικός, δύσκολος, δυσάρεστος,
προσδοκάω-ώ = περιμένω, ελπίζω, προσδοκέω-ώ = φαίνομαι, θεωρούμαι, πρόσειμι
(< πρός + είμι) = προσέρχομαι, επέρχομαι, πλησιάζω.
πρόσειμι (πρός+ είμί) =
είμαι παρών, προστίθεμαι, προσέχω τόν νουν (την γνώμην) = έχω στραμμένη την
προσοχή μου.
προσκοπέω-ώ = εξετάζω εκ των προτέρων.
προσοικέω-ώ = κατοικώ πλησίον, πρόσοικος = γειτονικός.
προσπίπτω = πέφτω επάνω σε..., προσκρούω,
επέρχομαι ξαφνικά.
προσπλέω = πλησιάζω, πλέω προς, πλέω εναντίον,
πρόσφορος = χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.
πρότερος = πιο μπροστά, προηγούμενος.
προύργου(< πρό +έργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος, μηδέν προύργου έστί = κανένα
όφελος δεν υπάρχει.
πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω,
οπισθοχωρώ.
πρύμναν λύω = αποπλέω.
πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι,
ακούω.
πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα.
Ρ
ράδιος (παραθ. ράων-ραστος) = εύκολος,
πρόθυμος, έτοιμος, ραθυμέω-ώ = αμελώ, αδιαφορώ, ραστώνη = ευχέρεια, ανάπαυση,
ρώμη = δύναμη, θάρρος.
Σ
σεμνός (σέβω) = σεβαστός, σπουδαίος, σθένος =
δύναμη.
σιγήν έχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.
σίτος & πληθ. τά σιτα = σιτάρι, αλεύρι.
σίτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων.
σίτος έσπλει= εισάγονται τρόφιμα.
περί σίτου έκβολήν
= περίπου όταν σχηματίζονται
τα πρώτα στάχυα των σιτηρών.
ό σίτος έν άκμή έστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.
σκεδάννυμι = διασκορπίζω.
σκευάζω = παρασκευάζω, κατασκευάζω.
σκευή = ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.
σκευοφόρος = αχθοφόρος.
τά σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.
σκέψις = σκέψη, εξέταση.
σκηνόω-ώ (< σκήνος) = κατασκηνώνω.
σκοπέω-ώ & σκοπούμαι = παρατηρώ, προσέχω,
κατασκοπεύω, κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι.
σκέψασθε παρ' ύμιν
αύτοις = σκεφθείτε μέσα σας.
σκοταιος = σκοτεινός, με το σκοτάδι.
σπένδομαι = κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.
σπεύδω = επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι, σπονδή
(< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη.
Λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες,
σπονδάς ποιούμαι = κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.
σποράδην = σκορπιστά, σποραδικά, σπουδάζω =
επιδιώκω, φροντίζω, στέλλω = αποστέλλω. στέργω = αγαπώ, αρκούμαι.
στρατοπεδεία & στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση,
συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.
συγγιγνώσκω = συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ,
συγγνώμην έχω τινί = δικαιολογώ κάποιον, συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαι.
σύγκειμαι = αποτελούμαι από. συκοφαντέω-ώ = συκοφαντώ, συλλαμβάνω = συλλαμβάνω,
συλλέγω = συγκεντρώνω, στρατολογώ, σύλλογος = συνέλευση, συγκέντρωση, συμβαίνω
= έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία, συμβάλλω = συνενώνω,
συντελώ, συμβολή = συνάντηση, ένωση, συμπεριάγω = περιφέρω μαζί. συμπίπτω =
πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί.
συμπίπτει = συμβαίνει.
συμπράττω = συνεργώ, βοηθώ.
συναγείρω = συγκαλώ, συναθροίζω.
συνάγω = συγκεντρώνω, συνάπτω.
συναλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.
συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.
σύνδικος = συνήγορος.
συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.
συνηγορέω-ώ = είμαι συνήγορος.
συνίστημι= στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω,
συγκροτώ.
συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε
συνεννόηση.
συνιστάμενον (το συνεστηκός) = συνωμοσία,
συνωμότες.
σύνοιδα = γνωρίζω καλά. σύνοιδα έμαυτω =
συναισθάνομαι, σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος, συνουσία (σύνειμι)
= συναναστροφή, ποιούμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ, σφάλλω = βλάπτω.
σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι,
παθαίνω, σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος, σφόδρα = πολύ.
σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία, σχολήν άγω
= ευκαιρώ, αδρανώ, σώζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.
τιοιώ αγώνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα
επιδείξεως σωματικής δύναμης.
Τ
τακτός = καθορισμένος.
τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα = οχύρωμα.
τειχομαχέω-ώ = μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ώ = τελειώνω, καταλήγω.
τελευτώ (τόν βίον) = πεθαίνω.
τελευτών (επιρ.) = τελικά.
τελευτή = θάνατος, τέλος.
τελέω-ώ = εκτελώ, πληρώνω.
τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή,
φόρος.
οί έν τέλει (οί τά τέλη
έχοντες - τό τέλος, τά τέλη,
τά οικοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω
τέμνω τόν σίτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα
σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι= τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω.
τίθημι άγώνα = προκηρύσσω,
διοργανώνω αγώνα.
τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο.
ψήφον τίθεμαι = ψηφοφορώ.
τά όπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.
τιμάω-ω = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω.
τιμώ τινί τίνος (ως
δικαστής) = ορίζω για κάποιον
ως ποινή κάτι.
τιμωρέω-ώ (τινί) = βοηθώ.
τιμωρώ υπέρ τινο ς = βοηθώ, Λαμβάνω εκδίκηση
για
Λογαριασμό για τον φόνο
κάποιου, τιμωρώ τινα = τιμωρώ, τιμωρούμαι τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι, τιμωρούμαι
= τιμωρούμαι.
τριταιος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα,
τριχή = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους, τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ
Υ
υιόν ποιούμαι (τίθεμαι) = υιοθετώ, ύπάγω =
υποτάσσω, αποσύρω κρυφά, ύπάγω εις δίκην = σύρω στα δικαστήρια, ύπάρχω = κάνω
την αρχή, υπάρχω, ύπάρχω ευ ποιών = κάνω την αρχή ευεργεσίας, ύπεξάγω = κρυφά
εξάγω, διασώζω, ύπεξαιρέω-ώ = κρυφά αφαιρώ. ύπεξανάγομαι = ανοίγομαι με
προφυλάξεις στο πέλαγος.
ύπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.
ύπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.
λόγον ύπέχω = λογοδοτώ.
ύπέχω αιτίαν τινός
= κατηγορούμαι για κάτι.
ύπισχνέομαι-οϋμαι = υπόσχομαι.
ύποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι,
προαισθάνομαι.
ύποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.
ύπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία
σπονδών.
άπέδοσαν (άνείλοντο) τούς νεκρούς ύποσπόνδους =
έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν
ανακωχής προς ενταφιασμό.
ύποτίθημι = θέτω υποκάτω.
ύποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.
ύποχείριος = ο κάτω από την εξουσία.
ύποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι.
ύποχείριόν τινα ποιούμαι = υποτάσσω.
ύστατος = τελευταίος.
ύστεραία (ήμέρα) = η επόμενη μέρα.
ύστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ύφηγέομαι-ούμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ύφίστημι = τοποθετώ από κάτω.
ύφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.
φαιδρός = λαμπρός, εύθυμος.
φαίνω = φανερώνω, δείχνω.
φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση.
φαύλος = ασήμαντος, χυδαίος.
φείδομαι = λυπάμαι, λογαριάζω.
φειδώ = φροντίδα, οικονομία.
φέρω = φέρνω, μεταφέρω.
χάριν φέρω = χαρίζομαι, ευγνωμονώ.
τήν ψήφον φέρω = αποφασίζω.
άγω καί φέρω = αρπάζω, βλάπτω, λεηλατώ.
βαρέως φέρω = αγανακτώ.
εύ φέρομαι = αποβαίνω καλά, πετυχαίνω,
εκτιμώμαι.
κακώς φέρομαι = έχω αποτυχίες.
πλέον φέρομαί τίνος = υπερέχω κάποιου,
πλεονεκτώ.
φεύγω = φεύγω, καταφεύγω, εξορίζομαι, ό φεύγων
= ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος, φθάνω = προλαβαίνω.
ού φθάνω (+ κατηγ. μετοχή)...καί...μόλις, αμέσως.
φθείρω = καταστρέφω, εξοντώνω.
φθονέω-ώ = αρνούμαι, φθονώ.
φθονώ τινί τίνος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε
κάποιον.
φιλέω-ώ = αγαπώ, φιλοξενώ.
φιλικώς χρώμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις.
φιλονικέω-ώ = είμαι φιλόνικος.
φιλονικία = φιλονικία, αντιζηλία.
φιλοπονία = εργατικότητα.
φιλόπονος = εργατικός, κοπιαστικός.
φίλος = φίλος, αγαπητός, σύμμαχος.
φιλοτιμέομαι-οϋμαι = φιλοδοξώ, ανταγωνίζομαι.
φιλοτιμία = φιλοδοξία, ανταγωνισμός.
φιλότιμος = φιλόδοξος.
φοβέω-ώ = εκφοβίζω.
φοιτάω-ώ (< φοιτος) = συχνάζω.
φορά = μεταφορά, εισφορά.
φράζω = λέγω, συμβουλεύω.
φρονέω-ω = σκέπτομαι, νομίζω.
οί εύ φρονοϋντες = συνετοί.
κακώς φρονώ = δεν σκέπτομαι ορθά.
μέγα φρονώ = υπερηφανεύομαι.
άγαθά (φίλα-κακά) φρονώ = έχω καλές (φιλικές-
εχθρικές) διαθέσεις.
φρουρά = φρουρά, φρούρηση.
φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο, κάνω
επιστράτευση.
φυγάς = εξόριστος, δραπέτης. κατάγω φυγάδα =
επαναφέρω στην πατρίδα, ό φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην
πατρίδα.
φυλακή = φρούρηση, φρουρά, φρούριο, σω
ματοφυλακή.
φυλακάς έχω (φυλάττω) = φρουρώ, έν φυλακή είμι
= είμαι σε επιφυλακή, φυλάττω = φυλάω, φρουρώ, φυλάττομαι = αποφεύγω,
προφυλάσσομαι. φύσις = φύση, χαρακτήρας, οργανισμός, πέφυκα = είμαι εκ φύσεως.
φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία.
X
χαλεπαίνω = αγανακτώ, οργίζομαι.
χαλεπός = δύσκολος, φοβερός.
χαλεπώς έχω =
οργίζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη
θέση.
χαλεπώς φέρω = αγανακτώ, δυσφορώ, το φέρνω
βαριά.
χαρίεις = χαριτωμένος.
χαριέντως = με χάρη.
χαρίζομαι = κάνω χάρη.
δίκαια (ράδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη
(εύκολη).
κεχαρισμένος = ευχάριστος.
χάρις = χάρη, εύνοια, ευχαρίστηση, ευγνωμοσύνη
χάριν οιδά τινι - χάριν έχω τινί - χάριν άποδίδωμι χρωστώ ευγνωμοσύνη,
ευχαριστώ, ευγνωμονώ, χειμών,-ώνος = χειμώνας, κακοκαιρία, εις χειρας έρχομαι
τινι = συμπλέκομαι έρχομαι εις χειράς τίνος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.
άρχω χειρών άδικων = κάνω αρχή της αδικίας,
χειρόομαι-οϋμαι = κυριεύω, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω.
χειροτονέω-ώ = εκλέγω, διορίζω, ψηφίζω,
αποφασίζω (με ανάταση χεριού).
χρεία (χρώμαι) = χρήση, ανάγκη, χρησιμότητα.
χρή = είναι ανάγκη, πρέπει.
χρήομαι-χρώμαι = μεταχειρίζομαι.
οίκείως χρώμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικά.
χρηστήριον = μαντείο, χρησμός.
χώρα = χώρα, πατρίδα, χώρος.
χωρέω-ώ = προχωρώ, έρχομαι.
χωρίον = τοποθεσία, χωρίς = χωριστά.
Ψ
ψέγω = κατηγορώ.
ψευδομαρτυρέω-ώ = είμαι ψευδομάρτυρας, ψεύδω =
διαψεύδω, απατώ.
ψεύδομαί τίνος =
αποτυγχάνω, απατώ μα ι σε κάτι. ψεύδομαι τής έλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες
μου.
ψηφίζω = ψηφίζω.
ψηφίζομαι = ψηφίζω,
αποφασίζω, εγκρίνω.
ψήφισμα = απόφαση,
ψήφισμα.
τήν ψήφον φέρω =
αποφασίζω, εκδίδω απόφαση.
ψήφον έπάγω = προτείνω
ψηφοφορία.
ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος,
άδενδρος.
ψύχος = ψύχος, χειμώνας.
Ω
ώθέω-ώ = σπρώχνω, απωθώ, ώμότης = σκληρότητα.
ώνέομαι-ούμαι= αγοράζω, ώνή = αγορά, ώνητός = αγοραστός, ώνια (τά) = ψώνια.
ώρα = ώρα, εποχή, κατάλληλος χρόνος, ώραι =
εποχές του έτους, ώφελέω-ώ = βοηθώ, ωφελώ, ώφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου