Δευτερεύουσες Επιρρηματικές Προτάσεις
Δευτερεύουσες Επιρρηματικές Προτάσεις
1. Χρονικές προτάσεις
1. Χρονικές προτάσεις
Χρονικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εκφράζουν χρόνο.
Εισάγονται γενικά με:
α) τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (=
αφού, μόλις), ὅτε (= όταν), ὁπότε (= όταν, τότε που), ἐπεὶ (=
αφού, αφότου), ἐπειδὴ (= αφού, αφότου), ἔως (=
μέχρις ότους, ώσπου), ἔστε (= μέχρι), ἡνίκα, ὁπηνίκα (=
τη στιγμή που, ενώ), πρὶν
β) τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις
γ) τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις: ἐξ’ οὗ, ἐξ’ ὅτου, ἀφ’, ἀφ΄ ὁτου, ἐν ὧ, μέχρι
οὗ, ἂχρι οὗ, ἓως οὗ
δ) τις φράσεις: ἐπεὶ πρῶτον, ἐπεὶ
τάχιστα, ἐπειδὴ τάχιστα, ὡς τάχιστα, οὐ πρότερον ...πρίν, οὐ πρόσθεν ...πρὶν
Χρονικές
βαθμίδες και τρόπος που εισάγονται
Οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν τις χρονικές βαθμίδες
του προτερόχρονου, σύγχρονου και υστερόχρονου.
Κατά το προτερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης
προηγείται χρονικά της πράξης της κύριας πρότασης.
Κατά το σύγχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης γίνεται
ταυτόχρονα με την πράξη της κύριας πρότασης.
Κατά το υστερόχρονο η πράξη της χρονικής πρότασης
γίνεται μετά από την πράξη της κύριας πρότασης.
Αναλυτικά
Όταν εκφράζουν το προτερόχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὡς (=
αφού, μόλις), ἐπεί (= αφού, αφότου), ἐπειδή (=
αφού, αφότου)
β) τις χρονικές εκφράσεις: ἐπεὶ τάχιστα (=
αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ τάχιστα (= αμέσως μόλις, όταν), ἐπειδὴ πρῶτον, ἀφ' οὗ (=
αφού, αφότου), ἐξ οὗ (= αφού, αφότου), ἐξ ὅτου (=
αφού, αφότου), ἀφ' ὅτου (= αφού, αφότου), πρὶν + έγκλιση.
Μεταφράζονται γενικά με το αφού + οριστική.
Ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην,
ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε καὶ ἀσπαζομένων ἀλλήλους σχήματα παρῆν θεάσασθαι
(= Κι αφού ο Διόνυσος σηκώθηκε και έδωσε το χέρι του
στην Αριάδνη για να σηκωθεί και αυτή, εκεί πια παρουσίασαν την ενσάρκωση των
εραστών που φιλούν και αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο.)
Ἐπεὶ δ' ὁ χειμὼν ἔληγεν, οἱ Ἀθηναῖοι ἔπλευσαν εἰς Προκόννησον.
(= Αφού τέλειωνε ο χειμώνας, οι Αθηναίοι ἔπλευσαν
στην Προκόννησο.)
Ἐπειδή τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη, ἔρχονται ἐπὶ τὸν Ἀγόρατὸν εἰς τὸν Πειραιᾶ.
(= Αφού εγκρίθηκε αυτό το ψήφισμα, έρχονται στον
Πειραιά να συλλάβουν τον Αγόρατο.)
Ἀφ' ὅτου πολέμιοι γεγενήμεθα, ουδεὶς ὑμῖν
συμμαχεῖ.
(= Αφότου έχουμε γίνει εχθροί, κανείς δε συμμαχεί μαζί
σας.)
Οὔτε τότε Κύρῳ ἤθελεν ἰέναι, πρὶν ἡ γυνὴ αὐτὸν ἔπεισε.
(= Ούτε τότε ήθελε να πάει στον Κύρο, παρά αφού τον
έπεισε η γυναίκα του.)
Όταν εκφράζουν το σύγχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ὅτε, ὁπότε (=
όταν, τότε που), ἕως, ἔστε, μέχρι, ἄχρι (= μέχρις ότου, ώσπου), ἡνίκα, ὁπηνίκα (=
τη στιγμή που, ενώ)
β) με τα χρονικά επιρρήματα: ὁσάκις, ὁποσάκις (=
κάθε φορά που)
γ) με τις αναφορικές εκφράσεις: ὅσον χρόνον, ἐν ᾧ, ἐν ὅσῳ (=
ενώ, καθώς, στο διάστημα που)
Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν.
(= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην
Άβυδο.)
Ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός, ἀπέλειπον τὰς ἐπάλξεις.
(= Κάθε φορά που επικρατούσε κακοκαιρία, εγκατέλειπαν
τις επάλξεις.)
Αὐτοῦ διατρίψωμεν, ἕως ἂν φῶς γένηται.
(= Ας μείνουμε εδώ, ώσπου να ξημερώσει.)
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη.
(= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι το
Σωκράτη.)
Ἐν ὅσῳ ταῦτ' ἐπράττετο, Ἐπαμεινώνδας ἐξῄει.
(= Καθώς γίνονταν αυτά, ο Επαμεινώνδας εκστράτευε.)
Όταν εκφράζουν το υστερόχρονο, εισάγονται:
α) με τους χρονικούς συνδέσμους: ἕως, ἔστε,ἄχρι, μέχρι, πρὶν + απαρέμφατο (=
προτού να)
β) με τις εμπρόθετες αναφορικές
εκφράσεις: μέχρι οὗ, ἄχρι οὗ, μέχρι ὅτου, ἄχριὅτου (= μέχρις ότου, έως ότου)
Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα.
(= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη
Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.)
Περιμένετε, ἔστε ἂν ἔλθῃ.
(= Περιμένετε, μέχρι να έλθει.)
Ταῦτα ἐποίουν, μέχρι σκότος ἐγένετο.
(= Αυτά έκαναν, μέχρις ότου σκοτείνιασε.)
Γέγραφε δὲ καὶ ταῦτα ὁ αὐτὸς Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ἑξῆς, ὡς ἕκαστα ἐγένετο, κατὰ θέρη καὶ χειμῶνας, μέχρι οὗ τήν τε ἀρχὴν κατέπαυσαν τῶν Ἀθηναίων Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι...)
(= Ο αυτός Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την
ιστορία των γεγονότων αυτών με τη σειρά που έγιναν αυτά κάθε καλοκαίρι και
χειμώνα, μέχρις ότου οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους κατέλυσαν τη
Αθηναϊκή ηγεμονία...)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης,
σε πολλές περιπτώσεις όμως εκφράζουν και επιθυμία.
Δέχονται άρνηση οὐ, όταν το ρήμα τους βρίσκεται σε οριστική· όταν το
ρήμα τους βρίσκεται σε υποτακτική ή ευκτική δέχονται άρνηση μή.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν πραγματικό γεγονός:
Ὅτε ἡ ναυμαχία ἐγένετο, ἔτυχεν ἐν Ἀβύδῳ ὤν.
(= Όταν έγινε η ναυμαχία, έτυχε να βρίσκεται στην
Άβυδο.)
Ειδικές περιπτώσεις: Μερικές
φορές οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με οριστική περιέχουν και υπόθεση.
Στην περίπτωση αυτή ο υποθετικός λόγος μπορεί να δηλώνει:
α) το πραγματικό
Ὅτ' εὐτυχεῖς (εἰ εὐτυχεῖς), μὴ μέγα φρόνει.
(= Όταν (αν) ευτυχείς, μη μεγαλοφρονείς)
β) το αντίθετο του πραγματικού
Ὁπότε (εἴ ποτε) ἐκεῖνο ἔγνωμεν, ἱκανῶς ἂν εἶχεν ἡμῖν.
(Όποτε (αν ποτέ) γνωρίζαμε εκείνο, το πρόβλημά μας θα
λυνόταν.)
υποτακτική:
Στην περίπτωση αυτή οι σύνδεσμοι ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή συνοδεύονται
από το αοριστολογικό ἂν, ενώνονται με αυτό σε μια λέξη και γίνονται ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν(ή ἐπήν), ἐπειδάν.
Με τους άλλους χρονικούς συνδέσμους το ἂν δεν ενώνεται σε μια λέξη.
Οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με υποτακτική
εκφράζουν:
α) το προσδοκώμενο· το
ρήμα της κύρια πρότασης βρίσκεται σε οριστική
μέλλοντα ή προστακτική.
Ἐπειδὰν ὁ πόλεμος παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ταῦτα.
(= Όταν περάσει ο πόλεμος, θα σας τα
επιστρέψουμε.)
β) την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον· στην
περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική ενεστώτα.
Ὅταν βορρᾶς πνέῃ, καλοί πλοῖ εἰσιν.
(= Όταν φυσάει βοριάς, είναι ωραία τα ταξίδια.)
ευκτική:
α) αόριστη επανάληψη στο παρελθόν· στην
περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε οριστική
παρατατικού ή δυνητική οριστική. Οι προτάσεις αυτές
ονομάζονται χρονικοϋποθετικές, επειδή συγγενεύουν με τις αντίστοιχες
υποθετικές προτάσεις (6ο είδος).
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη.
(= Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα πάλι το
Σωκράτη.)
β) απλή σκέψη του λέγοντος· στην
περίπτωση αυτή το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε δυνητική ευκτική·
ισοδυναμούν με τις υποθετικές προτάσεις 5ου είδους.
Ὁπότε τὸν μισθὸν ἔχοιμεν, ἀπίοιμεν ἂν.
(= Όταν έχουμε το μισθό, μπορούμε να φύγουμε.)
ευκτική του πλάγιου λόγου (αντί της
υποτακτικής), όταν στην κύρια πρόταση έχουμε ρήμα ιστορικού
χρόνου.
Σπονδὰς ἐποιήσαντο, ἕως ἀπαγγελθείη τὰ λεχθέντα εἰς Λακεδαίμονα.
(= Έκαναν συνθήκες μέχρις ότου να αναγγελθούν στη
Λακεδαίμονα αυτά που ειπώθηκαν.)
Η σύνταξη του συνδέσμου πρὶν
Ο σύνδεσμος πρὶν συντάσσεται: α) με
έγκλιση, συνήθως μετά από αρνητική πρόταση και δηλώνει
το προτερόχρονο β) με απαρέμφατο, συνήθως ύστερα από καταφατική
πρόταση και δηλώνει γεγονός ενδεχόμενο και υστερόχρονο
α) έγκλιση:
οριστική ιστορικού χρόνου,
όταν δηλώνει το πραγματικό. Μεταφράζεται με: παρά αφού, ἐως ότου
+ οριστική
Οὐ πρότερον ἠθέλησεν ἀπελθεῖν, πρὶν αὐτὸν ἐξήλασαν.
(= Δε θέλησε πρωτύτερα να φύγει, παρά αφού τον
εξόρισαν)
υποτακτική + αν αοριστολογικό. Η πρόταση είναι
χρονικοϋποθετική και δηλώνει το προσδοκώμενο ή το αόριστα επαναλαμβανόμενο στο
παρόν ή στο μέλλον. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν να + υποτακτική
Μὴ ἀπέλθητε, πρὶν ἂν ακούσητε.
(= Μη φύγετε, πριν να ακούσετε.)
ευκτική του πλάγιου λόγου ύστερα από ρήματα ιστορικού
χρόνου
Οὐκ ἀφίεσαν πρὶν παραθεῖεν αὐτοῖς ἄριστον.
(= Δεν τους άφηναν να φύγουν πριν τους παραθέσουν
πρόγευμα.)
β) απαρέμφατο. Μεταφράζεται με: προτού να, πριν
να + υποτακτική
Οὗτοι οὖν διέβησαν, πρὶν τοὺς ἄλλους ἀποκρίνασθαι.
(= Αυτοί λοιπόν πέρασαν προτού να αποκριθούν οι
άλλοι.)
Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός του
χρόνου του ρήματος της κύριας πρότασης.
Ισοδυναμούν με:χρονική μετοχή, εμπρόθετο προσδιορισμό
του χρόνου, γενική του χρόνου, δοτική του χρόνου, αιτιατική του χρόνου, χρονικά
επιρρήματα, επιρρηματικό κατηγορούμενο του χρόνου.
Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις
που εκφράζουν αιτία. Μεταξύ της αιτιολογικής πρότασης και της κύριας υπάρχει η
σχέση του αιτίου και του αποτελέσματος, δηλαδή η αιτιολογική εκφράζει την αιτία
και η κύρια το αποτέλεσμα.
Εισάγονται:
α) με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι, διότι, ὡς (=
διότι, για τον λόγο ότι, επειδή, γιατί, εφόσον), ἐπεί, ἐπειδή, διόπερ, διότι περ,
(= διότι ακριβώς, διότι βέβαια) ἐπείπερ, ἐπειδήπερ, (= επειδή ακριβώς, επειδή βέβαια)
β) με το εἰ (= που, αφού, επειδή)
Παρατηρήσεις:
Ο σύνδεσμος ὅτι εκφράζει αντικειμενική αιτία και
κανονικά βρίσκεται μετά από ρήματα που εκφράζουν ψυχικό πάθος: ἥδομαι,
θαυμάζω, χαίρω, χάριν ἔχω, χαρίζομαι, ἀγαπῶ, αἰσχύνομαι, ἐπιτιμῶ, ή μετά από τις φράσεις: αἰσχρὸν ἐστι,
δεινὸν ἐστι, ἀγαπητὸν ἐστι, θαυμαστὸν ἐστι, πλημμελὲς ἐστιν.
Μετά τα παραπάνω ρήματα και εκφράσεις
εισάγει αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας και ο
σύνδεσμος εἰ. Οι προτάσεις αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν και
ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων που δηλώνουν ψυχικό πάθος.
Κανονικά ακολουθούν την κύρια πρόταση, σε αντίθεση με τις υποθετικές
προτάσεις οι οποίες προηγούνται. Διακρίνονται επίσης από τις πλάγιες
ερωτηματικές εξαιτίας της εξάρτησής τους από διαφορετικής σημασίας ρήματα.
Παίρνουν άρνηση μή ή οὐ.
Ο σύνδεσμος ὡς εκφράζει υποκειμενική αιτία.
Οι σύνδεσμοι ὡς και ἐπεί εισάγουν κύρια πρόταση που αιτιολογεί τα
προηγούμενα μετά από τελεία ή άνω τελεία κι αν δεν ακολουθεί βεβαίως άλλη
πρόταση.
Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος.
(= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα,
διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.)
Μὴ θαυμάζετε, ὅτι χαλεπῶς φέρω τοῖς παρούσι πράγμασι.
(= Μην απορείτε, επειδή αγανακτώ με την παρούσα
κατάσταση.)
Οὐ πολλῷ δέω χάριν ἔχω τῷ κατηγόρῳ, ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα
τουτονί.
(= Σχεδόν χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, γιατί μου
ετοίμασε αυτή τη δίκη.)
Ἀγοράτου δὲ ἀπεψηφίσαντο, διότι ἐδόκει προθύμως τούτους ἀπολλύναι.
(= Τον Αγόρατον τον αθώωσαν, διότι τους φαινόταν ότι
πρόθυμα φόνευσε αυτούς τους άνδρες.)
ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων
(= η δική μου καρδιά όμως γέλασε για το πώς τους
παραπλάνησε το όνομά μου και το άψογο τέχνασμα.)
Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤθελον καθαιρεῖν τὰ τείχη, φρουρὰν φαίνουσιν ἐπ' αὐτούς.
(= Επειδή δεν ήθελαν να κατεδαφίσουν τα τείχη, τους
κήρυξαν τον πόλεμο.)
Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοί τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι·
(= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια
δουλειά, θα φύγω·)
Θαυμάζω δ' ἔγωγε, εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ένθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται.
(= Εγώ τουλάχιστον απορώ, γιατί κανείς από σας ούτε
θυμάται ούτε οργίζεται.)
Οὐ θαυμαστόν εἰ μἠ τούτων ἐνεθυμήθησαν;
(= Δεν είναι παράδοξο που δε θυμήθηκαν αυτά;)
Φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους.
(= Αλοίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν
ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν πολεμώντας όλους τους βαρβάρους.)
Ὡς χρὴ σὲ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι τὴν φρόνησιν. > κύρια
(= Γιατί πρέπει να θεωρείς σημαντική τη
φρόνηση.)
Νῦν δὲ, ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις καὶ ἐμοὶ τις ἀσχολία ἐστίν, ἄπειμι· ἐπεί καὶ ταῦτ' ἂν ἴσως οὐκ ἀηδῶς σου ἤκουν. > κύρια
(= Και τώρα, επειδή δε θέλεις, κι εγώ έχω κάποια
δουλειά, θα φύγω· γιατί και αυτά με ευχαρίστηση θα τα άκουα από σένα.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση οὐ
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό:
Ξενοφῶντα ᾐτιῶντο, ὅτι ἐδίωκεν ἀπὸ τῆς φάλαγγος.
(= Κατηγορούσαν τον Ξενοφῶντα,
διότι τους απομάκρυνε από τη φάλαγγα.)
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο
παρελθόν ή μη πραγματικό:
Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν.
(= Δεν έλεγε τις πράξεις μου, γιατί θα έδειχνε την
αρετή μου.)
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρόν
ή στο μέλλον:
Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν, ὡς ἐγὼ οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἤ σοῦ.
(= Σε παρακαλώ λοιπόν να μείνεις μαζί μας, γιατί εγώ
κανέναν άλλο δε θα άκουα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκτός από σένα.)
ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν εξαρτώνται από
ρήμα ιστορικού χρόνου:
Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο.
(= Οι στρατηγοί απορούσαν γιατί ο Κύρος δε φαινόταν.)
Χρησιμεύουν ως: επιρρηματικός προσδιορισμός της
αιτίας του ρήματος της κύριας πρότασης· για το λόγο αυτό ακολουθούν την
κύρια πρόταση. Σπανίως χρησιμοποιούνται και ως επεξήγηση σε εμπρόθετο
προσδιορισμό της αιτίας.
Διὰ τοῦτο κρίνεται, ὅτι παρὰ τοὺς νόμους δημηγορεῖ.
Ισοδυναμούν με: αιτιολογική μετοχή, εμπρόθετο
προσδιορισμό της αιτίας, γενική της αιτίας, δοτική της αιτίας, αιτιατική της
αιτίας.
Τελικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που
εκφράζουν σκοπό (α.ε. τέλος = σκοπός), το τελικό αίτιο, το στόχο που εκφράζεται
στην κύρια πρόταση.
Εισάγονται:
Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας.
(= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.)
Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν.
(= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να
προσέχουν οι εχθροί αυτό το δρόμο.)
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν.
(= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να
μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις
επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση μὴ
Εκφέρονται με:
υποτακτική, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο με
βεβαιότητα:
Κύνας τρέφομεν, ἵνα φυλάττωσι τὰς οἰκίας.
(= Εκτρέφουμε σκύλους, για να φυλάνε τα σπίτια.)
υποτακτική< + αοριστολογικό ἂν, όταν
δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο υπό προϋπόθεση:
Ἄκουσον, ὡς ἂν μάθῃς.
(= Άκουσε, για να μάθεις.)
ευκτική του πλάγιου λόγου, όταν δηλώνουν σκοπό
υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν και μετά από ρήμα ιστορικού
χρόνου:
Ξενοφῶν ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανερὰν ἔκβασιν, ὅπως ταύτῃ τῇ ὁδῷ οἱ πολέμιοιπροσέχοιεν τὸν νοῦν.
(= Ο Ξενοφώντας βάδιζε προς το φανερό πέρασμα, για να
προσέχουν οι εχθροί αυτό το δρόμο.)
οριστική ιστορικού χρόνου,
όταν προηγείται ευχή ανεκπλήρωτη ή κάτι που δεν έγινε, και δηλώνουν σκοπό
ανεκπλήρωτο:
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης ἐξαπατᾶν.
(= Έπρεπε εμείς τότε να πάρουμε τις εγγυήσεις, για να
μην μπορούσε ο Σεύθης να μας εξαπατά.)
Εκφέρονται επίσης και με:
οριστική μέλλοντα:
Συμπράττουσι, ὅπως μεγίστην δόξαν ἕξουσι
δυνητική ευκτική, ως απόδοση λανθάνουσας υπόθεσης:
Γύμναζε σαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις, ὅπως ἂν δύναιο καὶ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν.
(= Να γυμνάζεις τον εαυτό σου με κόπους εκούσιους, για
να μπορείς να υπομένεις και τους ακούσιους.)
ευκτική, χωρίς εξάρτηση από ιστορικό χρόνο:
Ἆρ' οὐκ ἂν ἔλθοι βασιλεὺς ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις φόβον παράσχοι;
Χρησιμεύουν ως:
α) επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού σε
ρήματα οποιασδήποτε σημασίας και ιδίως σ' αυτά που δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη
ενέργεια:
Ἀβρακόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ.
β) επεξήγηση σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού
και κυρίως στα: διὰ τοῦτο, τούτου ἕνεκα:
Διὰ τοῦτο συλλέγεσθε, ἵνα οἱ ἀδυνατώτεροι τολμῶσι περὶ τοῦ δικαίου ἀμβισβητεῖν.
Στρατηγοὺς αἱροῦνται τούτου ἕνεκα, ἵνα αὑτοῖς ἡγεμόνες ὦσι.
Ισοδυναμούν με: τελική μετοχή, απαρέμφατο του
σκοπού, επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού, εμπρόθετο προσδιορισμό του
σκοπού, γενική και αιτιατική του σκοπού, συμπερασματική πρόταση της μορφής ὥστε ή ὡς +
απαρέμφατο που δηλώνει επιδιωκόμενο σκοπό.
Υποθετικές λέγονται οι δευτερεύουσες
προτάσεις που εκφράζουν υπόθεση.
Εισάγονται:
Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί.
(= Αν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί.)
Ἥξω παρὰ σὲ αὔριον, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ.
(= Θα έρθω αύριο σε σένα, αν το θέλει ο θεός.)
Ἄν γὰρ ὀρθῶς μάθητε τὰ πραχθέντα, ῥᾳδίως γνώσεσθ’ ἅ μου κατεψεύσαντο οἱ κατήγοροι.
(= Αν πληροφορηθείτε σωστά όσα συνέβησαν, εύκολα θα
αντιληφθείτε όσα ψευδώς μου καταλογίσουν οι κατήγοροι.)
Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν.
(= Αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να
πεθάνει.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσεως
και επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση μὴ και σπανίως οὐ.
Εκφέρονται με:
οριστική:
Εἰ τοῦτ' ἐποίουν, ἐνίκων ἂν.
(= Αν το έκαναν, θα νικούσαν.)
υποτακτική:
Ἐάν τι ἔχω ἀγαθόν, διδάσκω
(= Αν έχω κάτι καλό, το διδάσκω.)
ευκτική:
Εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον.
(= Αν έπιαναν κάποιον, τον σκότωναν.)
Χρησιμεύουν ως:
α) επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει υπόθεση
Ισοδυναμούν με: υποθετική μετοχή, οποιαδήποτε
έκφραση με υποθετική σημασία.
ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Σε κάθε υποθετική πρόταση αντιστοιχεί και μια κύρια.
Και οι δυο μαζί αποτελούν ένα λογικό σύνολο που ονομάζεται υποθετικός
λόγος.
Στο υποθετικό λόγο η υποθετική
πρόταση ονομάζεται υπόθεση ή ηγούμενο (= προηγούμενο)
και η κύρια ονομάζεται απόδοση ή επόμενο ή συμπέρασμα.
Μεταξύ της υποθετικής πρότασης και της κύριας υπάρχει
η λογική σχέση του αιτίου προς το αποτέλεσμα· η υποθετική
πρόταση εκφράζει το αίτιο και
η κύρια το αποτέλεσμα.
Οι υποθετικοί λόγοι διακρίνονται σε έξι είδη ανάλογα:
α) με τον τρόπο που εισάγεται και εκφέρεται η υπόθεση,
β) με την έγκλιση της απόδοσης και
γ) με τη σημασία τους
Είδος
|
Σημασία
|
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
1ο
|
Πραγματικό
|
εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου
|
οποιαδήποτε έκγλιση
|
2ο
|
Αντίθετο του πραγματικού
|
δυνητική οριστική
|
|
3ο
|
Προσδοκώμενο
|
ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική
|
οριστική μέλλοντα
|
4ο
|
Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
|
ἐὰν, ἂν, ἤν + υποτακτική
|
οριστική ενεστώτα
|
5ο
|
Απλή σκέψη του λέγοντος
|
εἰ + ευκτική
|
δυνητική ευκτική
|
6ο
|
Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
|
εἰ + ευκτική (επαναληπτική)
|
οριστική πρτ. ή δυνητική οριστική αορ.
|
1ο είδος: Το πραγματικό
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου
|
οποιαδήποτε έκγλιση
|
Εἰ εἰσὶ βωμοί, εἰσὶ καὶ θεοί.
> οριστική ενεστώτα / οριστική
(= Αν υπάρχουν βωμοί, υπάρχουν και θεοί.)
Εἰ σὺ βούλει, ἐπανέλθωμεν
> οριστική ενεστώτα / υποτακτική
(= Αν θέλεις, ας επανέλθουμε.)
Εἰ δέ τις ἄλλο ὁρᾶ βέλτιον, λεξάτω
> οριστική ενεστώτα / προστακτική
(= Αν κάποιος βλέπει κάτι καλύτερο, ας το πει.)
Εἰ ἐκεῖνα πέπραχεν ὀρθῶς, καλῶς ἂν ἔσχεν
> οριστική παρακείμενου / δυνητική οριστική
(= Αν εκείνα τα έχει κάνει σωστά, θα ήταν καλά.)
Εἰ μὲν οὖν ταῦτα λέγων διαφθείρω τοὺς
νέους, ταῦτα ἂν εἴη βλαβερά.
> οριστική ενεστώτα / δυνητική ευκτική
(= Αν λέγοντας αυτά διαφθείρω τους νέους, αυτά θα ήταν
βλαβερά.)
Περιορισμός: Δεν μπορεί να υπάρχει στην υπόθεση
οριστική ιστορικού χρόνου και στην απόδοση δυνητική
οριστική, γιατί τότε έχουμε 2ο είδος.
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν,
στην υπόθεση: η οριστική μεταφράζεται
με οριστική, διατηρώντας τον αντίστοιχο χρόνο,
στην απόδοση: η οριστική,
η υποτακτική και η προστακτική μεταφράζονται με τις
αντίστοιχες εγκλίσεις της ν.ε.. Η δυνητική οριστική και
η δυνητική ευκτικήμεταφράζονται με δυνητική οριστική της ν.ε. (=
θα + παρατατικός)
Δηλώνει: όπως συνηθίζουμε να λέμε, το πραγματικό.
Η έννοια του πραγματικού δε σχετίζεται τόσο με την πραγματικότητα, όσο με τη
σχέση μεταξύ υπόθεσης και απόδοσης. (Δες και στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
ή στο συντακτικό του Κ. Σ. Κατεβαίνη)
εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὐκ εἰσὶν θεοί
( = αν οι θεοί κάνουν κάτι ανήθικο, δεν είναι θεοί.
Δεν υπάρχει ζήτημα «πραγματικού» αν οι θεοί κάνουν
κάτι ανήθικο ή δεν είναι θεοί· είναι προφανές ότι δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε
το άλλο, γιατί οι θεοί δεν κάνουν κάτι αισχρό και είναι θεοί.
Πραγματικό είναι μόνο ότι αν ισχύει η υπόθεση θα
ισχύει και η απόδοση.
2ο είδος: Το αντίθετο του πραγματικού
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
δυνητική οριστική
ή α) παρατατικός απρόσωπου ρ. ή απρόσωπης έκφρασης + απαρέμφατο β) ένα από τα ρ. ἐβουλόμην, ἔμελλον, ἐκινδύνευσα + απαρέμφατο, στις περιπτώσεις αυτές χωρίς το δυνητικό ἂν. |
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκέλευον, οὐκ ἂν ἐποίει Ἀγασίας.
> οριστική παρατατικού / δυνητική οριστική
(= Αν δε διέταζα εγώ, ο Αγασίας δε θα το έκανε / δε θα
το είχε κάνει.)
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκέλευσα, οὐκ ἂν ἐποίησεν Ἀγασίας.
> οριστική αόριστου / δυνητική οριστική
(= Αν δε διέταζα εγώ, ο Αγασίας δε θα το έκανε / δε θα
το είχε κάνει.)
Εἰ μὴ ἐγὼ ἐκεκελεύκειν, οὐκ ἂν ἐπεποιήκει Ἀγασίας.
> οριστική υπερσυντέλικου / δυνητική οριστική
(= Αν δεν είχα διατάξει εγώ, ο Αγασίας δε θα το είχε
κάνει.)
καίτοι εἰ ἦσαν ἄνδρες, ὥσπερ φασίν, ἀγαθοί, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας, τόσῳ δὲ φανερωτέραν ἐξῆν αὐτοῖς τὴν ἀρετὴν διδοῦσι καὶ δεχομένοις τὰ δίκαια δεικνύναι.
> οριστική παρατατικού / παρατατικός απρόσωπου
ρήματος + απαρέμφατο
(= "Αν και, αν ήταν όπως λένε, άντρες γενναίοι
και ενάρετοι, όσο πιο αδύνατο ήταν στους άλλους να τους κυριέψουν, τόσο πιο
φανερά θα μπορούσαν, δίνοντας και παίρνοντας τη δίκαιη κρίση να δείχνουν την
αρετή τους." μτφρ. Ε. Λαμπρίδη)
Ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.
> οριστική αόριστου β' / ἐκινδύνευσα
+ απαρέμφατο
(= "Θα χαλιόταν όλη η πολιτεία, αν σηκωνόταν
άνεμος ευνοϊκός για να ξαπλωθεί η πυρκαγιά." μτφρ. Ε. Λαμπρίδη)
Παρατήρηση: σπάνια χρησιμοποιείται στην απόδοση η απλή
οριστική αρκτικού χρόνου, είτε σε ρητορικούς λόγους είτε εξαιτίας της έλλειψης
της πραγματικής απόδοσης:
Εἰ δ' ἦσθα μετρία, τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας ἀνθρώποισιν
> οριστική παρατατικού / οριστική παρακείμενου
(= Αν ήξερες μόνο το μέτρο να κρατήσεις, θα ήσουν η
πιο καλή από τους θεούς για τους ανθρώπους.)
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν,
στην υπόθεση:
η οριστική
παρατατικού και αόριστου μεταφράζεται με παρατατικό,
η οριστική υπερσυντέλικου με υπερσυντέλικο.
στην απόδοση:
ο δυνητικός
παρατατικός και αόριστος μεταφράζονται με θα +
παρατατικό ή υπερσυντέλικο,
ο δυνητικός υπερσυντέλικος μεταφράζεται
με το θα + υπερσυντέλικο.
Δηλώνει: το αντίθετο του πραγματικού, το μη
πραγματικό, "κάτι, δηλαδή, που δεν μπορεί ή δεν θα μπορούσε να γίνει,
καθώς βρίσκεται σε αντίθεση προς ό,τι πραγματικά συμβαίνει ή συνέβη. Η απόδοση
δηλώνει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν θα γινόταν ή είχε γίνει πραγματικότητα η
υπόθεση".
3ο είδος: Το προσδοκώμενο
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
ἐάν, ἂν, ἤν + υποτακτική
|
οριστική μέλλοντα
ή μελλοντική έγκλιση ή έκφραση (υποτακτική, δυνητική ή ευχετική ευκτική, προστακτική, οριστική ενεστώτα ή αόριστου ή παρακείμενου με μελλοντική σημασία, συντελεσμένος μέλλοντας, απρόσωπο ρήμα + τελικό απαρέμφατο, ρηματικό επίθετο σε -τος ή -τέος + ἐστί) |
ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ, ἥξω παρὰ σὲ αὔριον
> υποτακτική / οριστική μέλλοντα
(= αν το θέλει ο θεός, αύριο θα έρθω σε σένα.)
ἐὰν οὖν, ὦ Σώκρατες, πολλὰ πολλῶν πέρι, θεῶν καὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως, μὴ δυνατοὶ γιγνώμεθα πάντῃ πάντως αὐτοὺς ἑαυτοῖς ὁμολογουμένους λόγους καὶ ἀπηκριβωμένους ἀποδοῦναι, μὴ θαυμάσῃς
> υποτακτική / υποτακτική
(= αν, λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να
διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για
πολλά και ποικίλα ζητήματα ―για τους θεούς και τη γέννηση του σύμπαντος―, μην
εκπλαγείς.)
ἐὰν ἡμεῖς ἐπιχειρῶμεν τὰ αὐτὰ λόγῳ ψιλῷ κοσμεῖν, τάχ' ἂν δεύτεροι φαινοίμεθα
> υποτακτική / δυνητική ευκτική
(= αν εγώ επιχειρήσω να εγκωμιάσω τα ίδια έργα με τον
γυμνό πεζό λόγο, θα μπορούσα να φανώ κατώτερος.)
Ἀλλ' ἤν σε τοῦ λοιποῦ ποτ' ἀφέλωμαι χρόνου͵ πρόρριζος
αὐτός͵ ἡ γυνή͵ τὰ παιδία͵ κάκιστ' ἀπολοίμην
> υποτακτική / ευχετική ευκτική
(= Αλλά αν σου τα αφαιρέσω κάποτε στο μέλλον, να
αφανιστώ με τον χειρότερο τρόπο ο ίδιος, αλλά κι η γυναίκα και τα παιδιά
μου.)
Ἐὰν πάντα ἀκούσητε, κρίνατε.
> υποτακτική / προστακτική
(= Αν τα ακούσετε όλα, κρίνετε.)
ἢν δ' ἡμεῖς νικήσωμεν, ἡμᾶς δεῖ τοὺς ἡμετέρους φίλους τούτων ἐγκρατεῖς ποιῆσαι
> υποτακτική / απρόσωπο ρήμα + τελικό
απαρέμφατο
(= αν, όμως, νικήσουμε εμείς, πρέπει να καταστήσουμε
τους δικούς μας φίλους κυρίους τους)
ἢν θανῇς σύ, παῖς ὅδ' ἐκφεύγει μόρον
> υποτακτική / οριστική ενεστώτα με μελλοντική
σημασία
αν πεθάνεις εσύ, το παιδί αυτό θα γλυτώσει τον
θάνατο.
Ἐὰν δ' ὑμᾶς ἐξαπατήσωσι, τῶν παρόντων κακῶν ἔσονται ἀπηλλαγμένοι.
> υποτακτική / συντελεσμένος μέλλοντας
(= Αν σας εξαπατήσουν, θα είναι απαλλαγμένοι από τα
παρόντα κακά.)
ἐὰν δέ τις κατά τι κακὸς γίγνηται, κολαστέος ἐστί.
> υποτακτική / ρηματικό επίθετος σε -τέος
(= αν κάποιος γίνει κακός, πρέπει να τιμωρηθεί.)
Μετάφραση:
Τα ἐάν, ἂν, ἤν μεταφράζονται με το αν,
στην υπόθεση:
η υποτακτική μεταφράζεται
με υποτακτική,
στην απόδοση:
οι εγκλίσεις των διαφόρων περιπτώσεων μεταφράζονται με
τις αντίστοιχες εγκλίσεις της ν.ε.
τα ρηματικά επίθετα σε -τέος μεταφράζονται με το
πρέπει + να + ρήμα
τα ρηματικά επίθετα σε -τός μεταφράζονται μπορεί + να
+ ρήμα
Δηλώνει: το προσδοκώμενο
4ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
|
ἐάν, ἂν, ἤν + υποτακτική
|
οριστική ενεστώτα
γνωμικός αόριστος, παρακείμενος |
|
Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνήσκειν.
> υποτακτική / οριστική ενεστώτα
(= Αν πλησιάσει ο θάνατος, κανείς δε θέλει να
πεθάνει.)
ἢν δέ τις τούτων τι παραβαίνῃ͵ ζημίαν αὐτοῖς ἐπέθεσαν
> υποτακτική / γνωμικός αόριστος
(= αν κάποιος υποπέσει σε κάποιο από αυτά τα αδικήματα,
τιμωρείται.)
ἐὰν ἁμάρτῃ τις, ζημίας κατὰ τὴν ἀξίαν εἴληφεν.
> υποτακτική / παρακείμενος
(= αν κάποιος σφάλει, έχει την τιμωρία που του
αξίζει.)
Μετάφραση:
Τα ἐάν, ἂν, ἤν μεταφράζονται με το αν, ή "όσες φορές" +
υποτακτική
στην υπόθεση:
η υποτακτική μεταφράζεται
με υποτακτική,
στην απόδοση:
η οριστική ενεστώτα μεταφράζεται
με οριστική ενεστώτα
ο γνωμικός αόριστος μεταφράζεται
με ενεστώτα· συχνά με την προσθήκη του συνήθως,
ο παρακείμενος μεταφράζεται
με παρακείμενο
Δηλώνει: την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
5ο είδος: Απλή σκέψη του λέγοντος
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
|
εἰ + ευκτική
|
δυνητική ευκτική
ή οριστική αρκτικού χρόνου, ευχετική ευκτική, προστακτική |
|
Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
> ευκτική / δυνητική ευκτική
(= Αν οι πολίτες ομονοούσαν, η πόλ θα γινόταν
ευτυχισμένη.)
εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ... ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν ...
> ευκτική / οριστική ενεστώτα
αν θέλαμε να αντιμετωπίζουμε κινδύνους με άνεση ...
έχομεν το πλεονέκτημα...
Εἰ δ' ἀντίσχοιεν, μελετήσομεν καὶ ἡμεῖς ἐν
πλέονι χρόνῳ τὰ ναυτικά.
> ευκτική / οριστική μέλλοντα
(= αν πάλι αντέξουν, θα ασκηθούμε και εμείς
περισσότερο χρόνο στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις.)
Εἴ τις τάδε παραβαίνοι, ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος
> ευκτική / προστακτική
(= Αν κάποιος αυτά παραβαίνει, ας έχει την κατάρα του
Απόλλωνα.)
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν
στην υπόθεση:
η ευκτική μεταφράζεται με παρατατικό
στην απόδοση:
θα + παρατατικό
μπορεί να...
Δηλώνει: την απλή σκέψη του λέγοντος
6ο είδος: Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
Υπόθεση
|
Απόδοση
|
|
εἰ + ευκτική επαναληπτική
|
οριστική παρατατικού, δυνητική οριστική αόριστου
ή δυνητική οριστική παρατατικού, απλή οριστική αόριστου, οριστική υπερσυντέλικου |
|
Εἴ τινα λάβοιεν τῶν ἐχθρῶν, ἀπέκτεινον.
> ευκτική / οριστική παρατατικού
(= Κάθε φορά που έπιαναν κάποιον από τους εχθρούς, τον
σκότωναν.)
Εἰ Ἀγησίλαος ἴδοι τοὺς νέους γυμναζομένους, ἐπῄνεσενἂν
> ευκτική / δυνητική οριστική αόριστου
(= Αν ο Αγησίλαος έβλεπε τους νέους να γυμνάζονται,
τους επαινούσε.)
Εἴ δέ τις αὐτῷ περί του ἀντιλέγοι μηδὲν ἔχων σαφὲς λέγειν, ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν ἐπανῆγεν ἂν πάντα τὸν λόγον.
> ευκτική / δυνητική οριστική παρατατικού
(= Αν κάποιος του αντέλεγε, χωρίς να λέει τίποτα
σαφές, θα επανέφερνε πάντα το λόγο στην υπόθεση.)
Εἴ τίς γέ τι αὐτῷ προστάξαντι καλῶς ὑπηρετήσειεν, οὐδενὶ ἀχάριστον εἴασε τὴν προθυμίαν
> ευκτική / δυνητική οριστική αόριστου
Εἴ δέ τις ἀντείποι, εὐθὺς ἐτεθνήκει.
(= Αν κάποιος αντιμιλούσε, αμέσως είχε πεθάνει.)
> ευκτική / οριστική υπερσυντέλικου
Μετάφραση:
Το εἰ μεταφράζεται με το αν, "κάθε φορά που"
στην υπόθεση:
η επαναληπτική ευκτική μεταφράζεται
με παρατατικό
στην απόδοση:
παρατατικό
Δηλώνει: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
α) Απλός, σύνθετος και ελλειπτικός υποθετικός λόγος
Απλός υποθετικός λόγος λέγεται αυτός που
αποτελείται από μία υπόθεση και μία απόδοση (Υπ > Απ)
Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
Σύνθετος υποθετικός λόγος λέγεται αυτός που
αποτελείται από:
α) περισσότερες από μία υποθέσεις και μία απόδοση (Υπ
+ Υπ > Απ)
Εἰ Φίλιππος λάβοι τοιοῦτον
καιρὸν και (εἰ) πόλεμος γένοιτο πρὸς τῇ χώρᾳ, πῶς ἂν οἴεσθε ἐτοίμως ἐφ' ἡμᾶς ἐλθεῖν
β) μία υπόθεση και περισσότερες από μία αποδόσεις, (Υπ
> Απ + Απ)
Εἰ παρειχόμεθα τὴν αὐτὴν προθυμίαν, εἴχετε ἂν Ἀμφίπολιν καὶ ἀπηλλαγμένοι ἂν ἦτε τῶν μετὰ ταῦτα πραγμάτων
γ) περισσότερες από μία υποθέσεις και περισσότερες από
μία αποδόσεις (Υπ + Υπ > Απ + Απ)
ἂν τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὑμεῖς ἐπὶ τῆς τοιαύτης ἐθελήσητε γενέσθαι γνώμης νῦν, ἐπειδήπερ οὐ πρότερον, καὶ (ἂν) ἕκαστος ὑμῶν, οὗ δεῖ καὶ δύναιτ' ἂν παρασχεῖν αὑτὸν χρήσιμον τῇ πόλει, πᾶσαν ἀφεὶς τὴν εἰρωνείαν ἕτοιμος πράττειν ὑπάρξῃ, ὁ μὲν χρήματ' ἔχων εἰσφέρειν, ὁ δ' ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι, συνελόντι δ' ἁπλῶς ἂν ὑμῶν αὐτῶν ἐθελήσητε γενέσθαι, καὶ (ἂν) παύσησθ' αὐτὸς μὲν οὐδὲν ἕκαστος ποιήσειν ἐλπίζων, τὸν δὲ πλησίον πάνθ' ὑπὲρ αὐτοῦ πράξειν, καὶ τὰ ὑμέτερ' αὐτῶν κομιεῖσθ', ἂν θεὸς θέλῃ, καὶ τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε, κἀκεῖνον τιμωρήσεσθε.
Ελλειπτικός υποθετικός λόγος λέγεται όταν
α) λείπει το ρήμα της υπόθεσης
β) λείπει το ρήμα της απόδοσης
γ) λείπει ολόκληρη η υπόθεση
δ) λείπει ολόκληρη η απόδοση
επειδή μπορεί να εννοηθούν εύκολα από τα συμφραζόμενα.
ἐὰν μὲν σφόδρ' ὀργίζησθε, ἧττον ἀσελγανοῦσιν, ἂν δὲ μή (ὀργίζησθε), πολλοὺς τοὺς ἀσελγεῖς εὑρήσετε
β) Εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εξαρτημένος υποθετικός λόγος είναι ο υποθετικός λόγος
που έχει μετατραπεί σε πλάγιο λόγο.
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος λέγει ὅτι ἁμαρτάνουσιν, εἰ ταῦτα πράττουσιν > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος λέγει εἰ ταῦτα πράττουσιν, ἁμαρτάνειν αὐτούς > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Εἰ ταῦτα πράττετε, ἁμαρτάνετε > ευθύς υποθετικός λόγος
Ἀγησίλαος γιγνώσκει εἰ ταῦτα πράττουσιν ἁμαρτάνοντας
αὐτούς > εξαρτημένος υποθετικός λόγος
Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτει ότι στον
εξαρτημένο υποθετικό λόγο η απόδοση μετατρέπεται σε: α) ειδική πρόταση, β)
απαρέμφατο, γ) κατηγορηματική μετοχή.
Όσον αφορά την υπόθεση θα έχουμε τις εξής δύο
περιπτώσεις:
α) αν η απόδοση εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου,
η υπόθεση παραμένει χωρίς αλλαγές και αναγνωρίζεται το είδος του
υποθετικού λόγου σαν να ήταν ανεξάρτητος. (βλέπε τα παραπάνω παραδείγματα)
β) αν η απόδοση εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, τότε
η υπόθεση μπορεί: α) να διατηρείται ως έχει, β) να μετατρέπεται
σε εἰ + ευκτική του πλάγιου λόγου.
προεῖπον δὲ αὐτοῖς μὴ ναυμαχεῖν Κορινθίοις, ἢν μὴ ἐπὶ Κέρκυραν πλέωσι
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση
διατηρεί τη μορφή της, η απόδοση με απαρέμφατο
ὁ δὲ Ἀγησίλαος οὐκ ἔφη δέξασθαι τοὺς ὅρκους, ἐὰν μὴ ὀμνύωσιν
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση
διατηρεί τη μορφή της, η απόδοση με απαρέμφατο
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν ὅτι Δέξιππον μὲν οὐκ ἐπαινοίη͵ εἰ ταῦτα πεποιηκὼς εἴη·
το ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υπόθεση σε
ευκτική του πλάγιου λόγου και η απόδοση με ειδική πρόταση και ευκτική του
πλάγιου λόγου
Οι μεταβολές των εξαρτημένων υποθετικών λόγων είναι
ανάλογες με τις μεταβολές που συναντάμε γενικά στην μετατροπή του ευθύ λόγου σε
πλάγιο λόγο και καθορίζονται από το ρήμα εξάρτησης.
γ) Λανθάνων-κρυμμένος υποθετικός λόγος
Μερικές φορές ένας υποθετικός λόγος (κυρίως η υπόθεση)
κρύβεται-λανθάνει μέσα σε άλλες λέξεις της πρότασης, δηλαδή:
α) σε μια υποθετική, αναφορικοϋποθετική ή
χρονικοϋποθετική μετοχή
καί τις εἰς τοῦτο βλέπων καὶ πᾶν τὸ θεῖον γνούς, θεόν τε καὶ φρόνησιν, οὕτω καὶ ἑαυτὸν ἂν γνοίη µάλιστα
> μετοχή / δυνητική ευκτική
εἰ τίς εἰς τοῦτο βλέποι καί (εἰ) πᾶν τό θεῖον γνοίη, θεόν τε και φρόνησιν (εἰ +
Ευκτική) οὕτω καί ἑαυτόν ἂν γνοίη µάλιστα
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
β) σε μια χρονικοϋποθετική, αναφορικοϋποθετική ή
εναντιωματική πρόταση
Ἀλλ' ἐπειδὰν τῶν πραγμάτων ἐγκρατὴς ὁ ζητῶν ἄρχειν καταστῇ, καὶ τῶν ταῦτ' ἀποδομένων δεσπότης ἐστί.
> χρονικοϋποθετική πρόταση / οριστική
Ἀλλ' ἐὰν τῶν πραγμάτων ἐγκρατὴς ὁ ζητῶν ἄρχειν καταστῇ, καὶ τῶν ταῦτ' ἀποδομένων δεσπότης ἐστί
> ἐὰν + υποτακτική / οριστική
γ) σε ένα επίρρημα
οὕτω γὰρ πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις, εὐψυχότατοι ἂν εἶεν
> επίρρημα / δυνητική ευκτική
εἰ οὕτως ἔχοιεν πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις, εὐψυχότατοι ἂν εἶεν
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
δ) έναν εμπρόθετο προσδιορισμό (συνήθως ἄνευ, ἀπό, ἐκ,
μετά) + γενική
Ἄνευ ἀρχόντων οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο
> εμπρόθετος προσδιορισμός / δυνητική ευκτική
Εἴ μη εἴη ἄρχοντες οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο
> εἰ + ευκτική / δυνητική ευκτική
ε) σε μία ευθεία ερώτηση ή στην ερώτηση ή στην απόδοση
Ἀδικεῖ τις ἑκών; ὀργὴ καὶ τιμωρία κατὰ τούτου (ἔστω)
> Εἰ ἀδικεῖ τις ἑκών ὀργὴ καὶ τιμωρία κατὰ τούτου (ἔστω)
Ἄν ἀμελήσωμεν, τὶς ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα;
Ἄν ἀμελήσωμεν, ο πόλεμος δεῦρο ἥξει;
Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες
ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν εναντίωση προς το νόημα της κύριας πρότασης
και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως
πραγματικό.
Εισάγονται: κυρίως με τους εναντιωματικούς
συνδέσμους εἰ καί, ἐὰν καί, ἂν καί, ἤν καί
Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
(= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.)
Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
(= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα
δίκαια.)
Ἄν καὶ κατορθώσωσι περί τινας τῶν πράξεων, μικρὸν διαλιπόντες πάλιν εἰς τὰς αὐτὰς ἀπορίας κατέστησαν.
(= Αλλά αν και μπορούν να πετύχουν σε ορισμένες
ενέργειες, ύστερα από λίγο καταλήγουν πάλι στα ίδια αδιέξοδα.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση μὴ
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
που δηλώνουν εναντίωση.
Εκφέρονται με:
οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος
εισαγωγής περιέχει το εἰ
Εἰ καὶ χρήματα εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
(= Μολονότι έχουμε χρήματα, δεν ευτυχούμε.)
υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει
το ἐάν, ἂν, ἤν
Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
(= Αν και δε θέλουν, όλοι ντρέπονται να μην κάνουν τα
δίκαια.)
Ισοδυναμούν με: εναντιωματική μετοχή ή εμπρόθετο
προσδιορισμό που δηλώνει εναντίωση.
Παρατηρήσεις:
α) Όταν μετά τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἂν, ἤν ακολουθεί
ο καὶ ως προσθετικός, τότε τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν είναι
εναντιωματικοί σύνδεσμοι, άρα και οι προτάσεις δε θα είναι εναντιωματικές αλλά
υποθετικές:
Τόδε δὲ διανοηθῶμεν, εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ
(Αυτό ας σκεφτούμεν, αν και συ συμφωνείς)
εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ > υποθετική
β) Ο σύνδεσμος εἰ καί,
όταν έχει τη σημασία του "ακόμη κι αν", εισάγει δευτερεύουσες
παραχωρητικές προτάσεις:
Ἄνθρωποι κακοί, εἰ καὶ ὠφελεῖν δοκοῦσιν, μᾶλλον βλάπτουσιν
(= Οι κακοί άνθρωποι, ακόμη κι αν νομίζουν
ότι ωφελούν, μάλλον βλάπτουν)
Παραχωρητικές λέγονται οι δευτερεύουσες
ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν παραχώρηση προς το νόημα της κύριας πρότασης
και δηλώνουν εναντίωση σε κάτι που είναι ή θεωρείται από το υποκείμενο ως μή
πραγματικό ή αδύνατο ή απίθανο.
Εισάγονται: με τους παραχωρητικούς συνδέσμους:
α) καί εἰ,κεἰ, καί ἐὰν, κἄν, καί ἂν, καί ἤν ύστερα από καταφατική πρόταση.
Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν.
(= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα
μπορούσαν να ζουν καλά)
Καὶ ἂν οἱ πολέμιοι τὸ ναυτικὸν ἡμῶν νικήσωσι, κρατήσομεν αὐτῶν.
(= Κι αν ακόμη οι εχθροί νικήσουν το ναυτικό μας, θα τους
εξουσιάσουμε.)
Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ, κἄν εὐτυχῇ
(= Ο πονηρός άνθρωπος δυστυχεί, ακόμη κι αν ευτυχεί)
β) οὐδ'εἰ, μηδ'εἰ, οὐδ' ἐάν, οὐδ' ἂν, οὐδ' ἤν, μηδ' ἐάν, μηδ' ἂν, μηδ' ἤν ύστερα από αρνητική πρόταση.
Μὴ θορυβήσετε, μηδ' ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν
(= Μη θορυβήσετε ακόμη κι αν σας φανεί ότι λέω κάτι
υπερβολικό)
Μηδ' ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς.
(= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο
σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης.
Δέχονται άρνηση μὴ
Χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί
που δηλώνουν παραχώρηση.
Εκφέρονται με:
οριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος
εισαγωγής περιέχει το εἰ
Καὶ εἰ θαλάττης εἴργοιντο, δύναιντ' ἂν καλῶς διαζῆν.
(= Κι αν ακόμη αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα
μπορούσαν να ζουν καλά)
υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει
το ἐάν, ἂν, ἤν
Μηδ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς, μηδένα θεῶν ὀμόσῃς.
(= Ούτε κι αν πρόκειται να τηρήσεις τον όρκο
σου, σε κανένα θεό μην ορκιστείς.)
Ισοδυναμούν με: παραχωρητική μετοχή
Αποτελεσματικές ή Συμπερασματικές λέγονται οι
δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που δηλώνουν το το αποτέλεσμα ή το
συμπέρασμα που προκύπτει από την ενέργεια του ρήματος της πρότασης από την οποία
εξαρτώνται.
Εισάγονται:
α) με τους συμπερασματικούς συνδέσμους: ὥστε, ὡς
Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε.
(= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να
επιτεθείτε.)
Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ.
(= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας,
ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.)
α) με τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε + απαρέμφατο
Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους
(= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους
άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας
να είναι κύριος της πατρίδας του.)
Κατά το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις κρίσης ή
και επιθυμίας.
Δέχονται άρνηση οὐ, ενώ όταν εκφέρονται με απαρέμφατο δέχονται
άρνηση μή.
Χρησιμοποιούνται ως:
α) επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος:
Οὕτως ἀναίσθητος εἶ, Αἰσχύνη, ὥστ' οὐ δύνασαι λογίσασθαι.
β) επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν όρο,
προϋπόθεση ή συμφωνία:
Οἱ τριάκονται ᾑρέθησαν, ἐφ' ᾧτε συγγράψαι νόμους.
γ) επεξηγήσεις σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που
δηλώνουν όρο, προϋπόθεση ή συμφωνία:
Ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτῳ, ἐφ' ᾧτε μηκέτι φιλοσοφεῖν.
Εκφέρονται με:
οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό:
Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ.
(= Τώρα βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση εξαιτίας σας,
ώστε ούτε δείπνο δεν έχω στη χώρα μου.)
δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα το οποίο
θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν ή μη πραγματικό:
Πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥστε τὴν πόλιν ὄντως ἂν ἡγήσωπολέμου εργαστήριον εἶναι.
(= Όλοι κατασκεύαζαν πολεμικά όπλα, ώστε πραγματικά θα
νόμιζες ότι η πόλη ήταν εργαστήριο πολέμου )
δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα που μπορεί
να πραγματοποιηθεί υπό προϋποθέσεις στο παρόν ή στο μέλλον:
Πλοῖα δ' ὑμῖν πάρεστιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε.
(= Έχετε πλοία, ώστε θα μπορούσατε αιφνίδια να
επιτεθείτε.)
ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν προηγείται ιστορικός
χρόνος ή άλλη ευκτική· δηλώνεται υποκειμενική γνώμη:
Οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥάδιον εἴη ἀνελέσθαι.
(= Οι νεκροί κείτονταν κάτω από το τείχος, ώστε δεν
ήταν εύκολο να τους ανασύρουν.)
τελικό απαρέμφατο,
α) όταν το αποτέλεσμα εμφανίζεται σαν ενδεχόμενο και
δυνατό ή και πραγματικό, σύμφωνα με τη γνώμη του υποκειμένου:
Ξενοφῶν καὶ Χειρίσοφος διεπράξαντο, ὥστε λαβεῖν τοὺς
νεκρούς.
(= Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος κατόρθωσαν, ώστε να
πάρουν τους νεκρούς.)
β) όταν το αποτέλεσμα είναι επιδιωκόμενο, άρα δηλώνει
σκοπό, και εξαρτάται από ρήματα βούλησης ή σκόπιμης ενέργειας:
Κραυγὴν πολλὴν ἐποίουν, ὥστε καὶ τοὺς πολεμίους ἀκούειν.
(= Φώναζαν δυνατά, ώστε να τους ακούν και οι εχθροί.)
γ) όταν δηλώνεται προϋπόθεση, όρος ή συμφωνία και
εισάγονται κυρίως με τις εκφράσεις
ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε (= με την προϋπόθεση να, με τον όρο να, με τη
συμφωνία να)
Συνεχώρησαν αὐτοῖς καὶ Φλειασίοις καὶ τοῖς ἐλθοῦσι μετ' αὐτῶν εἰς Θήβας τὴν εἰρήνην ἐφ' ᾧτε ἔχειν τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους
(= Συμφώνησαν με αυτούς και τους Φλειάσιους και όσους
άλλους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας
να είναι κύριος της πατρίδας του.)
Ισοδυναμούν με: απαρέμφατο του αποτελέσματος,
προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του αποτελέσματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου