Παραθετικά
Επιθέτων και Επιρρημάτων
Ἡ ἰδιότητα ἤ ποιότητα ποὺ φανερώνει ἕνα ἐπίθετο μπορεὶ νὰ ὑπάρχει σὲ δύο ἤ περισσότερα ὄντα, ἀλλὰ σὲ διαφορετικὸ βαθμό. Γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ διαφορετικὸ αὐτὸ βαθμό, τὰ ἐπίθετα ἔχουν κανονικὰ ξεχωριστοὺς τύπους (μονολεκτικοὺς ἤ περιφραστικούς) ποὺ λέγονται βαθμοὶ
τῶν ἐπιθέτων: σοφὸς μὲν Σοφοκλῆς, σοφώτερος δ’ Εὐριπίδης, ἀνδρῶν δ’ ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης – φίλος, μᾶλλον φίλος, μάλιστα φίλος.
Οἱ βαθμοὶ τῶν ἐπιθέτων εἶναι τρείς:
Ὅταν τὸ ἐπίθετο φανερώνει ἁπλῶς μιὰ ἰδιότητα ἤ ποιότητα ἑνὸς ὄντος, χωρὶς σύγκριση πρὸς ἄλλο, λέγεται ἐπίθετο θετικοῦ
βαθμοῦ ἤ ἁπλῶς θετικό: ὁ δίκαιος ἀνήρ.
Ὅταν τὸ ἐπίθετο φανερώνει ὅτι ἕνα ὄν ἔχει μιὰ ἰδιότητα ἤ ποιότητα σὲ βαθμὸ ἀνώτερο συγκριτικὰ πρὸς ἕνα ἄλλο ἤ πρὸς πολλὰ ἄλλα ποὺ λογαριάζονται σὰν ἕνα, λέγεται ἐπίθετο συγκριτικοῦ
βαθμοῦ ἤ ἁπλῶς συγκριτικό: οὖτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου – χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων.
Ὅταν τὸ ἐπίθετο φανερώνει ὅτι ἕνα ὄν ἔχει μιὰ ἰδιότητα ἤ ποιότητα σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ ἴδιου εἴδους, λέγεται ἐπίθετο
ὑπερθετικοῦ
βαθμοῦ ἤ ἁπλῶς ὑπερθετικό΄ καί:
α) τὸ ὑπερθετικὸ ποὺ φανερώνει ὅτι ἕνα ὄν ἔχει μιὰ ἰδιότητα ἤ ποιότητα σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό, ἀπόλυτα, χωρὶς νὰ γίνεται σύγκριση πρὸς ἄλλα, λέγεται ὑπερθετικὸ ἀπόλυτο: οὖτός ἐστι δικαιότατος΄
β) τὸ ὑπερθετικὸ ποὺ φανερώνει ὅτι ἕνα ὄν ἔχει μιὰ ἰδιότητα ἤ ποιότητα στὸν πιὸ μεγάλο βαθμὸ συγκριτικὰ πρὸς ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ ἴδιου εἴδους μαζὶ λέγεται ὑπερθετικὸ σχετικό: Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων.
Τὸ συγκριτικὸ καὶ τὸ ὑπερθετικὸ ἑνὸς ἐπιθέτου μαζὶ λέγονται μ’ ἕνα ὄνομα παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου.
Ὅπως στὴ νέα ἑλληνικὴ, ἔτσι καὶ στὴν ἀρχαία, τὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων σχηματίζονται ἤ μὲ μία λέξη (καὶ τότε λέγονται μονολεκτικά) ἤ μὲ δύο λέξεις (καὶ τότε λέγονται περιφραστικά).
Σχηματισμός Παραθετικών (Μονολεκτικά)
Τὰ μονολεκτικὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων σχηματίζονται κανονικὰ ἀπὸ τὸ θετικό, ἀφοῦ στὸ θέμα (τοῦ ἀρσενικοῦ γένους) προστεθοῦν ὁρισμένες καταλήξεις ποὺ λέγονται παραθετικὲς καταλήξεις. Οἱ πιὸ συνηθισμένες παραθετικὲς καταλήξεις εἶναι:
γιὰ τὸ συγκριτικό: -τερος, -τέρα, -τερος΄
γιὰ τὸ ὑπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον.
Ἔτσι τὰ παραθετικὰ ποὺ σχηματίζονται μὲ τὶς παραπάνω καταλήξεις εἶναι δευτερόκλιτα ἐπίθετα, τρικατάληκτα μὲ τρία γένη. Π.χ.
πτωχός (θέμα: πτωχο-)
συγκρ. πτωχό-τερος, πτωχο-τέρα, πτωχό-τερον
ὑπερθ. πτωχό-τατος, πτωχο-τάτη, πτωχό-τατον
βαρύς (θέμα: βαρυ-)
συγκρ. βαρύ-τερος, βαρυ-τέρα, βαρύ-τερον
ὑπερθ. βαρύ-τατος, βαρυ-τάτη, βαρύ-τατον
ἀληθής (θέμα: ἀληθεσ-)
συγκρ. ἀληθέσ-τερος, ἀληθεσ-τέρα, ἀληθέσ-τερον
ὑπερθ. ἀληθέσ-τατος, ἀληθεσ-τάτη, ἀληθέσ-τατον
μέλας (θέμα: μελαν-)
συγκρ. μελάν-τερος, μελαν-τέρα, μελάν-τερον
ὑπερθ. μελάν-τατος,
μελαν-τάτη, μελάν-τατον
χαρίεις (θέμα:
χαριετ-)
συγκρ. χαριέσ-τερος, χαριεσ-τέρα, χαριέσ-τερον
ὑπερθ. χαριέσ-τατος,
χαριεσ-τάτη, χαριέσ-τατον
Τα παραθετικά σε –ΟΤΕΡΟΣ, -ΟΤΑΤΟΣ ΚΑΙ –ΩΤΕΡΟΣ, -ΩΤΑΤΟΣ
Τὰ παραθετικὰ τῶν δευτερόκλιτων ἐπιθέτων διατηροῦν τὸ χαρακτῆρα τοῦ θετικοῦ ο, ἄν προηγεῖται συλλαβὴ φύσει ἤ θέσει μακρόχρονη΄ τὸν ἐκτείνουν σὲ ω, ἄν προηγεῖται συλλαβὴ βραχύχρονη:
ξηρός, ξηρό-τερος, ξηρό-τατος
πτωχός, πτωχό-τερος, πτωχό-τατος
γενναῖος, γενναιό-τερος, γενναιό-τατος
θερμός, θερμό-τερος, θερμό-τατος
ἔνδοξος, ἐνδοξό-τερος, ἐνδοξό-τατος
ἀλλά: νέος, νεώ-τερος, νεώ-τατος΄
σοφός, σοφώ-τερος, σοφώ-τατος
Αναλογικός Σχηματισμός Παραθετικών
Μερικὰ παραθετικὰ ἐπιθέτων διαμορφώνονται ἀπὸ ἀναλογία πρὸς τὰ παραθετικὰ ἄλλων ἐπιθέτων καὶ λήγουν ὅπως αὐτά (ἐλαφρός-ἐλαφρύτερος ὅπως τὸ βαρύτερος, χοντρός-χοντρύτερος ὅπως τὸ παχύτερος, ἀντὶ γιὰ τὰ κανονικὰ ἐλαφρότερος, χοντρότερος).
Ἔτσι διαμορφώνονται οἱ ἀκόλουθες ἀναλογικὲς παραθετικὲς καταλήξεις:
α) -έστερος, -έστατος
Κατὰ τὰ παραθετικὰ τῶν σιγμόληκτων ἐπιθέτων σὲ -ης, -ες(ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους τὰ τριτόκλιτα ἐπίθετα σὲ -ων, -ον (γεν. –ονος),
καθὼς καὶ τὰ ἐπίθετα ἄκρατος (=αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἀνακατευτεῖ μὲ ἄλλον, ἀνόθευτος), ἄσμενος(=εὐχαριστημένος), ἐρρωμένος (=δυνατός) καὶ πένης:
σώφρων (θέμα:
σωφρον-)
σωφρον-έσ-τερος, σωφρον-έσ-τατος
εὐδαίμων (θέμα: εὐδαιμον-)
εὐδαιμον-ἐσ-τερος, εὐδαιμον-έσ-τατος
ἄκρατος (θέμα: ἀκρατο-)
ἀκρατ-έσ-τερος, ἀκρατ-έσ-τατος (καὶ ἀκρατό-τατος)
ἄσμενος (θέμα: ἀσμενο-)
ἀσμεν-έσ-τερος (καὶ ἀσμενώ-τερος), ἀσμεν-έσ-τατος
(καὶ ἀσμενώ-τατος)
ἐρρωμένος (θέμα: ἐρρωμενο-)
ἐρρωμεν-έσ-τερος, ἐρρωμεν-έσ-τατος
πένης (θέμα: πενητ-)
πεν-έσ-τερος, πεν-έσ-τατος
β) –ούστερος, -ούστατος
Τὸ ἐπίθετο ἁπλοῦς καὶ τὰ συνηρημένα ἐπίθετα τῆς β’ κλίσης μὲ β’ συνθ. τὸ ὄνομα νοῦς σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους σὲ -ούστερος, -ούστατος (κατὰ τὰ παραθετικὰ σὲ -έστερος, -έστατος μὲ συναίρεση):
ἁπλοῦς (θέμα: ἁπλοο-)
ἁπλούστερος, ἁπλούστατος
(ἀπὸ τό) ἁπλο-έσ-τερος, ἁπλο-έσ-τατος
εὔνους (θέμα: εὐνοο-)
εὐνούστερος, εὐνούστατος
(ἀπὸ τό) εὐνο-έσ-τερος, εὐνο-έσ-τατος
γ) -ίστερος, -ίστατος
Τὰ μονοκατάληκτα ἐπίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος(=φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους σὲ -ίστερος, -ίστατος (κατὰ τὰ παραθετικὰ τοῦ ἄχαρις: ἀχαρίστερος, ἀχαρίστατος)
ἅρπαξ (θέμα: ἁρπαγ-)
ἁρπαγ-ίσ-τερος, ἁρπαγ-ίσ-τατος
βλάξ (θέμα βλακ-)
βλακ-ίσ-τερος, βλακ-ίσ-τατος
λάλος (θέμα: λαλο-)
λαλ-ίσ-τερος, λαλ-ίσ-τατος
κλέπτης (θέμα: κλέπτα-)
κλεπτ-ίσ-τερος, κλεπτ-ίσ-τατος
πλεονέκτης (θέμα:
πλεονεκτα-)
πλεονεκτ-ίσ-τερος, πλεονεκτ-ίσ-τατος
δ) –αίτερος, -αίτατος
Τὸ ἐπίθετο παλαιὸς σχηματίζει τὰ παραθετικά του μὲ θέμα τὸ ἐπίρρημα πάλαι σὲ -αίτερος, -αίτατος:
Παλαιός, παλαίτερος, παλαίτατος
Ἀνάλογα πρὸς αὐτὸ σχηματίστηκαν τὰ παραθετικά:
γεραιός (=γέροντας,
σεβαστός),
γεραί-τερος, γεραί-τατος
σχολαῖος (=ἀργός, ἀργοκίνητος,
σχολαί-τερος, σχολαί-τατος
Ἀπὸ αὐτὰ ἀποσπάστηκε ἡ κατάληξη –αίτερος, -αίτατος, μὲ τὴν ὁποία σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους ὁρισμένα ἐπίθετα σὲ -ος:
ἴσος, ἰσ-αί-τερος, ἰσ-αί-τατος
ὄψιος (=ὄψιμος), ὀψι-αί-τερος, ὀψι-αί-τατος
πλησίος,
πλησι-αί-τερος,
πλησι-αί-τατος
πρῷος (ἀπὸ τὸ πρώιος=πρωινός), πρῳ-αί-τερος, πρῳ-αί-τατος
εὔδιος, εὐδι-αίτερος, εὐδι-αί-τατος (καὶ εὐδιέσ-τερος, εὐδιέσ-τατος)
ἥσυχος, ἡσυχ-αί-τερος, ἡσυχ-αί-τατος
(καὶ ἡσυχώ-τερος, ἣσυχώ-τατος)
ἴδιος, ἰδι-αί-τερος, ἰδι-αί-τατος (καὶ ἰδιώ-τερος, ἰδιώ-τατος)
φίλος, φιλ-αί-τερος,
φιλ-αίτατος
(καὶ φιλ-ίων ἤ φίλ-τερος, φίλ-τατος)
Ανώμαλα Παραθετικά Επιθέτων (ΣΕ –ΊΩΝ, -ΙΣΤΟΣ)
Τὰ παραθετικὰ αὐτὰ σχηματίζονται πολλὲς φορὲς μὲ διάφορες φθογγικὲς παθήσεις ἤ καὶ μὲ θέμα διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ θετικοῦ, γι’ αυτὸ λέγονται ἀνώμαλα παραθετικά. Τὰ ἐπίθετα αὐτὰ εἶναι:
Θετικός
|
Συγκριτικός
|
Ὑπερθετικός
|
Θέμα
|
αἰσχρός
|
ὁ,ἡ αἰσχίων
τὸ αἴσχιον
|
αἰσχιστος
|
αἰσχ- (πβ. αἶσχ-ος)
|
ἐχθρός
|
ὁ,ἡ ἐχθίων
τὸ ἔχθιον
καὶ ὀμαλά:
ἐχθρότερος
|
ἔχθιστος
καὶ ὀμαλά:
ἐχθρό-τατος
|
ἐχθ- (πβ. ἔχθ-ος=ἔχθρα)
ἐχθρο-
|
ἡδύς
|
ὁ, ἡ ἡδίων
τὸ ἥδιον
|
ἥδιστος
|
ἡδ-
|
καλός
|
ὁ,ἡ καλλίων
τὸ κάλλιον
|
κάλλιστος
|
καλλ- (πβ. κάλλος)
|
μέγας
|
ὁ,ἡ μείζων
τὸ μεῖζον
|
μέγιστος
|
μεγ-
|
ῥᾴδιος
|
ὁ,ἡ ῥᾴων
τὸ ῥᾴον
|
ῥᾷστος
|
ῥα-
|
ταχύς
|
ὁ,ἡ θάττων
τὸ θᾶττον
|
τάχιστος
|
θαχ-
|
ἀγαθός
|
ὁ,ἡ ἀμείνων
τὸ ἄμεινον
ὁ,ἡ βελτίων
τὸ βέλτιον
ὁ,ἡ κρείττων
τὸ κρεῖττον
ὁ,ἡ λῴων
τὸ λῷον
|
ἄριστος
βέλτιστος
κράτιστος
λῷστος
|
ἀμεν- καὶ ἀρ- (πβ. ἀρ-ετή)
βελτ-
κρετ-, κρατ-
(πβ. κράτ-ος)
λω-
|
κακός
|
ὁ,ἡ κακίων
τὸ κάκιον
ὁ,ἡ χείρων
τὸ χεῖρον
|
κάκιστος
χείριστος
|
κακ-
χερ-, χειρ-
|
μακρός
|
μακρό-τερος
|
μακρό-τατος
μήκιστος
|
ὀμαλά
μηκ- (πβ. μῆκ-ος)
|
μικρός
|
μικρό-τερος
ὁ,ἡ ἐλάττων
τὸ ἔλαττον
ὁ,ἡ ἧττων
τὸ ἧττον
|
μικρό-τατος
ἐλάχιστος
ἐπιρρ. ἥκιστα
|
ὀμαλά
ἐλαχ-
ἡκ-
|
ὀλίγος
|
ὁ,ἡ μείων
τὸ μεῖον
|
ὀλίγιστος
|
με-, ὀλιγ-
|
πολύς
|
ὁ,ἡ πλείων
τὸ πλέον
|
πλεῖστος
|
πλε-
|
Κλίση του συγκριτικού βαθμού σε –ΊΩΝ, -ΙΟΝ (ΚΑΙ –ΩΝ,-ΟΝ)
Τὰ συγκριτικὰ σὲ -ίων, -ίον (ἤ -ων, -ον) εἶναι δικατάληκτα ἐπίθετα τῆς γ΄ κλίσης μὲ τρία γένη καὶ κλίνονται κατὰ τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα:
Θέμα: βελτιον-, βελτιοσ-
Ἐνικός
|
Πληθυντικός
|
Δυϊκός
|
|
ὀνομαστική
|
ὁ,ἡ βελτίων
τὸ βέλτιον
|
οἱ,αἱ βελτίον-ες
ἤ βελτίους
τὰ βελτίον-α ἤ
βελτίω
|
τὼ βελτίον-ε
τὼ βελτίον-ε
|
Γενική
|
τοῦ,τῆς βελτίον-ος
τοῦ βελτίον-ος
|
τῶν βελτιόν-ων
τῶν βελτιόν-ων
|
τοῖν βελτιόν-οιν
τοῖν βελτιόν-οιν
|
Δοτική
|
τῷ,τῇ βελτίον-ι
τῷ βελτίον-ι
|
τοῖς,ταῖς βελτίοσι(ν)
τοῖς βελτίοσι(ν)
|
τοῖν βελτιόν-οιν
τοῖν βελτιόν-οιν
|
Αἰτιατική
|
τὸν,τὴν βελτίον-α
ἤ βελτίω
τὸ βέλτιον
|
τοὺς,τὰς βελτίον-αςἤ βελτίους
τὰ βελτίον-α ἤ βελτίω
|
τὼ βελτίον-ε
τὼ βελτίον-ε
|
Κλητική
|
ὦ βέλτιον
ὦ βέλτιον
|
ὦ βελτίον-ες ἤ βελτίους
ὦ βελτίον-α ἤ βελτίω
|
ὦ βελτίον-ε
ὦ βελτίον-ε
|
Περιφραστικά Παραθετικά - Παραθετικά Μετοχών
Τὰ περιφραστικὰ παραθετικὰ σχηματίζονται στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ, ὅπως καὶ στὴ νέα, μὲ τὸ θετικὸ τοῦ ἐπιθέτου καὶ μὲ ὁρισμένο ποσοτικὸ ἐπίρρημα ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι ὁ συγκριτικὸς βαθμὸς σχηματίζεται μὲ τὸ ἐπίρρημα μᾶλλονκαὶ ὁ ὑπερθετικὸς μὲ τὸ ἐπίρρημα μάλιστα ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θετικό:
ἐπιμελῆς, μᾶλλον ἐπιμελής, μάλιστα ἐπιμελής
(πβ. μικρός, πιὸ μικρός, ὁ πιὸ μικρὸς ἤ πολὺ μικρός)
Ὅλα τὰ ἐπίθετα ποὺ σχηματίζουν μονολεκτικὰ παραθετικὰ μποροῦν νὰ σχηματίσουν παράλληλα καὶ περιφραστικὰ παραθετικά.
Σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους μόνο περιφραστικὰ οἱ μετοχὲς καὶ μερικὰ μονοκατάληκτα ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ ὡς οὐσιαστικά.
Σχηματίζουν τὰ παραθετικά τους μόνο περιφραστικὰ οἱ μετοχὲς καὶ μερικὰ μονοκατάληκτα ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ ὡς οὐσιαστικά.
1) μετοχές: δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος΄ συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων΄ ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν.
2) μονοκατάληκτα ἐπίθετα: εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων΄ ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς.
Ἔτσι καὶ τὰ εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ἄ.
Ελλειπτικά Παραθετικά
Σὲ μερικὰ ἐπίθετα λείπει ὁ θετικὸς βαθμὸς ἤ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους βαθμούς. Τὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων αὐτῶν λέγονται ἐλλειπτικὰ παραθετικά.
Τὰ περισσότερα ἐλλειπτικὰ παραθετικὰ παράγονται ἀπὸ ἐπιρρήματα, προθέσεις ἤ μετοχές:
ἄνω, ἀνώ-τερος, ἀνώ-τατος
κάτω, κατώ-τερος, κατώ-τατος
πρό, πρό-τερος, πρῶτος (πρό-ατος)
ὑπέρ, ὑπέρ-τερος, ὑπέρ-τατος
ἐπικρατῶν, ἐπικρατ-έστερος, -
προτιμώμενος, προτιμό-τερος, -
Μερικὰ ἐπίθετα δὲν σχηματίζουν παραθετικά, γιατὶ φανερώνουν ἰδιότητα, ποιότητα ἤ κατάσταση ποὺ δὲν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια ἐπίθετα εἶναι:
1) ὅσα φανερώνουν ὕλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος΄τοπικὴ ἤ χρονικὴ σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος΄ μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος΄καταγωγή, συγγένεια: πατρῷος, μητρικός΄ μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρός κ.ἄ.
2) μερικὰ σύνθετα μὲ α’ συνθετικὸ τὸ στερητικὸ ἀ-:ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ἄ.
3) μερικὰ συνθετικὰ μὲ α’ συνθετικὸ τὸ ἐπίθετο πᾶς ἤ τὴν πρόθεση ὑπέρ (ποὺ ἔχουν μόνα τους ὑπερθετικὴ σημασία): πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος - ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος κ.ἄ.
Επίθετα που δε σχηματίζουν παραθετικά
Μερικά επίθετα
δε σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που
δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι:
1. Όσα
φανερώνουν:
ύλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος
τοπική ή χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος,θερινός,
ημερήσιος
μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος
καταγωγή: πατρῶος
συγγένεια: μητρικός, πατρικός, ὁμομήτριος
μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρός
2. μερικά
σύνθετα με α' συνθετικό το στερητικό -ἀ: ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά.
3. μερικά
σύνθετα με α' συνθετικό το πᾶς ή την πρόθεση
ὑπὲρ: πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος, ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος.
(Τα επίθετα
αυτά έχουν ούτως ή άλλως υπερθετική σημασία)
Παραθετικά Επιρρημάτων
Πολλὰ ἐπιρρήματα τῆς ἀρχαίας ἐπιδέχονται σύγκριση καὶ γι’ αυτὸ σχηματίζουν παραθετικά.
Σχηματίζουν ἔτσι παραθετικὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνική:
1) ἐπιρρήματα σὲ -ως ποὺ παράγονται ἀπὸ ἐπίθετα. Τὰ ἐπιρρήματα αὐτὰ στὸν συγκριτικὸ ἔχουν τύπο ὄμοιο μὲ τὴν ἐνικὴ αἰτιατικὴ τοῦ οὐδέτερου τοῦ συγκριτικοῦ ἐπιθέτου καὶ στὸν ὑπερθετικὸ ἔχουν τύπο ὄμοιο μὲ τὴν πληθυντικὴ αἰτιατικὴ τοῦ οὐδέτερου τοῦ ὑπερθετικοῦ ἐπιθέτου:
(δίκαιος), δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα
(σοφός), σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα
(ἀληθής), ἀληθῶς, ἀληθέστερον, ἀληθέστατα
(σώφρων), σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα
(ἡδύς), ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα
(καλός), καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ἄ.
2) τὰ ἐπιρρήματα
θετικός συγκριτικός υπερθετικός
θετικός συγκριτικός υπερθετικός
εὖ ἄμεινον ἄριστα
βέλτιον βέλτιστα
κρεῖττον κράτιστα
ὀλίγον μεῖον ὀλίγιστα
ἔλαττον ἐλάχιστα
ἧττον ἥκιστα
πολὺ πλέον πλεῖστα (ή πλεῖστον)
μάλα μᾶλλον μάλιστα
3) τὸ ἐπίρρημα μάλα (=πολύ), ποὺ οἱ τρεὶς βαθμοί του εἶναι: θετ. μάλα, συγκρ. μᾶλλον, ὑπερθ. μάλιστα
4) Μερικά
τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω:
θετικός συγκριτικός υπερθετικός
ἄνω ἀνωτέρω ἀνωτάτω
ἄπωθεν (μακριά) ἀπωτέρω ἀπωτάτω
ἐγγὺς (κοντά) ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω
ἐγγύτερον ἐγγύτατα
ἔγγιον ἔγγιστα
ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω
ἔσω (και εἴσω) ἐσωτέρω ἐσωτάτω
κάτω κατωτέρω κατωτάτω
πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω
πέρα περαιτέρω
4. Μερικά χρονικά επιρρήματα με
παραθετικές καταλήξεις (αί)τερον, (αί)τατα
θετικός συγκριτικός υπερθετικός
θετικός συγκριτικός υπερθετικός
πάλαι παλαίτερον παλαίτατα
πρωὶ πρωιαίτερον πρωιαίτατα
πρῳαίτερον πρῳαίτατα
ὀψὲ (αργά) ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα
Περιφραστικά
παραθετικά επιρρημάτων.
Τα
παραθετικά των επιρρημάτων εκφέρονται μερικές φορές περιφραστικά με τα μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό βαθμό του επιρρήματος, π.χ.
θετικός
|
συγκριτικός
|
υπερθετικός
|
σαφῶς
|
μᾶλλον
σαφῶς
|
μάλιστα σαφῶς
|
ἡδέως
|
μᾶλλον ἡδέως
|
μάλιστα ἡδέως
|
Όροι σύγκρισης
Όροι σύγκρισης ονομάζονται δύο ουσιαστικά ή άλλα μέρη του λόγου που
συγκρίνονται μεταξύ τους. Το συγκρινόμενο πρόσωπο ή πράγμα ονομάζεται α’ όρος,
ενώ εκείνο με το οποίο γίνεται σύγκριση ονομάζεται β’ όρος.
Για να έχουμε
σύγκριση πρέπει να υπάρχει επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού ή κάποιο
επίθετο, επίρρημα ή αντωνυμία που να έχει συγκριτική έννοια (π.χ. διπλάσιος, ἐνάντιος, ἀλλότριος, μᾶλλον, πλέον, ἄλλος, ἕτερος)
Η έννοια του
συγκριτικού επιτείνεται με τα μᾶλλον, πολὺ, ἔτι, ὀλίγον.
Ο α’ όρος
σύγκρισης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε
όρος της πρότασης και εκφέρεται ποικιλοτρόπως:
|
π.χ.
α. Ἡ ἀρετὴ σεμνοτέρα τῆς κακίας ἐφαίνετο. (ουσιαστικό σε θέση υποκειμένου) β. Τίνος δ’ ἐκποδὼν γενομένου μᾶλλον ᾔσθησαν οἱ πολέμιοι ἢ Ἀγησιλάου; (αντωνυμία σε θέση αντικειμένου) |
Εκφορά β’ όρου σύγκρισης
Γενική
συγκριτική (όταν ο β’
όρος είναι ουσιαστικό ή άλλη λέξη που επέχει θέση ουσιαστικού)
Π.χ. ἡ ἀρετὴ σεμνότερα τῆς κακίας ἐφαίνετο
ἤ + ομοιόπτωτα με τον
α’ όρο σύγκρισης
Π.χ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖττον ἤ νόμοι πόλει
ἤ + ομοιόπτωτα (εάν ο
α’ όρος σύκρισης δεν είναι ουσιαστικό)
Π.χ. ἐβούλοντο σὺν τοῖς Ἕλλησι μᾶλλον εἶναι ἤ σὺν τοῖς βαρβάροις
ἀντὶ + γενική - παρὰ + αιτιατική - πρὸ + γενική - πρὸς + αιτιατική
Π.χ. μηδὲν περὶ πλείονος ποιοῦ πρὸ τοῦ δικαίου
ἤ ὡς + απαρέμφατο - ἤ ὥστε + απαρέμφατο - ἤ + απαρέμφατο - ἤ κατὰ + αιτιατική
(όταν ο α’ όρος
είναι δυσανάλογα ανώτερος από τον β’)
Π.χ. φοβοῦμαι μὴ τι μεῖζον ἤ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακὸν τῇ πόλει συμβῇ
ἤ + ολόκληρη πρόταση
Π.χ. τὰ ἐκείνων ἔργα μείζω ἐστὶν ἤ ὡς τῷ λόγῳ τις ἄν εἴποι
Παράλειψη του β’ όρου
Ο β’όρος
σύγκρισης μπορεί να παραλειφθεί όταν:
εννοείται
εύκολα από τα συμφραζόμενα
είναι αντίθετος
από το α’ όρο
Μετάφραση β΄όρου
Ο δεύτερος όρος
σύγκρισης μεταφράζεται:
απὸ + αιτιατική
Π.χ. οὐδεὶς ἔσται τῶν ἄλλων βελτίων
(κανείς δεν
είναι καλύτερος από τους άλλους)
παρὰ +ομοιόπτωτα (ουσιαστικό, μετοχή, ρήμα,
επίρρημα, εμπρόθετος προσδιορισμός, πρόταση)
Π.χ. ἐν εἰρήνη οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσιν ἤ ἐν πολέμῳ
(οι πολίτες
σκέφτονται καλύτερα σε περίοδο ειρήνης παρά πολέμου)
Η Γενική συγκριτική
Γενική συγκριτική· δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο συγκρίνεται ένα άλλο όμοιό του, αποτελώντας τον β' όρο της σύγκρισης αυτής.
Με γενική συγκριτική συντάσσονται:
Η Γενική συγκριτική
Γενική συγκριτική· δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο συγκρίνεται ένα άλλο όμοιό του, αποτελώντας τον β' όρο της σύγκρισης αυτής.
Με γενική συγκριτική συντάσσονται:
Επίθετα
συγκριτικού βαθμού ή επίθετα που έχουν συγκριτική σημασία, όπως πρότερος, ὕστερος, διπλάσιος, πολλαπλάσιος κ.τ.ό.:
Πολλῶν γὰρ χρημάτων
κρείττων ὁ παρὰ τοῦ πλήθους ἔπαινος.
Ἀναρχίας δὲ μεῖζον οὐκ ἔστι κακόν.
Πρότερος τοῦ λοχαγοῦ ἐπορεύετο.
Πολλαπλάσια
τούτων ἐποίησε.
Επίθετα
υπερθετικού βαθμού, όταν αυτό που συγκρίνεται δεν αποτελεί μέρος αυτού που
δηλώνει η γενική. Στην αντίθετη περίπτωση η γενική είναι διαιρετική:
Ναυμαχία γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τῶν πρὸ αὑτῆς γεγένηται. [γεν. συγκριτική]
Σαγγάριος
μέγιστός ἐστι τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν. [γεν.
διαιρετική]
Ασκήσεις
Να βρεις τον α' και το β' όρο της σύγκρισης
στις παρακάτω προτάσεις και να μεταφράσεις:
Κῦρος νεώτερος Ἀρταξέρξου ἦν.
Ἐκείνον
πολύ μᾶλλον
ἤ ἐμὲ ἐπαινεῖς.
Τὸ φυλάξαι τἀγαθά χαλεπώτερον τοῦ κτήσασθαι ἐστιν.
Κάλλιον ἐμπεσεῖν εἰς κόρακας ἤ εἰς κόλακας.
Πολλῶν χρημάτων κρείττων ὁ παρὰ τοῦ πλήθους ἔπαινος.
Βούλομαι ὑμᾶς μᾶλλον ἤ ἐμέ ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια.
Μητρός τε καὶ πατρός καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων
τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς.
Ῥᾷόν ἐστι κλαίειν μετά κλαιόντων ἤ χαίρειν μετά χαιρόντων.
Νομίζω γὰρ ἔτι ῥᾷον τὴν κατὰ θάλατταν ἤ τὴν κατὰ γῆν ἀρχὴν παραλαβεῖν ἄν
Ῥᾷόν ἐστι κλαίειν μετά κλαιόντων ἤ χαίρειν μετά χαιρόντων.
Νομίζω γὰρ ἔτι ῥᾷον τὴν κατὰ θάλατταν ἤ τὴν κατὰ γῆν ἀρχὴν παραλαβεῖν ἄν
Τὶ γὰρ ἄν τούτων ἄνιαρότερον γένοιτο;
Οἱ Ἕλληνες τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀτιμίας φοβερωτέρας τοῦ θανάτου ἡγοῦνται
Ζηλῶ μὲν τοὺς παῖδας αὐτῶν. ὅτι εἰσὶ νεὠτεροι ἤ ὥστε εἰδέναι οἵων πατέρων ἐστέρηνται
Μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων
Βουληθέντες χρῆσθαι τούτοις δούλοις μᾶλλον ἤ φίλοις, δίκην ἔδοσαν ὑπ’ αὐτῶν τούτων
Κῦρος νεώτερος Ἀρταξέρξου ἦν.
Ἐκείνον πολύ μᾶλλον ἤ ἐμὲ ἐπαινεῖς.
Τὸ φυλάξαι τἀγαθά χαλεπώτερον τοῦ κτήσασθαι ἐστιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου