Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Τα σχήματα Λόγου




Σχετική εικόνα
Τα σχήματα λόγου είναι εκφραστικοί τρόποι που αποκλίνουν από τους συμβατικούς κανόνες της χρήσης του λόγου. Δεν πρόκειται για συντακτικά λάθη (σολοικισμούς), αλλά για συγκεκριμένες εκφραστικές επιλογές που εξυπηρετούν νοηματικές ή αισθητικές επιδιώξεις. Τα σχήματα λόγου σχετίζονται με: α) τη γραμματική συμφωνία των λέξεων· β) τη θέση των λέξεων στην πρόταση· γ) τη σημασία των λέξεων· δ) την πληρότητα του λόγου.


Σχήματα λόγου σχετικά με τη γραμματική συμφωνία των λέξεων
Τα πιο συνηθισμένα σχήματα αυτής της κατηγορίας είναι:



Η αττική σύνταξη 
Η συνεκφοράστην αρχαία ελληνική γλώσσαπληθυντικού υποκειμένου στο ουδέτερο γένος με ρήμα στον ενικό (ταπαιδία παίζει). Η σύνταξη αυτή συναντάται στον Όμηρο και σε αττικιστές (μιμητές της αττικής διαλέκτουτης εποχήςτου Αύγουστου.

Tο βοιώτιο ή πινδαρικό σχήμα 
(σύνηθες στον Πίνδαρο), κατά το οποίο, ενώ το υποκείμενο είναι αρσενικό ή θηλυκό γ΄ προσώπου και πληθυντικού αριθμού, το ρήμα τίθεται στο αντίστοιχο πρόσωπο του ενικού αριθμού:
στι γρ μοιγε κα βωμοί. [Εσ γρ]
Mελιγάρυες
μνοι στέρων ρχ λόγων τέλλεται. [τέλλονται]

Το σχήμα ανακολουθίας ή ανακόλουθο,
κατά το οποίο δεν υπάρχει συντακτική ακολουθία (συμφωνία) των λέξεων –κυρίως μετοχών– με τις προηγούμενες είτε για λόγους συντομίας και συμπύκνωσης των ιδεών είτε για αποτελεσματικότερη αποτύπωση ψυχικών παθών:
Κα ομωγ κ το Πειραις δι τν μακρν τειχν ες στυ δικεν,  τερος τ τέρ παραγγέλλων. [ονομαστική απόλυτη μετοχή (βλ. § 136β, υποσημ. 8) αντί γενικής απόλυτης: το τέρου τ τέρ παραγγέλλοντος]
ξν ατ μισθσαι τν οκον πηλλαγμένος πολλν πραγμάτων. [ατ πηλλαγμέν]

Το σχήμα έλξης ή έλξη,
κατά το οποίο ένας όρος της πρότασης έλκεται, επηρεάζεται συντακτικά από άλλον ισχυρότερο όρο της ίδιας ή άλλης πρότασης, με αποτέλεσμα να συμφωνεί συντακτικά με αυτόν και να μην εκφέρεται όπως οι κανόνες υπαγορεύουν. Συνηθέστερες περιπτώσεις έλξης είναι1:
α) Έλξη του αναφορικού 
β) Έλξη του συνδετικού ρήματος από τον αριθμό του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή το συνδετικό ρήμα συμφωνεί στον αριθμό όχι με το υποκείμενό του, όπως θα έπρεπε, αλλά με το κατηγορούμενο του υποκειμένου:
Τ
χωρίον ννέα δο καλοντο. [καλετο]
γ) Έλξη της έγκλισης δευτερεύουσας πρότασης από την έγκλιση της προηγούμενης, συνήθως κύριας, πρότασης:
ρ’ οκ ν π πν λθοι, ς πσιν νθρώποις φόβον παράσχοι; [παράσχ] (Άραγε δε θα έκανε τα πάντα, προκειμένου να προκαλέσει φόβο σε όλους τους ανθρώπους;)

Το σχήμα καθ’ όλον και μέρος,
 κατά το οποίο ένας όρος της πρότασης που δηλώνει το όλον, αντί να τεθεί σε γενική διαιρετική, τίθεται στην πτώση στην οποία βρίσκεται ο όρος ή οι όροι που δηλώνουν το μέρος του όλου:
Ο στρατηγο βραχέα καστος πελογήσατο. [τν στρατηγν]
Ο
κίαι α μν πολλα πεπτώκεσαν, λίγαι δ περισαν. [τν οκιν]

Το σχήμα κατά το νοούμενο,
κατά το οποίο όροι της πρότασης –σχετικοί μεταξύ τους– συμφωνούν όχι με βάση τον γραμματικό τύπο τους, αλλά με βάση το νόημα. Το σχήμα αυτό συνηθίζεται όταν υπάρχουν στην πρόταση περιληπτικά ονόματα, όπως χλος, πλθος, στρατόπεδον κ.τ.ό., ή αντωνυμίες, όπως καστος, λλος, οδείς, οπότε το ρήμα μπαίνει σε πληθυντικό αριθμό:
Τ μν γρ πλθος κραυγ πολλ πίασιν. [πεισι]
νεπαύοντο, που τύγχανον καστος. [τύγχανε]

Το σχήμα πρόληψης ή πρόληψη,
κατά το οποίο το υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης προλαμβάνεται, τίθεται δηλαδή στην πρόταση που προηγείται, ως αντικείμενο ή προσδιορισμός (κυρίως της αναφοράς):
ρς δ τν φύσιν τν τν πολλν ς διάκειται πρς τς δονάς. [ρς δ ς διάκειται  φύσις  τν πολλν πρς τς δονάς.]
ρθς λέγεις περ σωφροσύνης  στιν. [ρθς λέγεις στιν  σωφροσύνη.]

Το σχήμα σύμφυρσης ή σύμφυρση,
 κατά το οποίο αναμειγνύονται δύο διαφορετικές συντάξεις με τις οποίες είναι δυνατόν να αποδοθεί μια σκέψη ή ένα γεγονός:
λκιβιάδης μετ Μαντιθέου πέδρασαν. [α) λκιβιάδης μετ Μαντιθέου πέδρα. β) λκιβιάδης κα Μαντίθεος πέδρασαν.]
Σε αυτή την κατηγορία των σχημάτων λόγου ανήκει και η υπαλλαγή, κατά την οποία ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενική κτητική δεν τίθεται επίσης σε γενική, ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, αλλά στην πτώση του όρου που προσδιορίζει η γενική κτητική:
θάσιον ονου σταμνίον [θασίου ονου]


Σχήματα λόγου σχετικά με τη θέση των λέξεων στην πρόταση
Η σειρά των λέξεων στην A.E., όπως και στη Ν.Ε., διέπεται από μεγάλη ελευθερία. Συνηθίζεται, ωστόσο, να προηγείται το υποκείμενο με τους προσδιορισμούς του και να έπονται το ρήμα, το αντικείμενο ή/και το κατηγορούμενο, επίσης με τους προσδιορισμούς τους. Συνηθισμένες όμως είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες ένας όρος της πρότασης αλλάζει θέση, μετατίθεται, και τίθεται πρώτος (πρόταξη) ή τελευταίος (επίταξη), επειδή σχετίζεται νοηματικά με τα προηγούμενα ή τα επόμενα, αντίστοιχα, αλλά και για λόγους έμφασης ή ευφωνίας:
Θουκυδίδης θηναος ξυνέγραψε τν πόλεμον τν Πελοποννησίων κα θηναίων.
Τα
τα μν δ Κρος κηκόει. [πρόταξη αντικειμένου]
Ο
δ θηναοι τ στράτευμα οκ κίνησαν. [επίταξη ρήματος]
Πέραν αυτών, παρατηρούνται ιδιαίτερες αποκλίσεις στη διαδοχή των λέξεων, που συνιστούν τα ακόλουθα σχήματα λόγου:

Το ασύνδετο και το πολυσύνδετο σχήμα 
Ασύνδετο σχήμα ονομάζεται η απλή παράθεση στοιχείων (λέξεων, φράσεων, προτάσεων), που βρίσκονται στον λόγο η μία μετά την άλλη, χωρίς κάποια συνδετική λέξη μεταξύ τους. Όταν χρησιμοποιούμε το ασύνδετο σχήμα στον γραπτό λόγο, βάζουμε κόμμα ανάμεσα στις λέξεις ή τις φράσεις που παρατίθενται ασύνδετα.
   Ο συγγραφέας αποσκοπεί στο να δώσει ένταση, έμφαση στον λόγο και ίσως να χρωματίσει συναισθηματικά το κείμενό του.
Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι το ασύνδετο σχήμα συμβάλλει στη ζωντάνια και στην παραστατικότητα ενός κειμένου, ενώ συνάμα πυκνώνει το λόγο.
Προσδίδει στο ύφος και τον τόνο χαρακτήρα λιτό, γοργό, κοφτό
Πολυσύνδετο. Τρεις ή περισσότεροι όμοιοι όροι ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους

Ο κύκλος,
κατά τον οποίο μια πρόταση ή μια περίοδος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη:
Κεκράτηκε ν
ν τς μετέρας φιλίας Φίλιππος, τς πόλεως δ’ ο κεκράτηκε.

Το ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο,
 κατά το οποίο διαδοχικές προτάσεις τελειώνουν με ομοιοκατάληκτες λέξεις:
Ε
γρ ξ σου τ συμφορ κα τν διάνοιαν ξω κα τν λλον βίον διάξω, τί τούτου διοίσω; (σε τι θα
διαφέρω).

Η παρήχηση,
κατά την οποία σε διαδοχικές λέξεις επαναλαμβάνεται ο ίδιος φθόγγος:
Τ
ν δ μητέρα τελευτήσασαν πέπαυμαι τρέφων τρίτον τος τουτί. [παρήχηση του τ]
Tυφλός τά τ’
τα τόν τε νον τά τ’ μματ’ ε.

Η παρονομασία ή ετυμολογικό σχήμα,
κατά το οποίο ομόρριζες λέξεις τίθενται η μία κοντά στην άλλη:
Δύναμαι συνε
ναι δυναμένοις νθρώποις ναλίσκειν.

Το πρωθύστερο,
κατά το οποίο τίθεται στον λόγο πρώτο κάτι που λογικά και χρονικά έπεται:
Λέγω τ
ν ρεχθέως τροφν κα γένεσιν. [γένεσιν κα τροφν]

Το υπερβατό,
κατά το οποίο δύο λέξεις που έχουν μεταξύ τους στενή συντακτική και λογική σχέση χωρίζονται λόγω της παρεμβολής άλλων λέξεων:
Ο
δ’ φοροι διδασκόμενοι π τν μετ τς ν Θήβαις σφαγς κπεπτωκότων, Κλεόμβροτον κπέμπουσι.

Το χιαστό,
κατά το οποίο δύο λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται σε δύο προηγούμενες τίθενται στον λόγο με αντίστροφη σειρά, χιαστί:
Περ πλείονος ποιο δόξαν καλν  πλοτον μέγαν τος παισν καταλιπεν·  μν γρ θνητός, δ’ θάνατος. [περ πλείονος ποιομαι: προτιμώ]
δόξαν
cross
πλοτον
μν θνητς
δ' θάνατος

Σχετική εικόνα
   
Σχήματα λόγου σχετικά με τη σημασία των λέξεων

Πολλές λέξεις της A.E., όπως και της Ν.Ε., έχουν εκτός από την κύρια σημασία τους και άλλες, με αποτέλεσμα να προκύπτουν λεκτικά σχήματα (λεκτικοί τρόποι), όπως:
Η αλληγορία,
 δηλαδή η έκφραση με την οποία άλλα λέει κανείς και άλλα εννοεί στο πλαίσιο μιας τολμηρής μεταφοράς:
Ζυγ
ν μ περβαίνειν. [Μην παραβιάζεις το δίκαιο.]

Η αντίφραση,
κατά την οποία μια λέξη ή φράση αντικαθίσταται από άλλη συναφούς ή αντίθετης σημασίας. Είδη της αντίφρασης είναι:
α) Η ειρωνεία, κατά την οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με διαφορετικό ή αντίθετο νόημα από αυτό που έχει κατά νου, με σκοπό να αποδοκιμάσει, να εμπαίξει ή απλώς να αστειευτεί:
στε μοι δοκε κατήγορος επεν περ τς μς βρεως μ κωμδεν βουλόμενος, σπερ τι καλν ποιν. (σαν να ’κανε κανένα κατόρθωμα)
β) Η λιτότητα, κατά την οποία μια έννοια αποδίδεται με άρνηση και την αντίθετη σημασιολογικά λέξη:
πέθανον τν Θεσσαλν ο πολλοί. [λίγοι]
γ) Ο ευφημισμός, κατά τον οποίο γίνεται χρήση λέξεων ή φράσεων με θετική σημασία, αντί αυτών που έχουν αρνητική, για λόγους που σχετίζονται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες:
τ εώνυμον κέρας (η αριστερή παράταξη) [ε + νομα, αντί: ριστερόν, καθώς οι αρχαίοι απέφευγαν τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή πίστευαν ότι οι κακοί οιωνοί έρχονται από αριστερά]

Η αντονομασία,
κατά την οποία στη θέση ενός ονόματος, κύριου ή προσηγορικού, τίθεται λέξη όπως:
Το πατρωνυμικό αντί του κύριου ονόματος:
Πηλείδης [ χιλλες]
Το παράγωγο αντί του εθνικού ονόματος:
τ
λληνικν [ο λληνες]
Η περίφραση που δηλώνει την καταγωγή ή μια ιδιότητα ενός προσώπου αντί του κύριου ή του εθνικού ονόματος:
 πα Μενοικέως [ Κρέον]

Η μεταφορά, κατά την οποία η κύρια σημασία μιας λέξης ευρύνεται και μεταφέρεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις με τις οποίες έχει κάποια ομοιότητα:
Χαλκο
ς κα δαμαντίνοις τείχεσιν τν χώραν τείχισε. [σχυρος τείχεσιν]

Η μετωνυμία,
κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του:
μηρον δε τος παδας κστηθίζειν. [τ μήρου πη].
Το περιέχον αντί του περιεχομένου, και αντίστροφα:
Ο
τε γρ παρ θεάτρου δε τόν γε ληθ κριτν κρίνειν μανθάνοντα. [παρ τν θεατν]
Το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου, και αντίστροφα:
Νεότης πολλ
ν ν τ Πελοποννήσ[νέοι νδρες]

Η παρομοίωση,
κατά την οποία, για να τονιστεί μια ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, αυτό παραβάλλεται με άλλο που έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό:
ναγκάσθησαν ο ππες σπερ νυκτερίδες πρς τος τείχεσιν προσαραρέναι. (να κολλήσουν) [προσαραρέναι:απρμφ. παρακειμένου του ρ. προσαραρίσκω].

Η συνεκδοχή,
κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή:
Συρακόσιος πολέμιος τ θηναί στί. [ο Συρακόσιοι – τος θηναίοις]
Το μέρος αντί για το σύνολο, και αντίστροφα:
Μάντεις
π πλουσίων θύρας όντες πείθουσιν ς στι παρ σφίσι δύναμις. [οκίας]

Η ύλη αντί για το αντικείμενο που κατασκευάζεται από αυτήν:
θηναοι τν σίδηρον κατέθεντο. [τ πλα]
Αυτό που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται:
Πλ
σον κρατρα μελίσσης. [μέλιτος] (Γέμισε τον κρατήρα με μέλι)

Το σχήμα κατ’ εξοχήν,
κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης περιορίζεται, ώστε αντί πολλών ομοειδών να δηλώνει τελικά ένα μόνο (το κατ’ εξοχήν) από αυτά:
Καλλίξενος κατελθ
ν τε κα ο κ Πειραις ες τ στυ, λιμ πέθανεν. [ες τ στυ → ες τς θήνας]
ποιητς [ μηρος] –  ποιήτρια [ Σαπφ]

Η υπερβολή,
κατά την οποία αυτό που λέγεται ξεπερνά το γνωστό και το αποδεκτό:
πιλίποι δ’ ν μς  πς χρόνος, ε πάσας τς κείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα.

Σχετική εικόνα Σχήματα λόγου σχετικά με την πληρότητα του λόγου

Κατά τη χρήση του λόγου παραλείπονται συχνά λέξεις, επειδή εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα ή από την κοινή πείρα των συνομιλητών. Με την έλλειψη όρων σχετίζεται το σχήμα της βραχυλογίας, είδη της οποίας είναι:

α) Το ζεύγμα,
κατά το οποίο δύο ομοειδείς προσδιορισμοί αποδίδονται στο ίδιο ρήμα, παρ’ ότι λογικά ο ένας από τους δύο ταιριάζει σε άλλο ρήμα, το οποίο εννοείται:
δουσί τε πίονα μλα ονόν τ’ ξαιτον. [πίνουσι] (Τρώνε παχιά αρνιά και [πίνουν] εκλεκτό κρασί.)

β) Το σχήμα από κοινού,
κατά το οποίο λέξη ή φράση που παραλείπεται εννοείται αυτούσια από τα προηγούμενα:
Διαγιγνώσκουσιν
τε δύνανται κα μή. [δύνανται]

γ) Το σχήμα εξ αναλόγου, κατά το οποίο παραλείπεται λέξη, φράση ή ολόκληρη πρόταση που εννοείται αναλογικά προς τα προηγούμενα ή τα επόμενα, τροποποιημένη όμως σύμφωνα με τις ανάγκες του λόγου:
— Τ
σμα λέγεις; — Να[τ σμα λέγω]

δ) Το σχήμα εξ αντιθέτου,
κατά το οποίο εννοείται από τα προηγούμενα κάτι αντίθετο ή διαφορετικό:
Καί μου μηδε
ς θαυμάσ τν περβολήν, λλ [πς τιςμετ’ ενοίας λέγω θεωρησάτω.

ε) Το σχήμα του Πλεονασμού
Με την πληρότητα του λόγου σχετίζεται και το σχήμα του πλεονασμού, κατά το οποίο ένα νόημα ή μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται. Πλεονασμό αποτελούν2:
α) Η περίφραση, δηλαδή η απόδοση μιας έννοιας με περισσότερες από μία λέξεις:
π τος ππους ναβαίνω. [ππεύω]
β) Το σχήμα εκ παραλλήλου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται συγχρόνως και θετικά και αρνητικά:
Φησ
γρ κα τ σώματι δύνασθαι κα οκ εναι τν δυνάτων.
γ) Το σχήμα «
ν δι δυον», κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τους συνδέσμους κα ή τ - καί, ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη:
τι δ κα συλλέγεσθαί φησιν νθρώπους ς μ πονηρος κα πολλούς. [πολλούς πονηρούς ανθρώπους]

α) Έλξη του κατηγορουμένου είτε από το αντικείμενο του ρήματος σε γενική ή δοτική είτε από τη δοτική προσωπική (σε περίπτωση απρόσωπης σύνταξης):
Ο
πρέσβεις Κύρου δέοντο ς προθυμοτάτου πρς πόλεμον γενέσθαι. [ς προθυμότατον γενέσθαι]
Ο
δν μποδν ατος στι κυρίοις τν γαθν εναι. [κυρίους εναι]

β) Έλξη του υποκειμένου ή του αντικειμένου, όταν αυτό είναι αντωνυμία, από το γένος του κατηγορουμένου, στην περίπτωση που αυτό είναι ουσιαστικό:
Ταύτην 
μαυτ ῥᾳστώνην ξηρον. [τοτο] (Aυτό βρήκα ως ανακούφιση για τον εαυτό μου.)

α) Η αναστροφή, κατά την οποία μια πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη με την οποία τελειώνει η προηγούμενή της:
Παρ'
ρυθραίων χρήματα λαμβάνουσιν. Λαμβάνουσι δ' ο μν χοντες μίαν δύο νας λάττονα.
β) Η επαναφορά, η επανάληψη δηλαδή της ίδιας λέξης στην αρχή διαδοχικών προτάσεων για έμφαση:
Ο
τός στιν σώφρων κα οτος  νδρεος.
γ) Η επιφορά, κατά την οποία διαδοχικές προτάσεις ή περίοδοι τελειώνουν με την ίδια λέξη ή φράση:
στις ν τ πρώτ λόγ τν ψφον ατε, ρκον ατε, νόμον ατε, δημοκρατίαν ατε.
δ) Η συμπλοκή, συνδυασμός επαναφοράς και επιφοράς:
π σαυτν καλες, π τος νόμους καλες, π τν δημοκρατίαν καλες.

Σχετική εικόνα  
Η Έλξη του Αναφορικού
 Η έλξη του αναφορικού παρουσιάζεται υπό δύο μορφές: ως προς την πτώση και ως προς τη θέση. Η έλξη του αναφορικού ως προς την πτώση εμφανίζεται με τη σειρά της επίσης σε δύο μορφές, αφενός σε μια "κανονική", που είναι η κύρια και η συχνότερη, και σε μια "αντίστροφη", που είναι σπανιότερη.

Το φαινόμενο της κανονικής "έλξης του αναφορικού" ως προς την πτώση πρωτοπαρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο, και μάλιστα σε δύο τύπους:

• Ο πρώτος περιλαμβάνει αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με το οος και δεν έχουν ρήμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναφορική αντωνυμία δεν εκφέρεται στον τύπο που απαιτεί η "εσωτερική" σύνταξη της εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, αλλά στην πτώση της λέξης της κύριας πρότασης, στην οποία αναφέρεται και την οποία προσδιορίζει, π.χ.:
ΟΜ Ιλ 1.262-263 ο γάρ πω τοίους δον νέρας οδ δωμαι, οον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε || γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα τέτοιους άνδρες ούτε πρόκειται να δω, όπως τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα.

Εδώ το οος"έλκεται" ως προς την πτώση από το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται (νέρας) και εξομοιώνεται προς αυτό, έτσι ώστε αντί οος Πειρίθοός τε Δρύας τε σαν εμφανίζεται το οον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε. Η εξομοίωση οφείλεται εδώ στην απουσία του ρήματος, το οποίο αν υπήρχε θα προέβαλε, κατά κάποιον τρόπο, αντίσταση στην "έλξη" εκ μέρους του νέρας. Το ρήμα όμως λείπει, και αντί των ονομαστικών οος Πειρίθοός τε Δρύας τε που δεν υποστηρίζονται από κανένα ρήμα χρησιμοποιείται, υπό την πίεση του νέρας, η αιτιατική.

• Ο δεύτερος τύπος της έλξης του αναφορικού στον Όμηρο είναι ο κύριος και ο πιο συχνός στην μεθομηρική ΑΕ:
ΟΜ Ιλ 5.265-268 τς […] γενες, ς Τρω περ ερύοπα Ζες δχ' υος ποινν Γανυμήδεος, […] τς γενες κλεψεν ναξ νδρν γχίσης απ' τη γενιά κρατούν, την οποία χάρισε ο Δίας που βλέπει μακριά στον Τρώα, αντάλλαγμα για τον γιο του Γανυμήδη, απ' αυτή τη γενιά τα έκλεψε ο αρχηγός των ανδρών Αγχίσης.

Στο χωρίο αυτό, που θεωρείται το αρχαιότερο ―και το μόνο ομηρικό― παράδειγμα έλξης του αναφορικού στην ΑΕ, η εξαρτημένη αναφορική πρόταση εκφέρεται σε γενική, επειδή περιβάλλεται από τη διπλή γενική γενες, στην οποίαν και αναφέρεται το ς.

   Δύο κυρίως είναι οι συνθήκες, οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να εμφανιστεί το υπό συζήτηση φαινόμενο:

• Σε έλξη υπόκειται, πρώτον, συνήθως εκείνη η αναφορική αντωνυμία που υπό κανονικές συνθήκες θα εκφερόταν σε αιτιατική. Η πτώση αυτή παρουσιάζεται ως η πιο ευάλωτη στην έλξη επειδή είναι, σε σύγκριση με τις άλλες, η πιο γενική ως προς τη σημασία της και εκφράζει την πιο αόριστη σχέση. Με την έλξη η αιτιατική μετατρέπεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, δηλαδή σε γενική ή δοτική, ποτέ όμως σε ονομαστική.

• Για να συμβεί η έλξη πρέπει, δεύτερον, η κύρια πρόταση να απαιτεί ως συμπλήρωμά της την εξαρτημένη αναφορική πρόταση, η σχέση μεταξύ των δύο να είναι δηλαδή πολύ στενή και εσωτερική, έτσι ώστε να τείνουν να σχηματίσουν μία ενιαία έννοια∙ κατά κανόνα η εξαρτημένη αναφορική πρόταση που υπόκειται σε έλξη έχει τον χαρακτήρα επιθετικού προσδιορισμού, ο οποίος "ενσωματώνεται", κατά κάποιον τρόπο, στην έννοια του ουσιαστικού που προσδιορίζει.

Παραδείγματα:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.3 πως ον σεσθε νδρες ξιοι τς λευθερας ς κκτησθε [= τς κεκτημένης λευθερίας] || κοιτάξτε να φανείτε άξιοι της ελευθερίας που έχετε κτήμα σας.

ΙΣΟΚΡ 4.113 ατο πλείους ν τρισ μησν κρίτους ποκτείναντες ν πόλις π τς ρχς πάσης κρινεν || αυτοί που σε διάστημα τριών μηνών σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από όσους δίκασε η πολιτεία μας σε όλο το διάστημα που ασκούσε την εξουσία.

    Σπανιότερα είναι τα παραδείγματα με έλξη, στα οποία η σχέση της αναφορικής αντωνυμίας με τον όρο που προσδιορίζει δεν εμφανίζεται τόσο στενή. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αξιοσημείωτο και επειδή πρόκειται για έλξη του εκφερόμενου σε αιτιατική υποκείμενου του απαρεμφάτου (ενώ συνήθως έλκεται το αντικείμενο του ρήματος της αναφορικής πρότασης):

ΛΥΣ 12.27 τνα γρ εκς ν ττον τατα πηρετσαι τν ντειπντα ος κενοι βολοντο πραχθναι; [αντί: τούτοις, βούλοντο πραχθναι] ποιος ήταν λιγότερο πιθανό να εκτελέσει τις εντολές παρά εκείνος που πρόβαλε αντιρρήσεις σε εκείνα τα οποία σχεδίαζαν να κάνουν οι Τριάντα;

     Έλξη του αναφορικού εμφανίζεται και σε ελλειπτικές προτάσεις:

ΣΟΦ Φιλ 1227 πραξας ργον ποον ν ο σοι πρπον; [αντί: τούτων, ο σοι πρξαι πρέπον ή: κείνων πρξαι οκ ν σοι πρέπον] || ποια πράξη έκανες που δεν σου ταίριαζε να κάνεις;

  Έλξη συμβαίνει ακόμη και όταν στην κύρια πρόταση υπάρχει, αντί ουσιαστικού, μια δεικτική αντωνυμία, η οποία, ωστόσο, όταν δεν δηλώνει έμφαση αποσιωπάται:

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.45 παιν σε φ' ος λέγεις τε κα πράττεις [αντί: π τούτοις, λέγεις] || σε επαινώ γι' αυτά που λές και πράττεις.

   Αρκετές φορές εμφανίζεται η έλξη και σε αντωνυμίες που συνοδεύονται από πρόθεση, η οποία επαναλαμβάνεται στην εξαρτημένη πρόταση:

ΘΟΥΚ 3.64.2 κα νν ξιοτε, φ' ν δι' τέρους γένεσθε γαθοί, π τούτων φελεσθαι || και τώρα έχετε την απαίτηση να επωφεληθείτε από εκείνα τα κατορθώματα τα οποία κάνατε για χάρη των γειτόνων σας.

     Σε αρκετές περιπτώσεις, μολονότι η εξαρτημένη αναφορική πρόταση ισοδυναμεί με έναν επιθετικό προσδιορισμό, βρίσκεται δηλαδή σε στενή σχέση με τη λέξη στην οποία αποδίδεται, δεν υπάρχει έλξη, π.χ.:

ΕΥΡ Ορ 1078-1079 γάμων δ τς μν δυσπότμου τσδ' σφάλης, ν σοι κατηγγύησ' ταιρίαν σέβων || δεν κατάφερες να παντρευτείς τη δύστυχη την αδελφή μου, που στην υποσχέθηκα εκτιμώντας τη φιλία σου.

    Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έλξη υφίστανται και η ονομαστική και η γενική της αναφορικής αντωνυμίας:

ΠΛ Πρωτ 361e περ σο πρς πολλος δ ερηκα τι ν ντυγχνω πολ μλιστα γαμαι σ [αντί: τούτων ος ντυγχάνω] || το έχω πει ήδη σε πολλούς ότι σε θαυμάζω πολύ περισσότερο από όλους όσους συναντώ.

ΑΙΣΧΙΝ 2.117 παρ' ν βοηθες οκ πολήψ χάριν [αντί: παρ τούτων, ος] από αυτούς που βοηθάς δεν πρόκειται να δεχτείς ευγνωμοσύνη.

   Σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φαινόμενο της έλξης παρουσιάζεται, εκτός από τους πτωτικούς τύπους των αναφορικών αντωνυμιών, και σε εκείνα τα αναφορικά επιρρήματα που συγγενεύουν ως προς τη σημασία τους με τις πτώσεις:

ΣΟΦ Τρ 701-702 κδ γς θεν προύκειτ' ναζέουσι θρομβώδεις φροί [αντί: ο ή που] || από τη γη όπου κείτονταν, αναδύονται θρόμβοι αφρού.

Το θεν (= "από όπου") χρησιμοποιείται εδώ επειδή έλκεται από το κ γς και την κατεύθυνση της κίνησης που προδιαγράφει αυτή η έκφραση. Πρβ. επίσης:

  Σε μιαν ιδιότυπη έλξη υπόκειται η αναφορική αντωνυμία οος (καθώς και οι σος, λίκος, ποιοστισον, πόσος, δή, στις, στις δή, στισον, ποιοσον, πότερος, ποτεροσον). Η έλξη αυτή παρουσιάζεται όταν στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση αποσιωπάται το ρήμα, καθώς τότε τα προαναφερθέντα αναφορικά παρατίθενται δίπλα στο υποκείμενο της πρότασης και εκφέρονται στην πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζουν. π.χ.:

ΘΟΥΚ 7.21.3 κα πρς νδρας τολμηρος, οους κα θηναους, τος ντιτολμντας χαλεπωττους ν [ατος] φανεσθαι [αντί: οοι θηναοι εσιν] || και σε άντρες τολμηρούς, όπως είναι οι Αθηναίοι, όσοι τολμούσαν να αντιπαραταχθούν θα τους φαίνονταν πολύ επίφοβοι.

Οι περιπτώσεις όπου δεν συμβαίνει αυτή η έλξη και η πρόταση εμφανίζεται πλήρης είναι σπάνιες, π. χ:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.45 ε οδ' τι σμενος ν πρς νδρα οος σ ε παλλαγείη || ξέρω καλά ότι με ευχαρίστηση θα τον εγκαταλείψει και θα έρθει σε έναν άνδρα σαν εσένα.

    Στην πρώτη και κύρια, στην "κανονική" δηλαδή μορφή έλξης, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως, η αναφορική αντωνυμία εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς τη λέξη που προσδιορίζει. Κατά τη λεγόμενη "αντίστροφη έλξη" συμβαίνει, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, το αντίθετο: η λέξη που προσδιορίζεται από αυτήν εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς την αναφορική αντωνυμία.

   Η δεύτερη αυτή μορφή έλξης δεν είναι τόσο συχνή όσο η πρώτη και όρος για να συμβεί είναι το εξής: Η αναφορική πρόταση ακολουθεί ύστερα από την εκφορά ενός μόνο τμήματος της ανολοκλήρωτης ακόμη κύριας πρότασης, από το οποίο δεν προδιαγράφονται τα συντακτικά συμφραζόμενα στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί. Η προσωρινή αυτή συντακτική απροσδιοριστία του τμήματος εκείνου της κύριας πρότασης, το οποίο προηγείται της παρεμβαλλόμενης εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, προκαλεί την εξομοίωση του όρου της κύριας πρότασης προς την αναφορική αντωνυμία.

    Η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται συνήθως στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το ουσιαστικό της κύριας πρότασης που έλκεται από το αναφορικό θα εκφερόταν, αν δεν υπήρχε έλξη, σε ονομαστική ή αιτιατική. Και αυτή η μορφή έλξης παρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο:

ΣΟΦ ΟΤ 449-451 τ
ν νδρα τοτον, ν πάλαι ζητες πειλν κνακηρύσσων φόνον τν Λαειον, οτός στιν νθάδε [αντί: νήρ] || αυτός ο άνθρωπος που τον αναζητάς από καιρό και τον απειλείς διαλαλώντας τον φόνο του Λαου ― αυτός λοιπόν είναι εδώ.


    Πολύ συνηθισμένη είναι η αντίστροφη έλξη στην περίπτωση του οδες στις (σπάνια ς) ο όταν παραλείπεται το στί:

ΠΛ Πρωτ 317c οδενς του ο πάντων ν μν καθ' λικίαν πατρ εην δεν υπάρχει κανένας ανάμεσά σας, του οποίου δεν θα μπορούσα να ήμουν πατέρας.

Εδώ ανήκουν και οι φράσεις θαυμαστς σος, θαυμαστο σου, θαυμασίως ς κ.λπ. αντί του θαυμαστόν στιν, σος, σου, θαυμάσιόν στιν, ς κ.λπ.:

ΠΛ Πολ 331a ε ον λγει θαυμαστς ς σφδρα [αντί: θαυμαστόν στι, ς] καλά τα λέει, με πολύ αξιοθαύμαστο τρόπο.

   Σε μεμονωμένες περιπτώσεις η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται και σε συνάρτηση με τοπικά επιρρήματα, π.χ.:

ΣΟΦ ΟΚ 1224-1227 μ φναι τν παντα νικ λόγον∙ τ δ' πε φαν, βναι κεσ' πόθεν περ κει πολ δεύτερον ς τάχιστα || το καλύτερο από όλα είναι να μην γεννηθεί κανείς∙ αλλά αφού γεννηθεί, δεύτερο καλό είναι να πάει το γρηγορότερο εκεί, από όπου ήρθε.

Το κεθεν τίθεται στην προηγούμενη πρόταση διότι έλκεται από το θεν∙ κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει εδώ το κεσε αφού προηγείται ένα ρήμα (βναι), το οποίο απαιτεί μιαν έκφραση που να απαντά στο ερώτημα "προς τα που;". Άλλο παράδειγμα:

   Η θέση του αναφορικού ("έλξη του αναφορικού ως προς τη θέση", "μετάθεση" ή "μετατόπιση"): Εκτός από την προηγούμενη, "πτωτική έλξη", στην ΑΕ απαντάται και το φαινόμενο της "έλξης του αναφορικού ως προς τη θέση" του. Συχνά, δηλαδή, παρατηρείται, λ.χ., η μετατόπιση ή μετάθεση του συσχετικού με την αναφορική αντωνυμία ουσιαστικού από την κύρια στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση. Αυτή η μορφή έλξης είναι ένα ακόμη μέσο για να δηλωθεί η στενή σχέση της αναφορικής με την κύρια πρόταση ή με έναν όρο της τελευταίας. Ενώ όμως μέσω της "πτωτικής" έλξης η σχέση αυτή παρουσιάζεται ως "συνένωση" και "συγχώνευση" της αναφορικής και της κύριας πρότασης σε μία έννοια, με τον υπό συζήτηση τύπο έλξης αναφορική και κύρια πρόταση συμπλέκονται υπό τη μορφή του αναγκαίου καθορισμού της μιας από την άλλη.

Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις αντιστοιχούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα επίθετα, τα οποία ως επιθετικοί προσδιορισμοί πολύ συχνά ακολουθούν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως π.χ.:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.9 στι μοι θυγάτηρ παρθένος γαπητ γάμου δη ραία || έχω κόρη παρθένα μονάκριβη σε ηλικία γάμου.

Λογικά η θέση της αναφορικής πρότασης είναι, όπως και του επιθετικού προσδιορισμού, μετά το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται και το οποίο προσδιορίζει. Η εξαρτημένη πρόταση έχει στην περίπτωση αυτήν τη σημασία και τη λειτουργία ενός επιθέτου, π.χ.:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.1.2 Κρον μεταπέμπεται π τς ρχς, ς ατν σατράπην ποίησε τον Κύρο έστειλε [ο Δαρείος ανθρώπους] και τον προσκάλεσε από την επαρχία, στην οποία τον είχε διορίσει σατράπη.

Όπως όμως μπορεί να συμβαίνει και στο συνημμένο με ένα ουσιαστικό επίθετο, έτσι και στη σχέση κύριας και εξαρτημένης αναφορικής πρότασης ενδέχεται να υπάρξει ανακατανομή του βάρους και της έμφασης, έτσι ώστε φορέας της "ουσιαστικής" σημασίας να είναι η εξαρτημένη αναφορική και όχι η κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή αντιστρέφονται οι λειτουργίες: η δευτερεύουσα αναφορική πρόταση λειτουργεί ως "ουσιαστικό" και η κύρια επιθετικά, ως "επίθετο". Την αντιστροφή αυτήν η ΑΕ την δηλώνει "μεταθέτοντας" ή "μετατοπίζοντας" το ουσιαστικό της κύριας πρότασης, στο οποίο αναφέρεται η αναφορική, σε αυτήν την τελευταία και υποτάσσοντάς το στη σύνταξη του ρήματος της εξαρτημένης πρότασης. Το ουσιαστικό παραμένει κατά την "μετάθεση" ή "μετατόπιση" αυτή, όπως αποκαλείται το υπό συζήτηση φαινόμενο, χωρίς άρθρο. Παραδείγματα:

ΣΟΦ Αντ 1156-1157 οκ σθ' ποον στντ' ν νθρπου βον οτ' ανσαιμ' ν οτε μεμψαμην ποτ [αντί: οκ στιν τοιοτος νθρώπου βίος, ποον κ.λπ.] || δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ζωή, όποια και αν είναι η κατάστασή της, που θα μπορούσα να την εξυμνήσω ή να την επικρίνω.

     Όταν το ουσιαστικό της κύριας πρότασης συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό ή έναν προσδιορισμό σε γενική, τότε υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα "μετατόπισης", από τα οποία προκύπτει ότι η λέξη και η έννοια που είναι φορέας της έμφασης ενσωματώνεται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:

(α) Το ουσιαστικό μετατοπίζεται μαζί με το επίθετο στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση, ενώ η δεικτική αντωνυμία παραμένει στην κύρια:

ΔΗΜ 52.12 ν γ θελον τοτ τατην τις εη μεγστη πστις δοναι για τα οποία προσφέρθηκα να ορκιστώ στον ενάγοντα με εκείνον που είναι ο πιο βαρύς όρκος.

(β) Το ουσιαστικό παραμένει στην κύρια πρόταση, ενώ στην αναφορική πρόταση μετατίθεται μόνο το επίθετο ή η επιθετική αντωνυμία:

ΘΟΥΚ 2.45.1 παισδ' α σοι τνδε πρεστε δελφος ρ μγαν τν γνα || για τα παιδιά όμως και τα νεώτερα αδέρφια όσων παρευρίσκεστε εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα.

(γ) Το επίθετο (ή η μετοχή) διατηρείται στη κύρια πρόταση και στην αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μόνο το ουσιαστικό:

ΕΥΡ Ελ 306-307 λένη, τν λθόνθ', στις στν ξένος, μ πάντ' ληθ δοξάσς ερηκέναι [αντί: τν λθόντα ξένον, στις στί κ.λπ.] || Ελένη, όποιος και αν είναι ο ξένος που ήρθε, μη τα θεωρήσεις αληθινά όλα όσα είπε.

(δ) Εάν το ουσιαστικό συνοδεύεται από περισσότερα του ενός επίθετα, ενδέχεται το ένα από αυτά να παραμένει μαζί με το ουσιαστικό στην κύρια πρόταση, ενώ τα άλλα μετατοπίζονται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:

ΟΜ Ιλ 2.763-764 πποι μν μέγ' ρισται σαν Φηρητιάδαο, τς Εμηλος λαυνε ποδώκεας ρνιθας ς || καλύτερα με διαφορά αναδείχτηκαν τα άλογα του Φέρητα που τα οδηγούσε ο Εύμηλος, γοργόποδα σαν πουλιά.

    Η παράθεση στο ουσιαστικό, στο οποίο αναφέρεται η εξαρτημένη αναφορική πρόταση, έλκεται ενίοτε από αυτήν την τελευταία όταν πρόκειται να καταλάβει εδώ μια πιο κατάλληλη και πιο εμφαντική θέση:

ΟΜ Οδ 1.68-70 Ποσειδάων γαιήοχος σκελς αἰὲν Κύκλωπος κεχόλωται, ν φθαλμο [δυσσεύς] λάωσεν, ντίθεον Πολύφημον || ο Ποσειδώνας που σείει τη γη είναι διαρκώς και αγύριστα οργισμένος εξαιτίας του Κύκλωπα, τον οποίον ο Οδυσσέας τύφλωσε στο μάτι, τον ισόθεο Πολύφημο.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
  Συχνά ένα ―κατά κανόνα έναρθρο― ουσιαστικό ενσωματώνεται, ομοιόπτωτο με την αναφορική αντωνυμία, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ως επεξήγηση της έννοιας που περιγράφεται με την ίδια αυτή πρόταση:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.26 τέλος δ κα ν εχε στολν τν Μηδικν κδύντα δοναί τινι || και τέλος ότι έδωσε σε κάποιον, αφού το έβγαλε, και το φόρεμα που είχε το Μηδικό.

     Ως ένας είδος έλξης μπορεί να χαρακτηριστεί και το φαινόμενο του "εγκιβωτισμού" στην εξαρτημένη αναφορική πρότασης μιας άλλης, υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρόταση: Όταν, δηλαδή, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μια άλλη, υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση (ή μια μετοχή που υποκαθιστά μια τέτοια δευτερεύουσα πρόταση), τότε οι δύο εξαρτημένες προτάσεις συνδέονται με τον ακόλουθο τρόπο: Η αναφορική αντωνυμία δεν ακολουθεί τη σύνταξη της αναφορικής πρότασης, αλλά "έλκεται" και εναρμονίζεται συντακτικά με την υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση, η οποία έτσι "εγκιβωτίζεται" στην πρώτη. Κατά τη διεργασία τούτη η αναφορική αντωνυμία της αναφορικής πρότασης λαμβάνει τη μορφή εκείνη που θα είχε η δεικτική ή προσωπική αντωνυμία της υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρότασης, η οποία δεικτική ή προσωπική αντωνυμία όμως τώρα εκπίπτει επιφέροντας τον "εγκιβωτισμό" αυτής της τελευταίας πρότασης στην αναφορική:

ΘΟΥΚ 6.11.1 νόητον δ' π τοιούτους έναι ν κρατήσας μ κατασχήσει τις [αντί: ος, πειδν ατν κρατήσ, μ κατασχήσει τις] || είναι όμως άτοπο νε επιτεθεί κανείς σε τόσους πολλούς, τους οποίους όταν τους νικήσει δεν θα μπορέσει να τους κρατήσει υποταγμένους.

ΤA ΣXHMATA ΛOΓOY ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛOΓOΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ:
Τη γραμματική συμφωνία των λέξεωνΤη θέση των λέξεων στην πρότασηΤη σημασία των λέξεωνΤην πληρότητα του λόγου
  1. Αττική σύνταξη
  2. Bοιώτιο ή πινδαρικό
  3. Ανακόλουθο
  4. Έλξη
    • Αναφορικού
    • Συνδετικού ρήματος
    • Έγκλισης δευτερεύουσας πρότασης
  5. Καθ' όλον και μέρος
  6. Κατά το νοούμενο
  7. Πρόληψη
  8. Σύμφυρση
  9. Yπαλλαγή
  1. Ασύνδετο
  2. Πολυσύνδετο
  3. Κύκλος
  4. Ομοιοτέλευτο
  5. Παρήχηση
  6. Παρονομασία
  7. Πρωθύστερο
  8. Υπερβατό
  9. Χιαστό
  1. Αλληγορία
  2. Αντίφραση
    • Ειρωνεία
    • Λιτότητα
    • Ευφημισμός
  3. Αντονομασία
  4. Μεταφορά
  5. Μετωνυμία
  6. Παρομοίωση
  7. Συνεκδοχή
  8. Κατ' εξοχήν
  9. Υπερβολή
  1. Βραχυλογία
    • Ζεύγμα
    • Από κοινού
    • Εξ αναλόγου
    • Εξ αντιθέτου
  2. Πλεονασμός
    • Περίφραση
    • Εκ παραλλήλου
    • «Ἒν διὰ δυοῖν»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

INDIA (BHARAT) - NEPAL 2024

Δημοκρατία της Ινδίας ινδικά: Bhārat Ganarājya ) είναι χώρα στη Νότια Ασία. Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία του Νεπάλ είναι μια μεσόγεια ασι...