Τα σχήματα λόγου είναι εκφραστικοί τρόποι που αποκλίνουν από τους συμβατικούς κανόνες της χρήσης του λόγου. Δεν πρόκειται για συντακτικά λάθη (σολοικισμούς), αλλά για συγκεκριμένες εκφραστικές επιλογές που εξυπηρετούν νοηματικές ή αισθητικές επιδιώξεις. Τα σχήματα λόγου σχετίζονται με: α) τη γραμματική συμφωνία των λέξεων· β) τη θέση των λέξεων στην πρόταση· γ) τη σημασία των λέξεων· δ) την πληρότητα του λόγου.
Σχήματα λόγου σχετικά με τη γραμματική συμφωνία των
λέξεων
Τα πιο συνηθισμένα σχήματα αυτής της κατηγορίας είναι:
Η αττική
σύνταξη
Η συνεκφορά, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, πληθυντικού υποκειμένου στο ουδέτερο γένος με ρήμα στον ενικό (ταπαιδία παίζει). Η σύνταξη αυτή συναντάται στον Όμηρο και σε αττικιστές (μιμητές της αττικής διαλέκτου) της εποχήςτου Αύγουστου.
Tο βοιώτιο ή πινδαρικό
σχήμα
(σύνηθες στον Πίνδαρο), κατά το οποίο, ενώ το
υποκείμενο είναι αρσενικό ή θηλυκό γ΄ προσώπου και πληθυντικού αριθμού, το ρήμα
τίθεται στο αντίστοιχο πρόσωπο του ενικού αριθμού:
Ἔστι γὰρ ἔμοιγε καὶ βωμοί. [Εἰσὶ γὰρ]
Mελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται. [τέλλονται]
Mελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται. [τέλλονται]
Το σχήμα
ανακολουθίας ή ανακόλουθο,
κατά το οποίο δεν υπάρχει συντακτική ακολουθία
(συμφωνία) των λέξεων –κυρίως μετοχών– με τις προηγούμενες είτε για λόγους συντομίας
και συμπύκνωσης των ιδεών είτε για αποτελεσματικότερη αποτύπωση ψυχικών παθών:
Καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων.
[ονομαστική απόλυτη μετοχή (βλ. § 136β, υποσημ. 8) αντί γενικής απόλυτης: τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλοντος]
Ἐξῆν αὐτῷ μισθῶσαι τὸν οἶκον ἀπηλλαγμένος πολλῶν πραγμάτων. [αὐτῷ ἀπηλλαγμένῳ]
Ἐξῆν αὐτῷ μισθῶσαι τὸν οἶκον ἀπηλλαγμένος πολλῶν πραγμάτων. [αὐτῷ ἀπηλλαγμένῳ]
Το σχήμα έλξης ή έλξη,
κατά το οποίο ένας όρος της πρότασης έλκεται,
επηρεάζεται συντακτικά από άλλον ισχυρότερο όρο της ίδιας ή άλλης πρότασης, με
αποτέλεσμα να συμφωνεί συντακτικά με αυτόν και να μην εκφέρεται όπως οι κανόνες
υπαγορεύουν. Συνηθέστερες περιπτώσεις έλξης είναι1:
α) Έλξη του αναφορικού
β) Έλξη του συνδετικού ρήματος από τον
αριθμό του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή το συνδετικό ρήμα συμφωνεί στον
αριθμό όχι με το υποκείμενό του, όπως θα έπρεπε, αλλά με το κατηγορούμενο του
υποκειμένου:
Τὸ χωρίον Ἐννέα ὁδοὶ ἐκαλοῦντο. [ἐκαλεῖτο]
Τὸ χωρίον Ἐννέα ὁδοὶ ἐκαλοῦντο. [ἐκαλεῖτο]
γ) Έλξη της έγκλισης δευτερεύουσας
πρότασης από την έγκλιση της προηγούμενης, συνήθως κύριας, πρότασης:
Ἆρ’ οὐκ ἂν ἐπὶ πᾶν ἔλθοι, ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις
φόβον παράσχοι; [παράσχῃ] (Άραγε δε θα έκανε τα πάντα, προκειμένου να
προκαλέσει φόβο σε όλους τους ανθρώπους;)
Το σχήμα καθ’ όλον και μέρος,
κατά το οποίο
ένας όρος της πρότασης που δηλώνει το όλον, αντί να τεθεί σε γενική διαιρετική,
τίθεται στην πτώση στην οποία βρίσκεται ο όρος ή οι όροι που δηλώνουν το μέρος
του όλου:
Οἱ στρατηγοὶ βραχέα
ἕκαστος ἀπελογήσατο. [τῶν στρατηγῶν]
Οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ ἐπεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν. [τῶν οἰκιῶν]
Οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ ἐπεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν. [τῶν οἰκιῶν]
Το σχήμα
κατά το νοούμενο,
κατά το οποίο όροι της πρότασης –σχετικοί μεταξύ τους–
συμφωνούν όχι με βάση τον γραμματικό τύπο τους, αλλά με βάση το νόημα. Το σχήμα
αυτό συνηθίζεται όταν υπάρχουν στην πρόταση περιληπτικά ονόματα, όπως ὄχλος, πλῆθος, στρατόπεδον κ.τ.ό., ή αντωνυμίες, όπως ἕκαστος, ἄλλος, οὐδείς, οπότε το ρήμα μπαίνει σε πληθυντικό αριθμό:
Τὸ μὲν γὰρ πλῆθος κραυγῇ πολλῇ ἐπίασιν. [ἔπεισι]
Ἀνεπαύοντο, ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος. [ἐτύγχανε]
Ἀνεπαύοντο, ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος. [ἐτύγχανε]
Το σχήμα πρόληψης ή πρόληψη,
κατά το οποίο το υποκείμενο δευτερεύουσας
πρότασης προλαμβάνεται, τίθεται δηλαδή στην πρόταση που προηγείται,
ως αντικείμενο ή προσδιορισμός (κυρίως της αναφοράς):
Ὁρᾷς δὲ τὴν φύσιν τὴν τῶν πολλῶν ὡς διάκειται πρὸς τὰς ἡδονάς. [Ὁρᾷς δὲ ὡς διάκειται ἡ φύσις ἡ τῶν πολλῶν πρὸς τὰς ἡδονάς.]
Ὀρθῶς λέγεις περὶ σωφροσύνης ὃ ἔστιν. [Ὀρθῶς λέγεις ὃ ἔστιν ἡ σωφροσύνη.]
Ὀρθῶς λέγεις περὶ σωφροσύνης ὃ ἔστιν. [Ὀρθῶς λέγεις ὃ ἔστιν ἡ σωφροσύνη.]
Το σχήμα
σύμφυρσης ή σύμφυρση,
κατά το οποίο
αναμειγνύονται δύο διαφορετικές συντάξεις με τις οποίες είναι δυνατόν να
αποδοθεί μια σκέψη ή ένα γεγονός:
Ἀλκιβιάδης
μετὰ Μαντιθέου ἀπέδρασαν. [α) Ἀλκιβιάδης μετὰ Μαντιθέου ἀπέδρα. β) Ἀλκιβιάδης
καὶ
Μαντίθεος ἀπέδρασαν.]
Σε αυτή την κατηγορία των σχημάτων λόγου ανήκει και η υπαλλαγή, κατά την οποία ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενική κτητική δεν τίθεται επίσης σε γενική, ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, αλλά στην πτώση του όρου που προσδιορίζει η γενική κτητική:
Σε αυτή την κατηγορία των σχημάτων λόγου ανήκει και η υπαλλαγή, κατά την οποία ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενική κτητική δεν τίθεται επίσης σε γενική, ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, αλλά στην πτώση του όρου που προσδιορίζει η γενική κτητική:
θάσιον οἴνου σταμνίον [θασίου οἴνου]
Σχήματα λόγου σχετικά με τη θέση των λέξεων στην πρόταση
Σχήματα λόγου σχετικά με τη θέση των λέξεων στην πρόταση
Η σειρά των λέξεων στην A.E., όπως και στη
Ν.Ε., διέπεται από μεγάλη ελευθερία. Συνηθίζεται, ωστόσο, να προηγείται το
υποκείμενο με τους προσδιορισμούς του και να έπονται το ρήμα, το αντικείμενο
ή/και το κατηγορούμενο, επίσης με τους προσδιορισμούς τους. Συνηθισμένες όμως
είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες ένας όρος της πρότασης αλλάζει θέση,
μετατίθεται, και τίθεται πρώτος (πρόταξη) ή τελευταίος (επίταξη), επειδή
σχετίζεται νοηματικά με τα προηγούμενα ή τα επόμενα, αντίστοιχα, αλλά και για
λόγους έμφασης ή ευφωνίας:
Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων.
Ταῦτα μὲν δὴ ὁ Κῦρος ἠκηκόει. [πρόταξη αντικειμένου]
Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὸ στράτευμα οὐκ ἐκίνησαν. [επίταξη ρήματος]
Ταῦτα μὲν δὴ ὁ Κῦρος ἠκηκόει. [πρόταξη αντικειμένου]
Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὸ στράτευμα οὐκ ἐκίνησαν. [επίταξη ρήματος]
Πέραν αυτών, παρατηρούνται ιδιαίτερες αποκλίσεις στη
διαδοχή των λέξεων, που συνιστούν τα ακόλουθα σχήματα λόγου:
Το ασύνδετο και
το πολυσύνδετο σχήμα
Ασύνδετο
σχήμα ονομάζεται η απλή παράθεση στοιχείων (λέξεων,
φράσεων, προτάσεων), που βρίσκονται στον λόγο η μία μετά την άλλη, χωρίς κάποια
συνδετική λέξη μεταξύ τους. Όταν χρησιμοποιούμε το ασύνδετο σχήμα στον γραπτό
λόγο, βάζουμε κόμμα ανάμεσα στις λέξεις ή τις φράσεις που παρατίθενται
ασύνδετα.
Ο συγγραφέας
αποσκοπεί στο να δώσει ένταση, έμφαση στον λόγο και ίσως να χρωματίσει
συναισθηματικά το κείμενό του.
Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι το ασύνδετο σχήμα
συμβάλλει στη ζωντάνια και στην παραστατικότητα ενός κειμένου, ενώ συνάμα
πυκνώνει το λόγο.
Προσδίδει στο ύφος και τον τόνο χαρακτήρα λιτό, γοργό,
κοφτό
Πολυσύνδετο. Τρεις ή
περισσότεροι όμοιοι όροι ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή
διαχωριστικούς συνδέσμους
Ο κύκλος,
κατά τον οποίο μια πρόταση ή μια περίοδος αρχίζει και
τελειώνει με την ίδια λέξη:
Κεκράτηκε νῦν τῆς ἡμετέρας φιλίας Φίλιππος, τῆς πόλεως δ’ οὐ κεκράτηκε.
Κεκράτηκε νῦν τῆς ἡμετέρας φιλίας Φίλιππος, τῆς πόλεως δ’ οὐ κεκράτηκε.
Το ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο,
κατά το οποίο
διαδοχικές προτάσεις τελειώνουν με ομοιοκατάληκτες λέξεις:
Εἰ γὰρ ἐξ ἴσου τῇ συμφορᾷ καὶ τὴν διάνοιαν ἕξω καὶ τὸν ἄλλον βίον διάξω, τί τούτου διοίσω; (σε τι θα
διαφέρω).
Εἰ γὰρ ἐξ ἴσου τῇ συμφορᾷ καὶ τὴν διάνοιαν ἕξω καὶ τὸν ἄλλον βίον διάξω, τί τούτου διοίσω; (σε τι θα
διαφέρω).
Η παρήχηση,
κατά την οποία σε διαδοχικές λέξεις επαναλαμβάνεται ο
ίδιος φθόγγος:
Τὴν δὲ μητέρα τελευτήσασαν πέπαυμαι τρέφων τρίτον ἔτος τουτί. [παρήχηση του τ]
Tυφλός τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ.
Τὴν δὲ μητέρα τελευτήσασαν πέπαυμαι τρέφων τρίτον ἔτος τουτί. [παρήχηση του τ]
Tυφλός τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ.
Η παρονομασία ή ετυμολογικό σχήμα,
κατά το οποίο ομόρριζες λέξεις τίθενται η μία κοντά
στην άλλη:
Δύναμαι συνεῖναι δυναμένοις ἀνθρώποις ἀναλίσκειν.
Δύναμαι συνεῖναι δυναμένοις ἀνθρώποις ἀναλίσκειν.
Το πρωθύστερο,
κατά το οποίο τίθεται στον λόγο πρώτο κάτι που λογικά
και χρονικά έπεται:
Λέγω τὴν Ἐρεχθέως τροφὴν καὶ γένεσιν. [γένεσιν καὶ τροφὴν]
Λέγω τὴν Ἐρεχθέως τροφὴν καὶ γένεσιν. [γένεσιν καὶ τροφὴν]
Το υπερβατό,
κατά το οποίο δύο λέξεις που έχουν μεταξύ τους στενή
συντακτική και λογική σχέση χωρίζονται λόγω της παρεμβολής άλλων λέξεων:
Οἱ δ’ ἔφοροι διδασκόμενοι ὑπὸ τῶν μετὰ τὰς ἐν Θήβαις σφαγὰς ἐκπεπτωκότων, Κλεόμβροτον ἐκπέμπουσι.
Οἱ δ’ ἔφοροι διδασκόμενοι ὑπὸ τῶν μετὰ τὰς ἐν Θήβαις σφαγὰς ἐκπεπτωκότων, Κλεόμβροτον ἐκπέμπουσι.
Το χιαστό,
κατά το οποίο δύο λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται σε
δύο προηγούμενες τίθενται στον λόγο με αντίστροφη σειρά, χιαστί:
Περὶ πλείονος ποιοῦ δόξαν καλὴν ἢ πλοῦτον μέγαν
τοῖς παισὶν καταλιπεῖν· ὁ μὲν γὰρ θνητός, ἡ δ’ ἀθάνατος. [περὶ πλείονος ποιοῦμαι: προτιμώ]
δόξαν
|
|
πλοῦτον
|
ὁ μὲν θνητὸς
|
ἡ δ' ἀθάνατος
|
Σχήματα λόγου σχετικά με τη σημασία των λέξεων
Πολλές λέξεις της A.E., όπως και της Ν.Ε., έχουν εκτός
από την κύρια σημασία τους και άλλες, με αποτέλεσμα να προκύπτουν λεκτικά
σχήματα (λεκτικοί τρόποι), όπως:
Η αλληγορία,
δηλαδή η
έκφραση με την οποία άλλα λέει κανείς και άλλα εννοεί στο πλαίσιο μιας τολμηρής
μεταφοράς:
Ζυγὸν μὴ ὑπερβαίνειν. [Μην παραβιάζεις το δίκαιο.]
Η αντίφραση,
Ζυγὸν μὴ ὑπερβαίνειν. [Μην παραβιάζεις το δίκαιο.]
Η αντίφραση,
κατά την οποία μια λέξη ή φράση αντικαθίσταται από
άλλη συναφούς ή αντίθετης σημασίας. Είδη της αντίφρασης είναι:
α) Η ειρωνεία, κατά την οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με διαφορετικό ή
αντίθετο νόημα από αυτό που έχει κατά νου, με σκοπό να αποδοκιμάσει, να
εμπαίξει ή απλώς να αστειευτεί:
Ὥστε μοι
δοκεῖ ὁ κατήγορος εἰπεῖν περὶ τῆς ἐμῆς ὕβρεως ἐμὲ κωμῳδεῖν
βουλόμενος, ὥσπερ τι
καλὸν ποιῶν. (σαν να ’κανε κανένα
κατόρθωμα)
β) Η λιτότητα, κατά την οποία μια έννοια αποδίδεται με άρνηση και την αντίθετη σημασιολογικά λέξη:
Ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν οὐ πολλοί. [ὀλίγοι]
γ) Ο ευφημισμός, κατά τον οποίο γίνεται χρήση λέξεων ή φράσεων με θετική σημασία, αντί αυτών που έχουν αρνητική, για λόγους που σχετίζονται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες:
β) Η λιτότητα, κατά την οποία μια έννοια αποδίδεται με άρνηση και την αντίθετη σημασιολογικά λέξη:
Ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν οὐ πολλοί. [ὀλίγοι]
γ) Ο ευφημισμός, κατά τον οποίο γίνεται χρήση λέξεων ή φράσεων με θετική σημασία, αντί αυτών που έχουν αρνητική, για λόγους που σχετίζονται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες:
τὸ εὐώνυμον κέρας (η αριστερή παράταξη) [εὖ + ὄνομα, αντί: ἀριστερόν, καθώς οι αρχαίοι απέφευγαν τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή πίστευαν ότι
οι κακοί οιωνοί έρχονται από αριστερά]
Η αντονομασία,
κατά την οποία στη θέση ενός ονόματος, κύριου ή
προσηγορικού, τίθεται λέξη όπως:
Το πατρωνυμικό αντί του κύριου ονόματος:
ὁ Πηλείδης [ὁ Ἀχιλλεὺς]
ὁ Πηλείδης [ὁ Ἀχιλλεὺς]
Το παράγωγο αντί του εθνικού ονόματος:
τὸ Ἑλληνικὸν [οἱ Ἕλληνες]
τὸ Ἑλληνικὸν [οἱ Ἕλληνες]
Η περίφραση που δηλώνει την καταγωγή ή μια ιδιότητα
ενός προσώπου αντί του κύριου ή του εθνικού ονόματος:
ὦ παῖ Μενοικέως [ὦ Κρέον]
Η μεταφορά, κατά την οποία η κύρια σημασία μιας λέξης ευρύνεται και μεταφέρεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις με τις οποίες έχει κάποια ομοιότητα:
Χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν τὴν χώραν ἐτείχισε. [ἰσχυροῖς τείχεσιν]
ὦ παῖ Μενοικέως [ὦ Κρέον]
Η μεταφορά, κατά την οποία η κύρια σημασία μιας λέξης ευρύνεται και μεταφέρεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις με τις οποίες έχει κάποια ομοιότητα:
Χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν τὴν χώραν ἐτείχισε. [ἰσχυροῖς τείχεσιν]
Η μετωνυμία,
κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει
το δημιούργημά του:
Ὅμηρον δεῖ τοὺς παῖδας ἐκστηθίζειν. [τὰ Ὁμήρου ἔπη].
Ὅμηρον δεῖ τοὺς παῖδας ἐκστηθίζειν. [τὰ Ὁμήρου ἔπη].
Το περιέχον αντί του περιεχομένου, και
αντίστροφα:
Οὔτε γὰρ παρὰ θεάτρου δεῖ τόν γε ἀληθῆ κριτὴν κρίνειν μανθάνοντα. [παρὰ τῶν θεατῶν]
Οὔτε γὰρ παρὰ θεάτρου δεῖ τόν γε ἀληθῆ κριτὴν κρίνειν μανθάνοντα. [παρὰ τῶν θεατῶν]
Το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου, και αντίστροφα:
Νεότης πολλὴ ἦν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. [νέοι ἄνδρες]
Η παρομοίωση,
Νεότης πολλὴ ἦν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. [νέοι ἄνδρες]
Η παρομοίωση,
κατά την οποία, για να τονιστεί μια ιδιότητα ενός
προσώπου ή πράγματος, αυτό παραβάλλεται με άλλο που έχει αυτή την ιδιότητα σε
μεγαλύτερο βαθμό:
Ἠναγκάσθησαν
οἱ ἱππεῖς ὥσπερ
νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι. (να κολλήσουν) [προσαραρέναι:απρμφ. παρακειμένου του ρ. προσαραρίσκω].
Η συνεκδοχή,
κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή:
Ὁ Συρακόσιος πολέμιος τῷ Ἀθηναίῳ ἐστί. [οἱ Συρακόσιοι – τοῖς Ἀθηναίοις]
Ὁ Συρακόσιος πολέμιος τῷ Ἀθηναίῳ ἐστί. [οἱ Συρακόσιοι – τοῖς Ἀθηναίοις]
Το μέρος αντί για το σύνολο, και αντίστροφα:
Μάντεις ἐπὶ πλουσίων θύρας ἰόντες πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι δύναμις. [οἰκίας]
Μάντεις ἐπὶ πλουσίων θύρας ἰόντες πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι δύναμις. [οἰκίας]
Η ύλη αντί για το αντικείμενο που κατασκευάζεται από
αυτήν:
Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο. [τὰ ὅπλα]
Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο. [τὰ ὅπλα]
Αυτό που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται:
Πλῆσον κρατῆρα μελίσσης. [μέλιτος] (Γέμισε τον κρατήρα με μέλι)
Πλῆσον κρατῆρα μελίσσης. [μέλιτος] (Γέμισε τον κρατήρα με μέλι)
Το σχήμα
κατ’ εξοχήν,
κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης περιορίζεται, ώστε
αντί πολλών ομοειδών να δηλώνει τελικά ένα μόνο (το κατ’ εξοχήν) από αυτά:
Καλλίξενος κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ, λιμῷ ἀπέθανεν. [εἰς τὸ ἄστυ → εἰς τὰς Ἀθήνας]
ὁ ποιητὴς [ὁ Ὅμηρος] – ἡ ποιήτρια [ἡ Σαπφὼ]
Καλλίξενος κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ, λιμῷ ἀπέθανεν. [εἰς τὸ ἄστυ → εἰς τὰς Ἀθήνας]
ὁ ποιητὴς [ὁ Ὅμηρος] – ἡ ποιήτρια [ἡ Σαπφὼ]
Η υπερβολή,
κατά την οποία αυτό που λέγεται ξεπερνά το γνωστό και
το αποδεκτό:
Ἐπιλίποι δ’ ἂν ἡμᾶς ὁ πᾶς χρόνος, εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα.
Σχήματα λόγου σχετικά με την πληρότητα του λόγου
Ἐπιλίποι δ’ ἂν ἡμᾶς ὁ πᾶς χρόνος, εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα.
Σχήματα λόγου σχετικά με την πληρότητα του λόγου
Κατά τη χρήση του λόγου παραλείπονται συχνά λέξεις, επειδή εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα ή από την κοινή πείρα των συνομιλητών. Με την έλλειψη όρων σχετίζεται το σχήμα της βραχυλογίας, είδη της οποίας είναι:
α)
Το ζεύγμα,
κατά το οποίο δύο ομοειδείς προσδιορισμοί αποδίδονται
στο ίδιο ρήμα, παρ’ ότι λογικά ο ένας από τους δύο ταιριάζει σε άλλο ρήμα, το
οποίο εννοείται:
Ἔδουσί τε πίονα μῆλα οἶνόν τ’ ἔξαιτον. [πίνουσι] (Τρώνε παχιά αρνιά και [πίνουν] εκλεκτό κρασί.)
Ἔδουσί τε πίονα μῆλα οἶνόν τ’ ἔξαιτον. [πίνουσι] (Τρώνε παχιά αρνιά και [πίνουν] εκλεκτό κρασί.)
β) Το σχήμα από κοινού,
κατά το οποίο λέξη ή φράση που παραλείπεται εννοείται
αυτούσια από τα προηγούμενα:
Διαγιγνώσκουσιν ἅ τε δύνανται καὶ ἃ μή. [δύνανται]
Διαγιγνώσκουσιν ἅ τε δύνανται καὶ ἃ μή. [δύνανται]
γ) Το σχήμα εξ αναλόγου, κατά το οποίο παραλείπεται λέξη, φράση ή ολόκληρη πρόταση που εννοείται αναλογικά προς τα προηγούμενα ή τα επόμενα, τροποποιημένη όμως σύμφωνα με τις ανάγκες του λόγου:
— Τὸ σῶμα λέγεις; — Ναὶ. [τὸ σῶμα λέγω]
δ) Το σχήμα εξ αντιθέτου,
κατά το οποίο εννοείται από τα προηγούμενα κάτι
αντίθετο ή διαφορετικό:
Καί μου μηδεὶς θαυμάσῃ τὴν ὑπερβολήν, ἀλλὰ [πᾶς τις] μετ’ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω.
Καί μου μηδεὶς θαυμάσῃ τὴν ὑπερβολήν, ἀλλὰ [πᾶς τις] μετ’ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω.
ε) Το σχήμα
του Πλεονασμού
Με την πληρότητα του λόγου σχετίζεται και το σχήμα του πλεονασμού, κατά το οποίο ένα νόημα ή μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται. Πλεονασμό αποτελούν2:
Με την πληρότητα του λόγου σχετίζεται και το σχήμα του πλεονασμού, κατά το οποίο ένα νόημα ή μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται. Πλεονασμό αποτελούν2:
α) Η περίφραση, δηλαδή η απόδοση μιας έννοιας με περισσότερες από μία λέξεις:
Ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβαίνω. [ἱππεύω]
β) Το σχήμα εκ παραλλήλου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται συγχρόνως και θετικά και αρνητικά:
Φησὶ γὰρ καὶ τῷ σώματι δύνασθαι καὶ οὐκ εἶναι τῶν ἀδυνάτων.
γ) Το σχήμα «ἕν διὰ δυοῖν», κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τους συνδέσμους καὶ ή τὲ - καί, ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη:
Ἔτι δὲ καὶ συλλέγεσθαί φησιν ἀνθρώπους ὡς ἐμὲ πονηροὺς καὶ πολλούς. [πολλούς πονηρούς ανθρώπους]
Ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβαίνω. [ἱππεύω]
β) Το σχήμα εκ παραλλήλου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται συγχρόνως και θετικά και αρνητικά:
Φησὶ γὰρ καὶ τῷ σώματι δύνασθαι καὶ οὐκ εἶναι τῶν ἀδυνάτων.
γ) Το σχήμα «ἕν διὰ δυοῖν», κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τους συνδέσμους καὶ ή τὲ - καί, ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη:
Ἔτι δὲ καὶ συλλέγεσθαί φησιν ἀνθρώπους ὡς ἐμὲ πονηροὺς καὶ πολλούς. [πολλούς πονηρούς ανθρώπους]
α) Έλξη του κατηγορουμένου είτε από το αντικείμενο του ρήματος σε γενική ή δοτική είτε από τη
δοτική προσωπική (σε περίπτωση απρόσωπης σύνταξης):
Οἱ πρέσβεις Κύρου ἐδέοντο ὡς προθυμοτάτου πρὸς πόλεμον γενέσθαι. [ὡς προθυμότατον γενέσθαι]
Οὐδὲν ἐμποδὼν αὐτοῖς ἐστι κυρίοις τῶν ἀγαθῶν εἶναι. [κυρίους εἶναι]
Οἱ πρέσβεις Κύρου ἐδέοντο ὡς προθυμοτάτου πρὸς πόλεμον γενέσθαι. [ὡς προθυμότατον γενέσθαι]
Οὐδὲν ἐμποδὼν αὐτοῖς ἐστι κυρίοις τῶν ἀγαθῶν εἶναι. [κυρίους εἶναι]
β) Έλξη του υποκειμένου ή
του αντικειμένου, όταν αυτό είναι αντωνυμία, από το γένος του
κατηγορουμένου, στην περίπτωση που αυτό είναι ουσιαστικό:
Ταύτην ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον. [τοῦτο] (Aυτό βρήκα ως ανακούφιση για τον εαυτό μου.)
Ταύτην ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον. [τοῦτο] (Aυτό βρήκα ως ανακούφιση για τον εαυτό μου.)
α)
Η αναστροφή, κατά την οποία μια πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη
με την οποία τελειώνει η προηγούμενή της:
Παρ' Ἐρυθραίων χρήματα λαμβάνουσιν. Λαμβάνουσι δ' οἱ μὲν ἔχοντες μίαν ἢ δύο ναῦς ἐλάττονα.
Παρ' Ἐρυθραίων χρήματα λαμβάνουσιν. Λαμβάνουσι δ' οἱ μὲν ἔχοντες μίαν ἢ δύο ναῦς ἐλάττονα.
β)
Η επαναφορά, η επανάληψη δηλαδή της ίδιας λέξης στην αρχή
διαδοχικών προτάσεων για έμφαση:
Οὗτός ἐστιν ὁ σώφρων καὶ οὗτος ὁ ἀνδρεῖος.
Οὗτός ἐστιν ὁ σώφρων καὶ οὗτος ὁ ἀνδρεῖος.
γ)
Η επιφορά, κατά την οποία διαδοχικές προτάσεις ή περίοδοι
τελειώνουν με την ίδια λέξη ή φράση:
Ὅστις ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν ψῆφον αἰτεῖ, ὅρκον αἰτεῖ, νόμον αἰτεῖ, δημοκρατίαν αἰτεῖ.
Ὅστις ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν ψῆφον αἰτεῖ, ὅρκον αἰτεῖ, νόμον αἰτεῖ, δημοκρατίαν αἰτεῖ.
δ)
Η συμπλοκή, συνδυασμός επαναφοράς και επιφοράς:
Ἐπὶ σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς.
Ἐπὶ σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς.
Η
Έλξη του Αναφορικού
Η έλξη του αναφορικού παρουσιάζεται υπό δύο
μορφές: ως προς την πτώση και ως προς τη θέση. Η έλξη του αναφορικού ως προς
την πτώση εμφανίζεται με τη σειρά της επίσης σε δύο μορφές, αφενός σε μια
"κανονική", που είναι η κύρια και η συχνότερη, και σε μια
"αντίστροφη", που είναι σπανιότερη.
Το
φαινόμενο της κανονικής "έλξης του αναφορικού" ως προς την πτώση
πρωτοπαρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο, και μάλιστα σε δύο τύπους:
•
Ο πρώτος περιλαμβάνει αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με το οἷος
και δεν έχουν ρήμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναφορική αντωνυμία δεν εκφέρεται
στον τύπο που απαιτεί η "εσωτερική" σύνταξη της εξαρτημένης
αναφορικής πρότασης, αλλά στην πτώση της λέξης της κύριας πρότασης, στην οποία
αναφέρεται και την οποία προσδιορίζει, π.χ.:
ΟΜ
Ιλ 1.262-263 οὐ γάρ πω τοίους ἴδον
ἀνέρας οὐδὲ
ἴδωμαι, οἷον Πειρίθοόν
τε Δρύαντά τε || γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα τέτοιους άνδρες ούτε πρόκειται
να δω, όπως τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα.
Εδώ
το οἷος"έλκεται" ως προς την
πτώση από το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται (ἀνέρας) και
εξομοιώνεται προς αυτό, έτσι ώστε αντί οἷος Πειρίθοός
τε Δρύας τε ἦσαν εμφανίζεται το οἷον
Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε. Η εξομοίωση οφείλεται εδώ στην απουσία του ρήματος, το
οποίο αν υπήρχε θα προέβαλε, κατά κάποιον τρόπο, αντίσταση στην
"έλξη" εκ μέρους του ἀνέρας. Το ρήμα
όμως λείπει, και αντί των ονομαστικών οἷος Πειρίθοός
τε Δρύας τε που δεν υποστηρίζονται από κανένα ρήμα χρησιμοποιείται, υπό την
πίεση του ἀνέρας, η αιτιατική.
•
Ο δεύτερος τύπος της έλξης του αναφορικού στον Όμηρο είναι ο κύριος και ο πιο
συχνός στην μεθομηρική ΑΕ:
ΟΜ
Ιλ 5.265-268 τῆς […] γενεῆς,
ἧς Τρωΐ περ εὐρύοπα
Ζεὺς δῶχ' υἷος
ποινὴν Γανυμήδεος, […] τῆς
γενεῆς ἔκλεψεν ἄναξ
ἀνδρῶν Ἀγχίσης
απ' τη γενιά κρατούν, την οποία χάρισε ο Δίας που βλέπει μακριά στον Τρώα,
αντάλλαγμα για τον γιο του Γανυμήδη, απ' αυτή τη γενιά τα έκλεψε ο αρχηγός των
ανδρών Αγχίσης.
Στο
χωρίο αυτό, που θεωρείται το αρχαιότερο ―και το μόνο ομηρικό― παράδειγμα έλξης
του αναφορικού στην ΑΕ, η εξαρτημένη αναφορική πρόταση εκφέρεται σε γενική,
επειδή περιβάλλεται από τη διπλή γενική γενεῆς, στην οποίαν
και αναφέρεται το ἧς.
Δύο κυρίως είναι οι συνθήκες, οι οποίες
πρέπει να πληρούνται για να εμφανιστεί το υπό συζήτηση φαινόμενο:
•
Σε έλξη υπόκειται, πρώτον, συνήθως εκείνη η αναφορική αντωνυμία που υπό
κανονικές συνθήκες θα εκφερόταν σε αιτιατική. Η πτώση αυτή παρουσιάζεται ως η
πιο ευάλωτη στην έλξη επειδή είναι, σε σύγκριση με τις άλλες, η πιο γενική ως
προς τη σημασία της και εκφράζει την πιο αόριστη σχέση. Με την έλξη η αιτιατική
μετατρέπεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, δηλαδή σε γενική ή δοτική, ποτέ
όμως σε ονομαστική.
•
Για να συμβεί η έλξη πρέπει, δεύτερον, η κύρια πρόταση να απαιτεί ως συμπλήρωμά
της την εξαρτημένη αναφορική πρόταση, η σχέση μεταξύ των δύο να είναι δηλαδή
πολύ στενή και εσωτερική, έτσι ώστε να τείνουν να σχηματίσουν μία ενιαία
έννοια∙ κατά κανόνα η εξαρτημένη αναφορική πρόταση που υπόκειται σε έλξη έχει
τον χαρακτήρα επιθετικού προσδιορισμού, ο οποίος "ενσωματώνεται",
κατά κάποιον τρόπο, στην έννοια του ουσιαστικού που προσδιορίζει.
Παραδείγματα:
ΞΕΝ
ΚΑναβ 1.7.3 ὅπως οὖν ἔσεσθε
ἄνδρες ἄξιοι τῆς
ἐλευθερίας ἧς
κέκτησθε [= τῆς
κεκτημένης ἐλευθερίας] || κοιτάξτε να φανείτε
άξιοι της ελευθερίας που έχετε κτήμα σας.
ΙΣΟΚΡ
4.113 αὐτοὶ πλείους ἐν
τρισὶ μησὶν ἀκρίτους
ἀποκτείναντες ὧν
ἡ πόλις ἐπὶ
τῆς ἀρχῆς
ἁπάσης ἔκρινεν ||
αυτοί που σε διάστημα τριών μηνών σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από όσους
δίκασε η πολιτεία μας σε όλο το διάστημα που ασκούσε την εξουσία.
Σπανιότερα είναι τα παραδείγματα με έλξη,
στα οποία η σχέση της αναφορικής αντωνυμίας με τον όρο που προσδιορίζει δεν
εμφανίζεται τόσο στενή. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αξιοσημείωτο και
επειδή πρόκειται για έλξη του εκφερόμενου σε αιτιατική υποκείμενου του
απαρεμφάτου (ενώ συνήθως έλκεται το αντικείμενο του ρήματος της αναφορικής πρότασης):
ΛΥΣ
12.27 τίνα γὰρ εἰκὸς
ἦν ἧττον ταῦτα
ὑπηρετῆσαι ἢ
τὸν ἀντειπόντα
οἷς ἐκεῖνοι
ἐβούλοντο πραχθῆναι;
[αντί: τούτοις, ἃ ἐβούλοντο πραχθῆναι]
ποιος ήταν λιγότερο πιθανό να εκτελέσει τις εντολές παρά εκείνος που πρόβαλε
αντιρρήσεις σε εκείνα τα οποία σχεδίαζαν να κάνουν οι Τριάντα;
Έλξη του αναφορικού εμφανίζεται και σε
ελλειπτικές προτάσεις:
ΣΟΦ
Φιλ 1227 ἔπραξας ἔργον ποῖον
ὧν οὔ σοι πρέπον;
[αντί: τούτων, ἃ οὒ σοι πρᾶξαι πρέπον ή: ἐκείνων ἃ πρᾶξαι οὐκ ἦν σοι πρέπον]
|| ποια πράξη έκανες που δεν σου ταίριαζε να κάνεις;
Έλξη
συμβαίνει ακόμη και όταν στην κύρια πρόταση υπάρχει, αντί ουσιαστικού, μια
δεικτική αντωνυμία, η οποία, ωστόσο, όταν δεν δηλώνει έμφαση αποσιωπάται:
ΞΕΝ
ΚΑναβ 3.1.45 ἐπαινῶ σε ἐφ' οἷς λέγεις τε καὶ πράττεις
[αντί: ἐπὶ τούτοις, ἃ λέγεις] || σε
επαινώ γι' αυτά που λές και πράττεις.
Αρκετές φορές εμφανίζεται η έλξη και σε
αντωνυμίες που συνοδεύονται από πρόθεση, η οποία επαναλαμβάνεται στην
εξαρτημένη πρόταση:
ΘΟΥΚ
3.64.2 καὶ νῦν ἀξιοῦτε, ἀφ' ὧν δι' ἑτέρους ἐγένεσθε ἀγαθοί, ἀπὸ τούτων ὠφελεῖσθαι || και
τώρα έχετε την απαίτηση να επωφεληθείτε από εκείνα τα κατορθώματα τα οποία
κάνατε για χάρη των γειτόνων σας.
Σε αρκετές περιπτώσεις, μολονότι η εξαρτημένη αναφορική πρόταση ισοδυναμεί με έναν επιθετικό προσδιορισμό, βρίσκεται δηλαδή σε στενή σχέση με τη λέξη στην οποία αποδίδεται, δεν υπάρχει έλξη, π.χ.:
ΕΥΡ
Ορ 1078-1079 γάμων δὲ τῆς μὲν δυσπότμου τῆσδ' ἐσφάλης, ἥν σοι
κατηγγύησ' ἑταιρίαν σέβων
|| δεν κατάφερες να παντρευτείς τη δύστυχη την αδελφή μου, που στην υποσχέθηκα
εκτιμώντας τη φιλία σου.
Σε
πολύ σπάνιες περιπτώσεις έλξη υφίστανται και η ονομαστική και η γενική της
αναφορικής αντωνυμίας:
ΠΛ
Πρωτ 361e περὶ σοῦ πρὸς πολλοὺς δὴ εἴρηκα ὅτι ὧν ἐντυγχάνω πολὺ μάλιστα ἄγαμαι σέ [αντί: τούτων
οἷς ἐντυγχάνω] ||
το έχω πει ήδη σε πολλούς ότι σε θαυμάζω πολύ περισσότερο από όλους όσους
συναντώ.
ΑΙΣΧΙΝ
2.117 παρ' ὧν βοηθεῖς οὐκ ἀπολήψῃ χάριν [αντί:
παρὰ τούτων, οἷς] από αυτούς
που βοηθάς δεν πρόκειται να δεχτείς ευγνωμοσύνη.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φαινόμενο της
έλξης παρουσιάζεται, εκτός από τους πτωτικούς τύπους των αναφορικών αντωνυμιών,
και σε εκείνα τα αναφορικά επιρρήματα που συγγενεύουν ως προς τη σημασία τους
με τις πτώσεις:
ΣΟΦ
Τρ 701-702 ἐκδὲ γῆς ὅθεν προύκειτ' ἀναζέουσι
θρομβώδεις ἀφροί [αντί: οὗ ή ὅπου] || από τη
γη όπου κείτονταν, αναδύονται θρόμβοι αφρού.
Το
ὅθεν (=
"από όπου") χρησιμοποιείται εδώ επειδή έλκεται από το ἐκ γῆς και την
κατεύθυνση της κίνησης που προδιαγράφει αυτή η έκφραση. Πρβ. επίσης:
Σε μιαν ιδιότυπη έλξη υπόκειται η αναφορική
αντωνυμία οἷος (καθώς και
οι ὅσος, ἡλίκος, ὁποιοστισοῦν, ὁπόσος, δή, ὅστις, ὅστις δή, ὁστισοῦν, ὁποιοσοῦν, ὁπότερος, ὁποτεροσοῦν). Η έλξη
αυτή παρουσιάζεται όταν στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση αποσιωπάται το ρήμα,
καθώς τότε τα προαναφερθέντα αναφορικά παρατίθενται δίπλα στο υποκείμενο της
πρότασης και εκφέρονται στην πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζουν. π.χ.:
ΘΟΥΚ
7.21.3 καὶ πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους καὶ Ἀθηναίους, τοὺς ἀντιτολμῶντας χαλεπωτάτους ἂν [αὐτοῖς] φαίνεσθαι [αντί:
οἷοι Ἀθηναῖοι εἰσιν] || και σε
άντρες τολμηρούς, όπως είναι οι Αθηναίοι, όσοι τολμούσαν να αντιπαραταχθούν θα
τους φαίνονταν πολύ επίφοβοι.
Οι
περιπτώσεις όπου δεν συμβαίνει αυτή η έλξη και η πρόταση εμφανίζεται πλήρης
είναι σπάνιες, π. χ:
ΞΕΝ
ΚΠαιδ 6.1.45 εὖ οἶδ' ὅτι ἄσμενος ἂν πρὸς ἄνδρα οἷος σὺ εἶ ἀπαλλαγείη ||
ξέρω καλά ότι με ευχαρίστηση θα τον εγκαταλείψει και θα έρθει σε έναν άνδρα σαν
εσένα.
Στην πρώτη και κύρια, στην
"κανονική" δηλαδή μορφή έλξης, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως, η
αναφορική αντωνυμία εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς τη λέξη που
προσδιορίζει. Κατά τη λεγόμενη "αντίστροφη έλξη" συμβαίνει, όπως
υποδηλώνει και το όνομά της, το αντίθετο: η λέξη που προσδιορίζεται από αυτήν
εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς την αναφορική αντωνυμία.
Η
δεύτερη αυτή μορφή έλξης δεν είναι τόσο συχνή όσο η πρώτη και όρος για να
συμβεί είναι το εξής: Η αναφορική πρόταση ακολουθεί ύστερα από την εκφορά ενός
μόνο τμήματος της ανολοκλήρωτης ακόμη κύριας πρότασης, από το οποίο δεν
προδιαγράφονται τα συντακτικά συμφραζόμενα στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί.
Η προσωρινή αυτή συντακτική απροσδιοριστία του τμήματος εκείνου της κύριας
πρότασης, το οποίο προηγείται της παρεμβαλλόμενης εξαρτημένης αναφορικής
πρότασης, προκαλεί την εξομοίωση του όρου της κύριας πρότασης προς την
αναφορική αντωνυμία.
Η αντίστροφη
έλξη εμφανίζεται συνήθως στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις
οποίες το ουσιαστικό της κύριας πρότασης που έλκεται από το αναφορικό θα
εκφερόταν, αν δεν υπήρχε έλξη, σε ονομαστική ή αιτιατική. Και αυτή η μορφή
έλξης παρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο:
ΣΟΦ ΟΤ 449-451 τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν πάλαι ζητεῖς ἀπειλῶν κἀνακηρύσσων φόνον τὸν Λαΐειον, οὗτός ἐστιν ἐνθάδε [αντί: ὁ ἀνήρ] || αυτός ο άνθρωπος που τον αναζητάς από καιρό και τον απειλείς διαλαλώντας τον φόνο του Λαΐου ― αυτός λοιπόν είναι εδώ.
Πολύ συνηθισμένη είναι η αντίστροφη έλξη
στην περίπτωση του οὐδεὶς ὅστις (σπάνια ὅς) οὔ όταν
παραλείπεται το ἐστί:
ΠΛ
Πρωτ 317c οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καθ' ἡλικίαν πατὴρ εἴην δεν υπάρχει
κανένας ανάμεσά σας, του οποίου δεν θα μπορούσα να ήμουν πατέρας.
Εδώ
ανήκουν και οι φράσεις θαυμαστὸς
ὅσος, θαυμαστοῦ ὅσου, θαυμασίως
ὡς κ.λπ. αντί
του θαυμαστόν ἔστιν, ὅσος, ὅσου, θαυμάσιόν
ἐστιν, ὡς κ.λπ.:
ΠΛ
Πολ 331a εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα [αντί:
θαυμαστόν ἐστι, ὡς] καλά τα
λέει, με πολύ αξιοθαύμαστο τρόπο.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις η αντίστροφη έλξη
εμφανίζεται και σε συνάρτηση με τοπικά επιρρήματα, π.χ.:
ΣΟΦ
ΟΚ 1224-1227 μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον∙ τὸ δ' ἐπεὶ φανῇ, βῆναι κεῖσ' ὁπόθεν περ ἥκει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα ||
το καλύτερο από όλα είναι να μην γεννηθεί κανείς∙ αλλά αφού γεννηθεί, δεύτερο
καλό είναι να πάει το γρηγορότερο εκεί, από όπου ήρθε.
Το
κεῖθεν τίθεται
στην προηγούμενη πρόταση διότι έλκεται από το ὅθεν∙ κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει εδώ
το ἐκεῖσε αφού
προηγείται ένα ρήμα (βῆναι), το οποίο
απαιτεί μιαν έκφραση που να απαντά στο ερώτημα "προς τα που;". Άλλο
παράδειγμα:
Η θέση του αναφορικού ("έλξη του
αναφορικού ως προς τη θέση", "μετάθεση" ή
"μετατόπιση"): Εκτός από την προηγούμενη, "πτωτική έλξη",
στην ΑΕ απαντάται και το φαινόμενο της "έλξης του αναφορικού ως προς τη
θέση" του. Συχνά, δηλαδή, παρατηρείται, λ.χ., η μετατόπιση ή μετάθεση του
συσχετικού με την αναφορική αντωνυμία ουσιαστικού από την κύρια στην εξαρτημένη
αναφορική πρόταση. Αυτή η μορφή έλξης είναι ένα ακόμη μέσο για να δηλωθεί η
στενή σχέση της αναφορικής με την κύρια πρόταση ή με έναν όρο της τελευταίας.
Ενώ όμως μέσω της "πτωτικής" έλξης η σχέση αυτή παρουσιάζεται ως
"συνένωση" και "συγχώνευση" της αναφορικής και της κύριας
πρότασης σε μία έννοια, με τον υπό συζήτηση τύπο έλξης αναφορική και κύρια
πρόταση συμπλέκονται υπό τη μορφή του αναγκαίου καθορισμού της μιας από την
άλλη.
Οι
εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις αντιστοιχούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα
επίθετα, τα οποία ως επιθετικοί προσδιορισμοί πολύ συχνά ακολουθούν το
ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως π.χ.:
ΞΕΝ
ΚΠαιδ 4.6.9 ἔστι μοι
θυγάτηρ παρθένος ἀγαπητὴ γάμου ἤδη ὡραία || έχω
κόρη παρθένα μονάκριβη σε ηλικία γάμου.
Λογικά
η θέση της αναφορικής πρότασης είναι, όπως και του επιθετικού προσδιορισμού,
μετά το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται και το οποίο προσδιορίζει. Η εξαρτημένη
πρόταση έχει στην περίπτωση αυτήν τη σημασία και τη λειτουργία ενός επιθέτου,
π.χ.:
ΞΕΝ
ΚΑναβ 1.1.2 Κῦρον
μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν σατράπην ἐποίησε τον
Κύρο έστειλε [ο Δαρείος ανθρώπους] και τον προσκάλεσε από την επαρχία, στην
οποία τον είχε διορίσει σατράπη.
Όπως
όμως μπορεί να συμβαίνει και στο συνημμένο με ένα ουσιαστικό επίθετο, έτσι και
στη σχέση κύριας και εξαρτημένης αναφορικής πρότασης ενδέχεται να υπάρξει
ανακατανομή του βάρους και της έμφασης, έτσι ώστε φορέας της
"ουσιαστικής" σημασίας να είναι η εξαρτημένη αναφορική και όχι η
κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή αντιστρέφονται οι λειτουργίες: η δευτερεύουσα
αναφορική πρόταση λειτουργεί ως "ουσιαστικό" και η κύρια επιθετικά,
ως "επίθετο". Την αντιστροφή αυτήν η ΑΕ την δηλώνει
"μεταθέτοντας" ή "μετατοπίζοντας" το ουσιαστικό της κύριας
πρότασης, στο οποίο αναφέρεται η αναφορική, σε αυτήν την τελευταία και
υποτάσσοντάς το στη σύνταξη του ρήματος της εξαρτημένης πρότασης. Το ουσιαστικό
παραμένει κατά την "μετάθεση" ή "μετατόπιση" αυτή, όπως
αποκαλείται το υπό συζήτηση φαινόμενο, χωρίς άρθρο. Παραδείγματα:
ΣΟΦ
Αντ 1156-1157 οὐκ ἔσθ' ὁποῖον στάντ' ἂν ἀνθρώπου βίον οὔτ' αἰνέσαιμ' ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ [αντί: οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνθρώπου βίος, ὁποῖον κ.λπ.] ||
δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ζωή, όποια και αν είναι η κατάστασή της, που θα
μπορούσα να την εξυμνήσω ή να την επικρίνω.
Όταν το ουσιαστικό της κύριας πρότασης
συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό ή έναν προσδιορισμό σε γενική, τότε
υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα "μετατόπισης", από τα οποία προκύπτει ότι
η λέξη και η έννοια που είναι φορέας της έμφασης ενσωματώνεται στην εξαρτημένη
αναφορική πρόταση:
(α)
Το ουσιαστικό μετατοπίζεται μαζί με το επίθετο στην εξαρτημένη αναφορική
πρόταση, ενώ η δεικτική αντωνυμία παραμένει στην κύρια:
ΔΗΜ
52.12 ὧν ἐγὼ ἤθελον τούτῳ ταύτην ἥτις εἴη μεγίστη πίστις δοῦναι για τα
οποία προσφέρθηκα να ορκιστώ στον ενάγοντα με εκείνον που είναι ο πιο βαρύς
όρκος.
(β)
Το ουσιαστικό παραμένει στην κύρια πρόταση, ενώ στην αναφορική πρόταση
μετατίθεται μόνο το επίθετο ή η επιθετική αντωνυμία:
ΘΟΥΚ
2.45.1 παισὶδ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα || για τα
παιδιά όμως και τα νεώτερα αδέρφια όσων παρευρίσκεστε εδώ βλέπω μεγάλο τον
αγώνα.
(γ)
Το επίθετο (ή η μετοχή) διατηρείται στη κύρια πρόταση και στην αναφορική
πρόταση ενσωματώνεται μόνο το ουσιαστικό:
ΕΥΡ
Ελ 306-307 Ἑλένη, τὸν ἐλθόνθ', ὅστις ἐστὶν ὁ ξένος, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι [αντί:
τὸν ἐλθόντα ξένον, ὅστις ἐστί κ.λπ.] ||
Ελένη, όποιος και αν είναι ο ξένος που ήρθε, μη τα θεωρήσεις αληθινά όλα όσα
είπε.
(δ)
Εάν το ουσιαστικό συνοδεύεται από περισσότερα του ενός επίθετα, ενδέχεται το
ένα από αυτά να παραμένει μαζί με το ουσιαστικό στην κύρια πρόταση, ενώ τα άλλα
μετατοπίζονται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:
ΟΜ
Ιλ 2.763-764 ἵπποι μὲν μέγ' ἄρισται ἔσαν
Φηρητιάδαο, τὰς Εὔμηλος ἔλαυνε ποδώκεας
ὄρνιθας ὥς || καλύτερα
με διαφορά αναδείχτηκαν τα άλογα του Φέρητα που τα οδηγούσε ο Εύμηλος,
γοργόποδα σαν πουλιά.
Η παράθεση στο ουσιαστικό, στο οποίο
αναφέρεται η εξαρτημένη αναφορική πρόταση, έλκεται ενίοτε από αυτήν την
τελευταία όταν πρόκειται να καταλάβει εδώ μια πιο κατάλληλη και πιο εμφαντική
θέση:
ΟΜ
Οδ 1.68-70 Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν Κύκλωπος
κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ [Ὀδυσσεύς] ἀλάωσεν, ἀντίθεον
Πολύφημον || ο Ποσειδώνας που σείει τη γη είναι διαρκώς και αγύριστα οργισμένος
εξαιτίας του Κύκλωπα, τον οποίον ο Οδυσσέας τύφλωσε στο μάτι, τον ισόθεο
Πολύφημο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Συχνά ένα ―κατά κανόνα έναρθρο― ουσιαστικό
ενσωματώνεται, ομοιόπτωτο με την αναφορική αντωνυμία, στην εξαρτημένη αναφορική
πρόταση ως επεξήγηση της έννοιας που περιγράφεται με την ίδια αυτή πρόταση:
ΞΕΝ
ΚΠαιδ 1.4.26 τέλος δὲ καὶ ἣν εἶχε στολὴν τὴν Μηδικὴν ἐκδύντα δοῦναί τινι ||
και τέλος ότι έδωσε σε κάποιον, αφού το έβγαλε, και το φόρεμα που είχε το
Μηδικό.
Ως ένας είδος έλξης μπορεί να
χαρακτηριστεί και το φαινόμενο του "εγκιβωτισμού" στην εξαρτημένη
αναφορική πρότασης μιας άλλης, υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρόταση:
Όταν, δηλαδή, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μια άλλη,
υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση (ή μια μετοχή που υποκαθιστά μια
τέτοια δευτερεύουσα πρόταση), τότε οι δύο εξαρτημένες προτάσεις συνδέονται με
τον ακόλουθο τρόπο: Η αναφορική αντωνυμία δεν ακολουθεί τη σύνταξη της
αναφορικής πρότασης, αλλά "έλκεται" και εναρμονίζεται συντακτικά με
την υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση, η οποία έτσι
"εγκιβωτίζεται" στην πρώτη. Κατά τη διεργασία τούτη η αναφορική
αντωνυμία της αναφορικής πρότασης λαμβάνει τη μορφή εκείνη που θα είχε η
δεικτική ή προσωπική αντωνυμία της υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρότασης,
η οποία δεικτική ή προσωπική αντωνυμία όμως τώρα εκπίπτει επιφέροντας τον
"εγκιβωτισμό" αυτής της τελευταίας πρότασης στην αναφορική:
ΘΟΥΚ
6.11.1 ἀνόητον δ' ἐπὶ τοιούτους ἰέναι ὧν κρατήσας μὴ κατασχήσει
τις [αντί: οὓς, ἐπειδὰν αὐτῶν κρατήσῃ, μὴ κατασχήσει
τις] || είναι όμως άτοπο νε επιτεθεί κανείς σε τόσους πολλούς, τους οποίους
όταν τους νικήσει δεν θα μπορέσει να τους κρατήσει υποταγμένους.
ΤA ΣXHMATA ΛOΓOY ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛOΓOΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ: | |||
---|---|---|---|
Τη γραμματική συμφωνία των λέξεων | Τη θέση των λέξεων στην πρόταση | Τη σημασία των λέξεων | Την πληρότητα του λόγου |
|
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου