Δευτερεύουσες Αναφορικές Προτάσεις
Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις της ΑΕ χωρίζονται συνήθως σε δύο κατηγορίες: Τις "ονοματικές" αφενός, οι οποίες αποκαλούνται και "προσδιοριστικές", "διασαφητικές" ή "επιθετικές", και τις "επιρρηματικές" αφετέρου. Η διάκριση αυτή δεν στηρίζεται σε "εξωτερικά", τυπολογικά κριτήρια, π.χ. διαφορετική έγκλιση στη μια και την άλλη περίπτωση, αλλά σε "εσωτερικά", δηλαδή σε κριτήρια που έχουν σχέση με το περιεχόμενο και το νόημα των εν λόγω προτάσεων.
Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις της ΑΕ χωρίζονται συνήθως σε δύο κατηγορίες: Τις "ονοματικές" αφενός, οι οποίες αποκαλούνται και "προσδιοριστικές", "διασαφητικές" ή "επιθετικές", και τις "επιρρηματικές" αφετέρου. Η διάκριση αυτή δεν στηρίζεται σε "εξωτερικά", τυπολογικά κριτήρια, π.χ. διαφορετική έγκλιση στη μια και την άλλη περίπτωση, αλλά σε "εσωτερικά", δηλαδή σε κριτήρια που έχουν σχέση με το περιεχόμενο και το νόημα των εν λόγω προτάσεων.
•
Έτσι "ονοματικές" ή "προσδιοριστικές" θεωρούνται οι
εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις που συμπληρώνουν την κύρια πρόταση από την
οποίαν εξαρτώνται προσδιορίζοντας και εξειδικεύοντας τον όρο αυτής της
πρότασης, στον οποίον αναφέρονται, με την δήλωση ενός επιπλέον χαρακτηριστικού
που προσιδιάζει στον προσδιοριζόμενο όρο∙ οι εν λόγω αναφορικές προτάσεις
θεωρείται, επίσης, ότι είναι απόλυτα αναγκαίες για τον προσδιορισμό του όρου ή
της έννοιας που αναφέρονται, και με την αναγκαιότητά τους αυτή συνδέεται και η
ονομασία τους (αναφορικές "προσδιοριστικές"):
ΜΕΝ
Μον 225 ἔστιν δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ || υπάρχει το
μάτι της δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.
•
Ως "επιρρηματικές" χαρακτηρίζονται, αντίθετα, οι εξαρτημένες
αναφορικές προτάσεις, οι οποίες, παράλληλα με την αναφορά, διευρύνουν την κύρια
πρόταση ή έναν όρο της εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό τους με νέα
"επιρρηματικά" στοιχεία (χρονικότητα, αιτιότητα, σκοπιμότητα,
υποθετικότητα), τα οποία ωστόσο δεν θεωρούνται αναγκαία για τον προσδιορισμό
της έννοιας στην οποία αναφέρονται, αφού η εν λόγω έννοια μπορεί να δηλωθεί και
χωρίς αυτά:
ΣΤΟΒ
4.52.53 νέος γ' ἀπόλλυθ',
ὅντιν' ἂν φιλῇ ὁ θεός ||
χάνεται νέος αν [ή: όταν] κάποιον τον αγαπάει ο θεός.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο απόλυτος χαρακτήρας της
προηγούμενης διάκρισης, ωστόσο, αμφισβητείται, καθώς η επιρρηματική αναφορική
πρόταση του δεύτερου παραδείγματος δεν φαίνεται να είναι λιγότερο αναγκαία για
την έννοια που αναφέρεται από όσο η προσδιοριστική αναφορική του πρώτου
παραδείγματος σε σχέση με τη δική της έννοια αναφοράς. Για τον λόγο αυτόν οι αναφορικές
προσδιοριστικές προτάσεις μπορούν κατά την άποψη ορισμένων θεωρητικών να
χαρακτηριστούν μόνο "αρνητικά", ως οι προτάσεις εκείνες δηλαδή, οι
οποίες δεν ισοδυναμούν με κανένα από τα είδη των επιρρηματικών αναφορικών
προτάσεων. Η πολλαπλότητα της ορολογίας και των ορισμών είναι ενδείξεις των
δυσχερειών και των προβλημάτων που παρουσιάζει η πραγμάτευση των υπό συζήτηση
προτάσεων. Οι παραδοσιακοί θεωρητικοί της σύνταξης χρησιμοποιούν κατά την
παρουσίαση, ανάλυση και ειδολογική ταξινόμηση των εξαρτημένων αναφορικών
προτάσεων και την αναλογία αναφορικών προτάσεων και επιθέτων.
Oι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις εισάγονται, όπως και στη Ν.Ε.:
Oι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις εισάγονται, όπως και στη Ν.Ε.:
α) Mε αναφορικές αντωνυμίες:
ὃς (ο οποίος, που) ὁποῖος
(όποιας λογής)
ὅστις (όποιος, ο οποίος) ὁπότερος (όποιος
από τους δύο)
ὅσπερ (ο οποίος ακριβώς) ἡλίκος / ὁπηλίκος
(όσο μεγάλος)
ὅσος / ὁπόσος (όσος) ὁποδαπὸς
(από τον τόπο που)
οἷος
(τέτοιος που)
Κῦρος
ἔχων οὓς εἴρηκα
ὡρμᾶτο ἀπὸ
Σάρδεων.
Oὐδέποτε
τὴν μητέρα οὔτ'
εἶπα οὔτ' ἐποίησα
οὐδέν, ἐφ' ᾧ
ᾐσχύνθη. [με εμπρόθετη αναφορική
αντωνυμία]
β) Mε αναφορικά επιρρήματα:
ὅσον / ὅσῳ
(όσο) οἷον
/ οἷα (όπως, όπως ακριβώς)
οὗ
/ ὅπου / ἔνθα / ὅποι (όπου) ὡς / ὅπως
(όπως)
ᾗ/ ὅπῃ
(όπου, όπως) ὥσπερ
/ ᾗπερ / καθάπερ (όπως ακριβώς)
ἔνθεν / ὅθεν / ὁπόθεν
(απ' όπου)
Ἐκκλησίαν ἐποίησαν,
ἔνθα δὴ ὁ
Θρασύβουλος ἔλεξεν.
Σημείωση: Τα ὅς, οὗ, ὅπου, ὅθεν, ὁπόθεν, ἔνθα, ἔνθεν έχουν δεικτική σημασία και εισάγουν κύρια πρόταση, όταν αναφέρονται στα προηγούμενα, βρίσκονται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση21:
Σημείωση: Τα ὅς, οὗ, ὅπου, ὅθεν, ὁπόθεν, ἔνθα, ἔνθεν έχουν δεικτική σημασία και εισάγουν κύρια πρόταση, όταν αναφέρονται στα προηγούμενα, βρίσκονται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση21:
Ὧν εἷς ἐγώ, ταύτην ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον. (Aπ'
αυτούς ένας εγώ, αυτό βρήκα ως ανακούφιση για τον εαυτό μου.)
Παρῄνει μεθορμίσαι
εἰς Σηστόν· οὗ ὄντες
ναυμαχήσετε, ἔφη. (Tους
προέτρεπε να προσορμιστούν στη Σηστό· εκεί αν βρίσκεστε, θα ναυμαχήσετε, είπε.)
Ονοματικές" ή "προσδιοριστικές" ή "διασαφητικές" ή "επιθετικές
"Ονοματικές" ή "προσδιοριστικές" (ή "διασαφητικές" ή "επιθετικές") θεωρούνται εκείνες οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες ισοδυναμούν με ένα επίθετο ή μια μετοχή και προσδιορίζουν ή διασαφηνίζουν ένα ουσιαστικό ή έναν άλλον όρο της κύριας, συνήθως, πρότασης. Ο προσδιορισμός και η διασάφηση αυτή συντελείται, όπως προαναφέρθηκε, ως συμπλήρωση και εξειδίκευση του όρου, στον οποίον αναφέρεται, η αναφορική πρόταση και το περιεχόμενό της.
Eισαγωγή
Oι
αναφορικές ονοματικές προτάσεις εισάγονται με αναφορικές
αντωνυμίες:
Ἀκούετε τοῦ νόμου τῆς φιλανθρωπίας ὃς οὐδὲ τοὺς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῖ.
Ἐβουλόμην ἰσχύειν τοὺς νόμους οὓς ἐνομοθέτησεν ὁ Σόλων.
Ἀκούετε τοῦ νόμου τῆς φιλανθρωπίας ὃς οὐδὲ τοὺς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῖ.
Ἐβουλόμην ἰσχύειν τοὺς νόμους οὓς ἐνομοθέτησεν ὁ Σόλων.
➤ Mερικές φορές η αναφορική αντωνυμία δε βρίσκεται
σε πτώση αιτιατική, όπως απαιτεί η σύνταξη του ρήματος της αναφορικής πρότασης,
αλλά σε γενική ή δοτική, επειδή έλκεται από την πτώση (γενική ή δοτική) της
λέξης την οποία προσδιορίζει. Tο φαινόμενο αυτό ονομάζεται έλξη του αναφορικού22.
Ἐμέμνητο τῶν συμφορῶν ὧν ἔπαθεν. [αντί: τῶν συμφορῶν ἃς ἔπαθεν]
Ἐμέμνητο τῶν συμφορῶν ὧν ἔπαθεν. [αντί: τῶν συμφορῶν ἃς ἔπαθεν]
Eκφορά
Oι
αναφορικές ονοματικές προτάσεις εκφέρονται, ανάλογα με τη σημασία τους και τον
χρόνο του ρήματος εξάρτησης (αρκτικό ή ιστορικό):
α) Όταν
είναι προτάσεις κρίσης (άρνηση οὐ), με
οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και ευκτική του πλάγιου λόγου
(ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου).
β) Όταν
είναι προτάσεις επιθυμίας (άρνηση μή), με υποτακτική,
ευχετική ευκτική, προστακτική και ευκτική του πλάγιου λόγου (ύστερα από ρήμα
εξάρτησης ιστορικού χρόνου).
Συντακτικός ρόλος
Oι
αναφορικές ονοματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E.,
κυρίως ως:
α) Υποκείμενα (Y):
Ὅστις ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικᾶν. [Υ στα πειράσθω και νικᾶν]
Ὅστις ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικᾶν. [Υ στα πειράσθω και νικᾶν]
β) Αντικείμενα (A):
Ὃ σὺ μισεῖς, μὴ ποιήσῃς. [Α στο μὴ ποιήσῃς]
Ὃ σὺ μισεῖς, μὴ ποιήσῃς. [Α στο μὴ ποιήσῃς]
γ) Κατηγορούμενα (K):
Οὗτός ἐστιν ὃς ψεύδεται. [αντί ὁ ψεύστης: Κ στο οὗτος]
Οὗτός ἐστιν ὃς ψεύδεται. [αντί ὁ ψεύστης: Κ στο οὗτος]
δ) Oμοιόπτωτοι προσδιορισμοί (παραθέσεις, επεξηγήσεις,
επιθετικοί προσδιορισμοί):
Ἦν δέ τις Ἀπολλοφάνης, ὃς καὶ Φαρναβάζῳ ἐτύγχανε
ξένος ὤν. [παράθεση στο Ἀπολλοφάνης]
Ὦ Κλέαρχε, ἀπόφηναι γνώμην, ὅ,τι σοι δοκεῖ. [επεξήγηση στο γνώμην]
Tόδ' ἐστὶ τὸ στρατόπεδον ὃ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. [τὸ στρατόπεδον τὸ κατακαυθέν· επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη τὸ στρατόπεδον]
Ὦ Κλέαρχε, ἀπόφηναι γνώμην, ὅ,τι σοι δοκεῖ. [επεξήγηση στο γνώμην]
Tόδ' ἐστὶ τὸ στρατόπεδον ὃ κατεκαύθη ὑπὸ τῶν Συρακοσίων. [τὸ στρατόπεδον τὸ κατακαυθέν· επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη τὸ στρατόπεδον]
ε) Ετερόπτωτοι προσδιορισμοί σε μια από τις
πλάγιες πτώσεις:
Βούλομαι λαβεῖν τι ὧν ἔχεις. [γενική διαιρετική]
"Ονοματικές" είναι και εκείνες οι αναφορικές προτάσεις που ισοδυναμούν με ένα επίθετο (ή μια μετοχή), το οποίο έχει αναπτυχθεί σε μιαν εξαρτημένη αναφορική πρόταση και έχει τη σημασία ενός ουσιαστικού. Οι αναφορικές αυτές προτάσεις ισοδυναμούν, με άλλα λόγια, με ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο ή μετοχή και αποκαλούνται "ουσιαστικοειδείς" αναφορικές προτάσεις (όπως τα επίθετα ή οι μετοχές που χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά αποκαλούνται "ουσιαστικοειδή" ή "ουσιαστικοποιημένα" επίθετα και μετοχές). Αντίστοιχα και η αντωνυμία που εισάγει τέτοιες αναφορικές προτάσεις χαρακτηρίζεται ως "ουσιαστικοειδής", και όχι ως "επιθετική". Στην περίπτωση των υπό συζήτηση προτάσεων ενδέχεται να μην υπάρχει ένα ουσιαστικό, στο οποίο να αναφέρονται και να το προσδιορίζουν, αφού αυτές οι ίδιες είναι ισοδύναμες με ένα τέτοιο όνομα. Εξαιτίας της ισοδυναμίας τους αυτής με ένα όνομα οι εν λόγω προτάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως "ονοματικές" αναφορικές προτάσεις με τη στενότερη έννοια:
Βούλομαι λαβεῖν τι ὧν ἔχεις. [γενική διαιρετική]
"Ονοματικές" είναι και εκείνες οι αναφορικές προτάσεις που ισοδυναμούν με ένα επίθετο (ή μια μετοχή), το οποίο έχει αναπτυχθεί σε μιαν εξαρτημένη αναφορική πρόταση και έχει τη σημασία ενός ουσιαστικού. Οι αναφορικές αυτές προτάσεις ισοδυναμούν, με άλλα λόγια, με ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο ή μετοχή και αποκαλούνται "ουσιαστικοειδείς" αναφορικές προτάσεις (όπως τα επίθετα ή οι μετοχές που χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά αποκαλούνται "ουσιαστικοειδή" ή "ουσιαστικοποιημένα" επίθετα και μετοχές). Αντίστοιχα και η αντωνυμία που εισάγει τέτοιες αναφορικές προτάσεις χαρακτηρίζεται ως "ουσιαστικοειδής", και όχι ως "επιθετική". Στην περίπτωση των υπό συζήτηση προτάσεων ενδέχεται να μην υπάρχει ένα ουσιαστικό, στο οποίο να αναφέρονται και να το προσδιορίζουν, αφού αυτές οι ίδιες είναι ισοδύναμες με ένα τέτοιο όνομα. Εξαιτίας της ισοδυναμίας τους αυτής με ένα όνομα οι εν λόγω προτάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως "ονοματικές" αναφορικές προτάσεις με τη στενότερη έννοια:
ΟΜ Ιλ 7.50 αὐτὸς δὲ προκάλεσσαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος [= Ἀχαιῶν τὸν ἄριστον] || και συ
να προκαλέσεις από τους Αχαιούς όποιον είναι ο πιο γενναίος ["τον πιο
γενναίο από τους Αχαιούς"].
Ουσιαστικοειδής,
και επομένως ονοματική αναφορική πρόταση θεωρείται και εκείνη που δεν
αναφέρεται σε ένα επί μέρους ουσιαστικό αλλά σε μιαν ολόκληρη πρόταση, η οποία
κατόπιν εκλαμβάνεται επίσης ως μία ουσιαστικοειδής έννοια. Μερικές φορές οι
προτάσεις αυτές εισάγονται, κυρίως στον Πλάτωνα, με το τοῦτο ὃ:
ΠΛ
Θεαιτ 172d ᾖ τοῖς μὲν τοῦτο ὃ σὺ εἶπες ἀεὶ πάρεστι, σχολή || επειδή
αυτοί διαθέτουν πάντοτε αυτό που εσύ ανέφερες: ελεύθερο χρόνο.
Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις
Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις
Σύμφωνα
με την αναλογία των εξαρτημένων αναφορικών προτάσεων προς τα επίθετα:
•
Ένα επίθετο δεν χρησιμοποιείται στην ΑΕ μόνο για να προσδιορίσει και να
εξειδικεύσει ένα πράγμα που αντιπροσωπεύεται από το υποκείμενο ή το αντικείμενο
της πρότασης, αλλά συνδέεται συχνά και με μιαν ενέργεια ή δραστηριότητα, με το
ρήμα δηλαδή της πρότασης, δηλώνοντας "επιρρηματικές" σχέσεις, όπως
χρόνο, τόπο, τρόπο κ.λπ. (π.χ. ΘΟΥΚ 1.61.5 κατ' ὀλίγον δὲ προϊόντες τριταῖοι ἀφίκοντο ἐς Γίγωνον καὶ ἐστρατοπεδεύσαντο
|| προχωρώντας αργά έφτασαν την τρίτη ημέρα στο Γίγωνο και στρατοπεύδευσαν
εκεί).
•
Κατά τον ίδιο τρόπο οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις μπορούν να
χρησιμοποιηθούν είτε μόνο για τον προσδιορισμό και την διασάφηση ενός
πράγματος, του υποκειμένου ή του αντικειμένου της κύριας πρότασης, είτε όμως
για να δηλώσουν, σε συνάρτηση με τη ρηματική ενέργεια της κύριας πρότασης, και
επιρρηματικές σχέσεις, και ειδικότερα αιτία, σκοπό, συμπέρασμα ή (προ)υπόθεση.
•
Πιο συγκεκριμένα, μια αναφορική επιρρηματική πρόταση:
(α)
είτε λειτουργεί απλώς όπως ένα τοπικό επίρρημα. Στην περίπτωση αυτή εισάγεται
με ένα αναφορικό επίρρημα (ὅθεν,
ὁπόθεν, ἔνθεν, οἷ, οὗ κλπ.) και
προσδιορίζει ένα ρήμα ή ονοματικό ρηματικό τύπο, δηλώνοντας τόπο.
ΞΕΝ
Ελλ 2.3.55 ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων πράττετε ||
εσείς, οι Ένδεκα, αφού τον πιάσετε και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα
υπόλοιπα.
(β)
είτε προσδιορίζει κάποιον όρο μιας άλλης πρότασης (επομένως, εισάγεται, όπως
και οι αναφορικές ονοματικές, με αναφορική αντωνυμία), ταυτόχρονα όμως εκφράζει
και κάποια επιρρηματική σχέση, όπως αιτία, σκοπό, συμπέρασμα ή (προ)υπόθεση.
Στην τελευταία περίπτωση (τη β) χρησιμοποιείται για τις επιρρηματικές προτάσεις
και ο όρος μεικτές, καθώς οι προτάσεις αυτές εισάγονται ως αναφορικές
ονοματικές αλλά λειτουργούν ως ονοματικές. Οι αναφορικές επιρρηματικές
(μεικτές) προτάσεις διακρίνονται σε: αναφορικές-αιτιολογικές,
αναφορικές-τελικές , αναφορικές-συμπερασματικές και αναφορικές-υποθετικές .
Eισαγωγή
Eισαγωγή
Oι
αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα οὗ, ᾗ, οἷ, ὅθεν, ἔνθεν, ὅπου, ὅποι, ὅπῃ.
Eκφορά
Oι
αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εκφέρονται όπως και οι αναφορικές
ονοματικές.
Συντακτικός ρόλος
Oι
αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο ως επιρρηματικοί
προσδιορισμοί τόπου ή τρόπου:
Kαταλαμβάνει
τὰ κύκλῳ ὄρη τοῦ πεδίου, ὅθεν οἱ ξὺν Φιλώτα ἐπισιτιεῖσθαι ἔμελλον.
Σῴζεσθε ὅπῃ δυνατόν ἐστι. (όπως, με
όποιον τρόπο)
Διακρίνονται σε:
Aναφορικές
αιτιολογικές·
εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού
πάθους,
εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές
αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος,
εκφέρονται όπως οι αιτιολογικές προτάσεις
με οριστική
άρνηση είναι οὔ, εφόσον πρόκειται για εξαρτημένες αποφαντικές
προτάσεις που διατυπώνουν μιαν απόφανση (κρίση) ή έναν ισχυρισμό για κάτι
πραγματικό:
χρησιμοποιούνται ως
επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας:
Τὴν μητέρα ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχεν. [ὅτι τοιούτων
τέκνων ἔτυχεν]
Aναφορικές τελικές·
εξαρτώνται κυρίως από ρήματα κίνησης ή
σκόπιμης ενέργειας,
εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές
αντωνυμίες ὅς, ὅστις,
εκφέρονται με οριστική μέλλοντα και
χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού
άρνηση είναι μη:
άρνηση είναι μη:
Μάρτυρας
πεπόρισται, οἳ μαρτυρήσουσιν
αὐτῷ. [ἵνα οὗτοι
μαρτυρήσωσιν αὐτῷ]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εξαρτημένη αναφορική πρόταση
ενδέχεται σε σπάνιες περιπτώσεις να εκφέρεται με υποτακτική και, μετά από
ιστορικό χρόνο, με ευκτική:
ΟΜ
Οδ 15.458 καὶ τότ' ἄρ' ἄγγελον ἦκαν, ὃς ἀγγείλειε
γυναικί || και τότε έστειλαν έναν αγγελιοφόρο [για] να φέρει το μήνυμα στη
γυναίκα.
Aναφορικές
συμπερασματικές·
εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές
αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος,
Εκφέρονται κατά κανόνα με οριστική,
σπανιότερα με ευκτική και το ἂν ή με
οριστική ενός ιστορικού χρόνου και το ἄν.
Πολύ
συχνή είναι η εκφορά με οριστική μέλλοντα που σημαίνει το δυνατό
Η δυνητική ευκτική
χρησιμοποιείται, όπως και και στις κύριες προτάσεις, όταν το συμπέρασμα που
δηλώνει η εξαρτημένη αναφορική πρόταση παρουσιάζεται ως κάτι που μπορεί να
συμβεί
άρνηση είναι οὐ
άρνηση είναι οὐ
Η οριστική ιστορικού
χρόνου με το ἂν χρησιμοποιείται, επίσης όπως και στις
κύριες προτάσεις, όταν η εξαρτημένη αναφορική πρόταση δηλώνει ένα συμπέρασμα ή
ένα επακόλουθο, το οποίο θα μπορούσε υπό ορισμένους όρους να πραγματοποιηθεί,
αλλά δεν πραγματοποιήθηκε επειδή οι όροι αυτοί δεν εκπληρώθηκαν (πρόκειται
δηλαδή για κάτι "μη πραγματικό"):
χρησιμοποιούνται ως
επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος. Συνήθως των προτάσεων αυτών
προηγούνται οι λέξεις οὕτω(ς), τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος:
Οὐδεὶς ἦν οὕτω φαῦλος, ὃς οὐκ ἂν ἔπραττε ταῦτα. [ὥστε οὗτος οὐκ ἂν ἔπραττε ταῦτα]
Aναφορικές υποθετικές·
εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και
αναφορικά επιρρήματα,
εκφέρονται όπως οι υποθετικές προτάσεις
σχηματίζουν με την κύρια πρόταση
υποθετικούς λόγους όλων των ειδών:
Οὐκ ἂν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἃ μὴ ἠπιστάμεθα. [εἴ τινα μὴ ἠπιστάμεθα: το
αντίθετο του πραγματικού]
Oἱ τύραννοι ἀποκτεινύασι ὃν ἂν βούλωνται. [ἐάν τινα
βούλωνται: αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον]
Η
αναφορική αντωνυμία, με την οποίαν εισάγονται οι υποθετικο-αναφορικές προτάσεις
δεν δηλώνει ένα ορισμένο αντικείμενο, αλλά έχει έναν καθολικό ή γενικό και
αόριστο χαρακτήρα. Το ὃς (ὅστις)
ισοδυναμεί εδώ δηλαδή με το εἴ
τις, το ὃς ἂν (ὅστις ἂν) με το ἐάν τις. Στο αοριστολογικό
χαρακτήρα των εν λόγω αντωνυμιών στις υποθετικο-αναφορικές προτάσεις οφείλεται
και το γεγονός ότι συχνά απουσιάζει από την κύρια πρόταση κάποια λέξη, με την
οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν. Τούτο συμβαίνει προπαντός στην περίπτωση
γενικής ισχύος εκφράσεων ή αποφθεγμάτων.
·
Το πραγματικό (η εξαρτημένη
υποθετικο-αναφορική πρόταση, δηλαδή η υπόθεση εκφέρεται με εἰ και οριστική
οποιουδήποτε χρόνου, η κύρια πρόταση ως απόδοση συνήθως με οριστική, αλλά και
με άλλες εγκλίσεις. Η άρνηση είναι μή):
ΘΟΥΚ
2.90.5 ἄνδρας τε τῶν Ἀθηναίων ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν αὐτῶν || σκότωσαν
τους Αθηναίους όσοι [= εφόσον, αν] δεν τους ξέφυγαν κολυμπώντας.
·
Το μη πραγματικό (η
υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, η απόδοση
στην κύρια πρόταση με δυνητική οριστική. Η άρνηση είναι μή)
ΛΥΣ
12.98 οἱ δὲ παῖδες ὑμῶν, ὅσοι [= εἴ τινες] ἐνθάδε ἦσαν, ὑπὸ τούτων ἂν ὑβρίζοντο || και
τα παιδιά σας, όσα [= αν] θα βρίσκονταν εδώ, θα ατιμάζονταν από αυτούς.
·
Το πιθανό ("απλή
σκέψη του λέγοντος"). Η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με
ευκτική, η απόδοση συνήθως με δυνητική ευκτική, σπανιότερα με οριστική αρχικού
χρόνου, προστακτική ή ισοδύναμο ρηματικό τύπο. Η άρνηση είναι μή)
ΣΟΦ
Αντ 666 ἀλλ' ὃν πόλις στήσειε[= εἴ τινα πόλις
στήσειε], τοῦδε χρὴ κλύειν || όποιον
όμως επιλέξει [= αν όμως ενδεχομένως επιλέξει κάποιον] η πόλη πρέπει να τον
υπακούει κανείς.
·
Το προσδοκώμενο (η
υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική και το ἄν, η απόδοση
με οριστική μέλλοντα ή άλλη έγκλιση με σημασία μέλλοντα. Η άρνηση είναι μή):
ΞΕΝ
ΚΑναβ 1.3.15 τῷ ἀνδρὶ ὃν ἂν [= ἐάν τινα] ἕλησθε πείσομαι
ᾗ δυνατὸν μάλιστα ||
σε εκείνον που θα εκλέξετε [= αν εκλέξετε κάποιον] στρατηγό θα υπακούσω
απόλυτα.
·
Την αόριστη επανάληψη
στο παρόν ή το μέλλον
(η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική και το ἄν, η απόδοση
με οριστική ενεστώτα ή ισοδύναμο ρηματικό τύπο)
·
Την επανάληψη στο
παρελθόν (ηυποθετικο-αναφορική
πρόταση εκφέρεται με ευκτική, η απόδοση με παρατατικό οριστικής ή ισοδύναμο
ρηματικό τύπο)
ΘΟΥΚ
8.66.1 ἐβούλευον δὲ
οὐδὲν ὅτι
[= εἴ τι] μὴ τοῖς
ξυνεστῶσι δοκοίη || δεν συζητούσαν τίποτα που
να μην [= αν δεν] το έχουν εγκρίνει οι συνωμότες.
Αναφορικές παραβολικές (ή
συγκριτικές ή ομοιωματικές ή παρομοιαστικές)
ονομάζονται
οι προτάσεις που εκφράζουν παρομοίωση ή σύγκριση. Πιο συγκεκριμένα, το
περιεχόμενο μιας αναφορικής παραβολικής πρότασης συγκρίνεται ή παρομοιάζεται με
το περιεχόμενο μιας άλλης, της προσδιοριζόμενης. Μέσω αυτής της σύγκρισης
διαπιστώνεται ομοιότητα (ή διαφορά) ανάμεσά τους ως προς το ποσό, το ποιόν
(δηλ. κάποια ιδιότητα) ή τον τρόπο.
Εισάγονται: Οι αναφορικές παραβολικές
προτάσεις εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες ή αναφορικά επιρρήματα. Ενώ οι
υπόλοιπες αναφορικές προτάσεις αναφέρονται και προσδιορίζουν οποιονδήποτε όρο
κάποιας άλλης πρότασης, οι αναφορικές παραβολικές αναφέρονται οπωσδήποτε σε μια
συσχετική δεικτική αντωνυμία ή επίρρημα της προσδιοριζόμενης πρότασης και
συγκρίνονται μ' αυτήν/ό. Οι δεικτικές αυτές αντωνυμίες ή επιρρήματα σχηματίζουν
με τις εισαγωγικές λέξεις των αναφορικών παραβολικών προτάσεων τα λεγόμενα
παραβολικά ζεύγη (γεγονός που βοηθά τόσο στον εντοπισμό μιας αναφορικής
παραβολικής πρότασης όσο και στη διαπίστωση της σχέσεως που εκφράζεται μέσω
αυτής.).
εισάγονται:
α)
Όταν εκφράζουν ποσό, με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅσος, ὁπόσος, ἡλίκος, ὁπηλίκος και τα αναφορικά επιρρήματα ὅσον, ὅσῳ:
Αἴτιον ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία
τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία [αἴτιον ἦν].
β)
Όταν εκφράζουν ποιόν, με τις αναφορικές αντωνυμίες οἷος, ὁποῖος:
Συμβαίνει
τοιοῦτον, οἷον καὶ τὰ νῦν [συμβαίνει].
γ)
Όταν εκφράζουν τρόπο, με τα αναφορικά επιρρήματα ὡς, ὥσπερ, ὅπως, καθάπερ, ᾗπερ, ᾗ, οἷον, οἷα23:
Τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν δίδωσιν Σεύθῃ, ὥσπερ ὑπέσχετο.
Τα πιο εύχρηστα παραβολικά ζεύγη είναι:
• για την έννοια της ποιότητας:
τοιοῦτος - οἷος / ὁποῖος
τοιόσδε - οἷος
• για την έννοια της ποσότητας:
τοσοῦτος - ὅσος/ὁπόσος (και τα αντίστοιχα τοσοῦτον - ὅσον
/ ὅσῳ, τοσοῦτῳ - ὅσῳ)
τόσος / τοσόσδε - ὅσος (και τα αντίστοιχα τόσον - ὅσον / ὅσῳ,
τόσῳ - ὅσῳ)
τηλικοῦτος - ἡλίκος / ὅσος
• για την έννοια του τρόπου:
οὕτω - ὡς / ὥσπερ / οἷον/οἷα
ὧδε - ὡς
ταύτῃ - ᾗ / ᾗπερ
Εκφέρονται:
α) Aπλή οριστική, όταν δηλώνουν το πραγματικό:
α) Aπλή οριστική, όταν δηλώνουν το πραγματικό:
Ἐμὲ ἠγάπα, ὥσπερ καὶ ὑμεῖς τοὺς ὑμετέρους παῖδας ἀγαπᾶτε.
β)
με δυνητική
οριστική, όταν δηλώνουν ότι κάτι ήταν δυνατό ή πιθανό στο παρελθόν υπό
κάποιες προϋποθέσεις, επομένως όταν δηλώνουν το μη πραγματικό.
γ)
με δυνητική
ευκτική, όταν δηλώνουν ότι κάτι είναι δυνατό ή πιθανό στο παρόν ή στο
μέλλον κάτω από κάποιες προϋποθέσεις.
δ)
με υποτακτική
+ ἄν, όταν
δηλώνουν κάτι υποτιθέμενο.
ε)
με ευκτική,
όταν δηλώνουν κάτι υποτιθέμενο (ή απροσδιόριστο) ή από εξάρτηση από ιστορικό
χρόνο (ή έλξη από άλλη ευκτική).
Ὥσπερ οὖν ἐμοὶ ἂν ὠργίζεσθε καὶ ἠξιοῦτε δίκην τὴν μεγίστην ἐπιτιθέναι, οὕτως ἀξιῶ ὑμᾶς πονηροὺς αὐτοὺς νομίζειν.
Ἐξαρχῆς οὖν ὑμῖν, ὅπως ἂν δύνωμαι, διηγήσομαι
τὰ πεπραγμένα.
Tαῦθ' οὕτως, ὥσπερ ἂν φήσαιμεν, ἔχειν συμφέρει.
Συχνά παραλείπεται το ρήμα της αναφορικής παραβολικής πρότασης. Μετά την παράλειψη ρημάτων που δηλώνουν συνήθεια ή επανάληψη (συμβαίνει, γίγνεται, ἐποίησαν, ποιεῖ τις κ.τ.ο.), προέκυψαν και κάποιες στερεότυπες βραχυλογικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
Συχνά παραλείπεται το ρήμα της αναφορικής παραβολικής πρότασης. Μετά την παράλειψη ρημάτων που δηλώνουν συνήθεια ή επανάληψη (συμβαίνει, γίγνεται, ἐποίησαν, ποιεῖ τις κ.τ.ο.), προέκυψαν και κάποιες στερεότυπες βραχυλογικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
ὥσπερ τις καὶ ἄλλος / ὥς τις καὶ ἄλλος (= όσο
κανένας άλλος)
ὡς ἕκαστος / ἑκάτεροι (=ο καθένας/ο
καθένας από τους δυο)
ὡς τὸ πολὺ / ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ / ὡς πάνυ (=ως
επί το πλείστον)
Από
σύμπτυξη των υποθετικών και των αναφορικών παραβολικών προήλθαν στερεότυπες
βραχυλογικές εκφράσεις που λειτουργούν επιρρηματικά εκφράζοντας παρομοίωση:
Πρόκειται για τα ὥσπερ εἰ, ὥσπερ ἄν εἰ, ὥσπερ ἄν, ὡς εἰ, ὡς ἄν εἰ, ὡς ἄν , που συχνά
γράφονται και ως μία λέξη, και συχνά συνοδεύουν μετοχή ή όνομα.
Συντακτικός ρόλος
Oι
αναφορικές παραβολικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E.,
ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί σύγκρισης – παρομοίωσης.
Σημείωση:
Αναφορικές αντωνυμίες ή αναφορικά επιρρήματα+οὖν, δή, δήποτε και εκφράσεις όπως ἔστιν ὃς / ἔστιν ὅστις (κάποιος), οὐκ/οὐδεὶς ἔστιν ὅστις (κανένας), οὐκ/οὐδεὶς ἔστιν ὅστις οὐ (καθένας), ἔστιν οὗ (κάπου), οἷός (τ') εἰμὶ + απαρέμφατο(είμαι ικανός να), οἷόν τ' ἐστὶ + απαρέμφατο (είναι δυνατόν να)
κ.ά. δεν εισάγουν αναφορική πρόταση:
• Κἀγὼ οὐδ' ὁτιοῦν ἀντέλεγον τούτοις. (τίποτα) • Οὐδεὶς ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν ἔδωκεν τρία τάλαντα. • Τὰ μὲν ὄρη οἷόν τ'
ἐστὶ καὶ ἰχνεύειν. [ἰχνεύω: ἰχνηλατώ]
• Κἀγὼ οὐδ' ὁτιοῦν ἀντέλεγον τούτοις. (τίποτα) • Οὐδεὶς ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν ἔδωκεν τρία τάλαντα. • Τὰ μὲν ὄρη οἷόν τ'
ἐστὶ καὶ ἰχνεύειν. [ἰχνεύω: ἰχνηλατώ]
Oμοίως μπορεί να έλκεται ο προσδιοριζόμενος όρος από την πτώση της
αναφορικής αντωνυμίας (αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη):
Tὴν οὐσίαν ἣν κατέλιπε τῷ υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἢ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων. [αντί: ἡ οὐσία ἣν κατέλιπε]
Tὴν οὐσίαν ἣν κατέλιπε τῷ υἱεῖ οὐ πλείονος ἀξία ἐστὶν ἢ τεττάρων καὶ δέκα ταλάντων. [αντί: ἡ οὐσία ἣν κατέλιπε]
Οι εισαγωγικές λέξεις των αναφορικών παραβολικών προτάσεων αναφέρονται σε
αντίστοιχες δεικτικές αντωνυμίες ή επιρρήματα, που τίθενται στον λόγο ή
εννοούνται, σχηματίζοντας παραβολικά ζεύγη, όπως τα: τοιοῦτος - οἷος, τοιοῦτος - ὁποῖος, τοσοῦτος - ὅσος, τόσον - ὅσον, τοσούτῳ - ὅσῳ, οὕτως - ὡς κ.ά.
Να αναγνωρίσετε πλήρως τις ακόλουθες
αναφορικές προτάσεις:
Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τά πάντα ὁρᾷ.
Ἦν τις
Φιλλίδας, ὅς ἐγραμάτευσεν τοῖς πολεμάρχοις.
Οὐ πράττομεν ταῦτα, ἅ μή ἐπιστάμεθα.
Ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποήσῃς .
Δῆλον ἐστιν ὅτι οὐκ ἄν προύλεγεν εἰ μή ἐπίστευεν ἀληθεύσειν.
Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινε τούς
στρατηγούς.
Ὦ Κλέαρχε, ἀπόφηναι
γνώμην, ὅ,τι σοι δοκεῖ.
Διαφθαρεῖται τόν δῆμον, ὅς οὐ μετέχεσχε τῆς ἀποστάσεως.
Οὐδεμία πάρεστιν
ἅς ἥκειν ἐχρῆν.
Ἔλεγεν ὅτι ἀδικοῖεν.
Ἀνεπαύοντο ὅπου ἕκαστος ἐτύγχανεν.
(όπου)
Οἱ ἡγεμόνες τούς Ἕλληνας ἄξουσιν ἔνθεν ἕξουσι τά ἐπιτήδεια.
Οἱ βάρβαροι ἔφευγον ᾗ ἕκαστος ἠδύνατο.
Θαυμαστόν
ποεῖς, ὅς ἡμῖν οὐδέν
δίδως.
Πορεύονται
γάρ αἱ ἀγέλαι, ὅπου ἄν αὐτάς εὐθύνωσιν οἱ νομεῖς.
Τίς
οὕτω μαίνεται, ὅστις οὐ βούλεται
φίλος σοι εἶναι;
Ὅπλα κτῶνται, οἷς ἀμύνονται τούς ἀδικοῦντας.
Πρεσβείαν
πέμψατε, ἥτις ταῦτα ἐρεῖ.
Οὐδείς οὕτως ἀνόητός ἐστιν, ὅστις πόλεμος
πρό εἰρήνης αἱρεῖται.
Τήν
μητέραν ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχον.
Σῴζεσθε ὅπῃ δυνατόν ἐστι. (όπως, με
όποιον τρόπο)
Ἐφάνη
κονιορτός, ὥσπερ νεφέλη
λευκή.
Ἡγήσαντο ταῦτα οὕτω πεπρᾶχθε, ὥσπερ ἄν πραχθῇ.
Ὅσῳ ἡ τῆς πόλεως
δύναμις ἐλάττω γέγονε,
τοσούτῳ ἡ τούτων ηὔξηται.
Σίτῳ τοσούτῳ ἐχρῆτο Σωκράτης, ὅσον ἡδέως ἤσθιε.
Οὕτω ζῶσιν, ὥσπερ ἄν οὐδέ δοῦλος ἐβούλετο ζῆν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου