Το Κατηγορούμενο
Το κατηγορούμενο είναι συνήθως, όπως και στα
νέα ελληνικά, ένα επίθετο ή ουσιαστικό που μέσω ενός συνδετικού ρήματος
αποδίδει κάποιο χαρακτηριστικό στο υποκείμενο.
ΛΥΣ
13.43 οὗτος ἁπάντων αἴτιός ἐστιν || αυτός
είναι υπεύθυνος για όλα.
Ως
κατηγορούμενο όμως μπορούν να χρησιμοποιηθούν και όροι που ισοδυναμούν με
επίθετο ή ουσιαστικό, όπως:
• Αντωνυμίες:
ΞΕΝ
Ελλ 2.3.37 ὅστις μέντοι ὁ ταῦτα πράττων ἐστὶν οἶμαι ἂν ὑμᾶς κάλλιστα κρίνειν || νομίζω
όμως πως εσείς θα μπορούσατε να κρίνετε καλύτερα απ' όλους ποιος είναι αυτός
που τα κάνει αυτά.
• Επιρρήματα ή
εμπρόθετοι προσδιορισμοί:
ΙΣΟΚΡ
4.5 ὥστ' ἤδη μάτην εἶναι τὸ μεμνῆσθαι περὶ τούτων || ώστε να
είναι πια μάταιο να κάνει κανείς λόγο γι'αυτά.
• Ονοματική
πρόταση:
ΔΗΜ
9.47 ὡς ἄρ' οὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ' ἦσαν Λακεδαιμόνιοι || ότι
τάχα ο Φίλιππος δεν είναι ακόμα τόσο δυνατός όσο ήταν κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι.
Tα συνδετικά ρήματα
Συνδετικά ονομάζονται τα ρήματα που συνδέουν το υποκείμενο ή το αντικείμενό
τους με το κατηγορούμενο. Συνδετικά ρήματα είναι:
Tο ρήμα εἰμὶ και τα συνώνυμά του,
όπως γίγνομαι, καθίσταμαι (γίνομαι), ὑπάρχω, τυγχάνω (τυχαίνει
να είμαι), διατελῶ (είμαι συνεχώς), ἔφυν (γεννήθηκα), πέφυκα (είμαι από
τη φύση μου), ἀποβαίνω:
Ἡ γεωργία τέχνη ἐστί.
Ὁ ποταμὸς διαβατὸς ἐγένετο.
Πεισίστρατος τύραννος κατέστη.
Ἡ χώρα ἄνυδρος ὑπάρχει.
Ἡ γεωργία τέχνη ἐστί.
Ὁ ποταμὸς διαβατὸς ἐγένετο.
Πεισίστρατος τύραννος κατέστη.
Ἡ χώρα ἄνυδρος ὑπάρχει.
➤ Tο
ρήμα εἰμὶ δεν είναι πάντοτε συνδετικό. Xρησιμοποιείται
στον λόγο και με τη σημασία του «υπάρχω», οπότε λέγεται υπαρκτικό,
αλλά και ως απρόσωπο με τη σημασία του «είναι δυνατόν» (βλ.§
83):
Oὐκ ἔστι μία δύναμις. (Δεν υπάρχει μόνο μία δύναμη.)
Ἔστι δὴ λοιπὸν πάντας εἰσφέρειν. (Eίναι δυνατόν λοιπόν όλοι να συνεισφέρουν.)
Τα μεταποιητικά: γίγνομαι, καθίσταμαι, ἀποβαίνω, ἐκβαίνω
Oὐκ ἔστι μία δύναμις. (Δεν υπάρχει μόνο μία δύναμη.)
Ἔστι δὴ λοιπὸν πάντας εἰσφέρειν. (Eίναι δυνατόν λοιπόν όλοι να συνεισφέρουν.)
Τα μεταποιητικά: γίγνομαι, καθίσταμαι, ἀποβαίνω, ἐκβαίνω
Τα εκλογής σημαντικά παθητικά ρήματα όπως: αἱροῦμαι
(= εκλέγομαι), χειροτονοῦμαι (= εκλέγομαι δια χειροτονίας), λαχγάνω (=εκλέγομαι
με κλήρο), ἀποδεικνύομαι.
Τα δοξαστικά παθητικά ὀπως: φαίνομαι, δοκῶ, ἒοικα,
νομίζομαι, κρίνομαι, ὑπολαμβάνομαι(= θεωρούμαι).
Τα κλητικά
παθητικά όπως: λέγομαι, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, προσαγορεύομαι.
Τα ενεργητικά
κλητικά δοξαστικά και εκλογής σημαντικά ρήματα, και πιο συγκεκριμένα αυτά
που σημαίνουν: ὀνομάζω, νομίζω, ἐκλέγω, διορίζω, ποιῶ κ.ά.
Το ρ. χρῶμαι όταν συνάσσεται με δύο δοτικές, τη μία
σαν αντικείμενο και την άλλη σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (το ρ. χρῶμαι
μεταφράζεται: θεωρώ, έχω ως, χρησιμοποιώ ως)
Θηραμένης ᾑρέθη πρεσβευτής.
Ὁ λόγος οὐ πιστὸς ἐφαίνετο.
Ὁ δὲ τόπος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο.
Tὸν λόχον καὶ στίχον τινὲς ὀνομάζουσιν.
Ὁ λόγος οὐ πιστὸς ἐφαίνετο.
Ὁ δὲ τόπος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο.
Tὸν λόχον καὶ στίχον τινὲς ὀνομάζουσιν.
Συμφωνία του υποκειμένου με
το κατηγορούμενο.
Το κατηγορούμενο, αν
είναι επίθετο συμφωνεί με το υποκείμενο στο γένος, τον αριθμό και την πτώση· αν
είναι ουσιαστικό, τότε η συμφωνία του με το υποκείμενο περιορίζεται αναγκαστικά
μόνο στον αριθμό και την πτώση, και μόνο τυχαία μπορεί να είναι η συμφωνία τους
ως προς το γένος.
ΞΕΝ
Απομν 4.4.13 ὁ μὲν ἄρα νόμιμος δίκαιός ἐστιν || όποιος επομένως τηρεί
τους νόμους είναι δίκαιος.
Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο είναι μια
αφηρημένη ή γενική έννοια, το κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού
αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου.
ΛΥΣ 19.5 πάντων δεινότατόν ἐστι διαβολή || η συκοφαντία
είναι το πιο φοβερό απ' όλα.
Στις περιπτώσεις αυτές εννοείται κανονικά ως κατηγορούμενο κάποιο ουσιαστικό: πρᾶγμα, χρῆμα, κτῆμα ή η αόριστη αντωνυμία τι, όπως φαίνεται από τις φράσεις στις οποίες το κανονικό κατηγορούμενο δεν έχει παραλειφθεί.
ΞΕΝ Ελλ 7.1.32 οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν
|| τα δάκρυα λοιπόν είναι κάτι το τόσο κοινό στη χαρά και στη λύπη.
Κατηγορούμενο του αντικειμένου
Το κατηγορούμενο μπορεί να αναφέρεται είτε στο υποκείμενο
της πρότασης είτε στο αντικείμενο.
Το ίδιο συμβαίνει και στα νέα ελληνικά.
Είναι τα κατηγορούμενα που αναφέρονται στο αντικείμενο
του ρήματος.
Με άλλα λόγια το συνδετικό ρήμα συνδέει το αντικείμενο
της πρότασης με ένα όνομα, δίνοντας στο αντικείμενο μια ιδιότητα, π.χ.
→ Οἱ
Ἕλληνες ὠνόμαζον τὰς Ἀθήνας ἄστυ.
(= Οι Έλληνες ονόμαζαν την Αθήνα πόλη)
Όταν το κατηγορούμενο αναφέρεται στο αντικείμενο, τότε
μπαίνει σε πτώση αιτιατική, όπως και το αντικείμενο.
→ Οὗτοι
καλοῦσιν αὐτοὺς νομοθέτας.
Γενική
κατηγορηματική.
Πολλές φορές στη θέση ενός κατηγορουμένου που εκφέρεται σε όμοια πτώση με το υποκείμενο βρίσκουμε τη γενική ενός ουσιαστικού η οποία έχει επίσης κατηγορηματική λειτουργία, π.χ. η ομοιόπτωτη εκφορά ἡ οἰκία ἐστὶ πατρική, μπορεί να αντικατασταθεί από την ετερόπτωτη ἡ οἰκία ἐστὶ τοῦ πατρός, όπως συμβαίνει και στα νέα ελληνικά. Η γενική αυτή που έχει θέση κατηγορουμένου ονομάζεται γενική κατηγορηματική και μπορεί να δηλώνει:
Πολλές φορές στη θέση ενός κατηγορουμένου που εκφέρεται σε όμοια πτώση με το υποκείμενο βρίσκουμε τη γενική ενός ουσιαστικού η οποία έχει επίσης κατηγορηματική λειτουργία, π.χ. η ομοιόπτωτη εκφορά ἡ οἰκία ἐστὶ πατρική, μπορεί να αντικατασταθεί από την ετερόπτωτη ἡ οἰκία ἐστὶ τοῦ πατρός, όπως συμβαίνει και στα νέα ελληνικά. Η γενική αυτή που έχει θέση κατηγορουμένου ονομάζεται γενική κατηγορηματική και μπορεί να δηλώνει:
(α)
τον κάτοχο ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας (γενική κατηγορηματική κτητική)
ΔΗΜ
15.26 (Χαλκηδών), ἣ βασιλέως μέν
ἐστιν || η Χαλκηδόνα, η οποία ανήκει
στον Πέρση βασιλιά.
(β) την καταγωγή (γενική κατηγορηματική της καταγωγής)
ΞΕΝ
ΚΑναβ 3.2.14 τοιούτων μέν ἐστε
προγόνων από τέτοιους προγόνους κατάγεστε.
(γ)
το σύνολο, μέρος του οποίου είναι το υποκείμενο (γενική κατηγορηματική διαιρετική)
ΘΟΥΚ
3.70.6 ἕως ἔτι βουλῆς
ἐστί (Πειθίας) ||
όσο ήταν ακόμη ο Πειθίας μέλος της βουλής.
(δ) το υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί
κάποιο αντικείμενο (γενική
κατηγορηματική της ύλης)
ΗΡΟΔ
1.93.6 ἡ κρηπίς ἐστι λίθων
μεγάλων || το θεμέλιο είναι κατασκευασμένο από μεγάλες πέτρες.
(ε)
μια ιδιότητα του υποκειμένου (γενική
κατηγορηματική της ιδιότητας)
ΔΗΜ
54.22 ὅστις δ' ἐτῶν
μέν ἐστιν πλειόνων
ἢ πεντήκοντα ||
όποιος είναι μεγαλύτερος από πενήντα χρονών.
(στ)
την αξία ενός πράγματος (γενική
κατηγορηματική της αξίας)
ΔΗΜ
21.88 ἀλλὰχιλίων
ἡ δίκη μόνον
ἦν δραχμῶν όμως το
πρόστιμο ήταν μόνο χιλίων δραχμών.
Επιρρηματικό κατηγορούμενο.
Εκτός από τα συνδετικά, και άλλα ρήματα, κυρίως όσα σημαίνουν κίνηση μπορούν να δεχθούν στο υποκείμενό τους κατηγορούμενο, το οποίο είναι συνήθως επίθετο και δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση: τόπο, χρόνο, τρόπο, σειρά, σκοπό κλπ., γι' αυτό ονομάζεται επιρρηματικό κατηγορούμενο και μπορεί να μεταφράζεται με επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό.
Εκτός από τα συνδετικά, και άλλα ρήματα, κυρίως όσα σημαίνουν κίνηση μπορούν να δεχθούν στο υποκείμενό τους κατηγορούμενο, το οποίο είναι συνήθως επίθετο και δηλώνει κάποια επιρρηματική σχέση: τόπο, χρόνο, τρόπο, σειρά, σκοπό κλπ., γι' αυτό ονομάζεται επιρρηματικό κατηγορούμενο και μπορεί να μεταφράζεται με επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό.
ΞΕΝ
ΚΑναβ 7.6.25 ὑπαίθριοι δ' ἔξω
ἐστρατοπεδεύετε
|| στρατοπεδεύατε έξω στο ύπαιθρο.
ΞΕΝ
Ελλ 2.1.30 (Θεόπομπος) ἀφικόμενος τριταῖος
ἀπήγγειλε (τὰ
γεγονότα) || ο Θεόπομπος αφού έφτασε μετά
από τρεις μέρες ανακοίνωσε όσα είχαν συμβεί.
ΘΟΥΚ
1.53.4 Κερκυραίοις δὲ τοῖσδε
ξυμμάχοις οὖσι βοηθοὶ
ἤλθομεν || ήρθαμε για να βοηθήσουμε του
Κερκυραίους αυτούς εδώ που είναι σύμμαχοί μας.
Mερικά από τα πιο συνηθισμένα επιρρηματικά κατηγορούμενα είναι τα ακόλουθα:
α) Tρόπου: ἁθρόος / ἀθρόος (μαζικά,
όλοι μαζί), ἄκων / ἀκούσιος (χωρίς
τη θέλησή του), ἀντίος /
ἐναντίος (μετωπικά), ἄπρακτος, ἄσμενος (με ευχαρίστηση), αὐτοκράτωρ (με απόλυτη εξουσία), αὐτόνομος, ἑκὼν / ἑκούσιος (με τη θέλησή του), ὑπόσπονδος (κατόπιν συμφωνίας):
Oἱ Πλαταιῆς ἐχώρουν ἁθρόοι. (Oι Πλαταιείς προχωρούσαν όλοι μαζί.)
Ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας ὁρῶσιν.
Ὁ μὲν ἀδικῶν ἑκὼν ἀδικεῖ, ὁ δὲ ἀδικούμενος ἄκων ἀδικεῖται.
Oἱ Πλαταιῆς ἐχώρουν ἁθρόοι. (Oι Πλαταιείς προχωρούσαν όλοι μαζί.)
Ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας ὁρῶσιν.
Ὁ μὲν ἀδικῶν ἑκὼν ἀδικεῖ, ὁ δὲ ἀδικούμενος ἄκων ἀδικεῖται.
β) Xρόνου: γέρων, ἐνιαύσιος (ετήσιος), νέος, ὄρθριος (τα
ξημερώματα), σκοταῖος (τη νύχτα), τριταῖος (την τρίτη ημέρα):
Kατέβαινον εἰς τὰς κώμας ἀπὸ τοῦ ἄκρου ἤδη σκοταῖοι.
Ἀπὸ δὲ τῆς μάχης τριταῖος ἀφικνεῖται Ἀλέξανδρος ἐπὶ τὸν Ἴστρον.
γ) Tόπου: ἐφέστιος (στο σπίτι), θαλάσσιος, πελάγιος (στο ανοιχτό πέλαγος), ὑπαίθριος:
Ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Xίου πελάγιοι.
Oἱ δὲ ἄλλοι σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι.
Kατέβαινον εἰς τὰς κώμας ἀπὸ τοῦ ἄκρου ἤδη σκοταῖοι.
Ἀπὸ δὲ τῆς μάχης τριταῖος ἀφικνεῖται Ἀλέξανδρος ἐπὶ τὸν Ἴστρον.
γ) Tόπου: ἐφέστιος (στο σπίτι), θαλάσσιος, πελάγιος (στο ανοιχτό πέλαγος), ὑπαίθριος:
Ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Xίου πελάγιοι.
Oἱ δὲ ἄλλοι σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι.
δ) Σκοπού: βοηθός, εἰρηνοποιός, πρεσβευτής, στρατηγός, σύμβουλος, φύλαξ:
Kερκυραίοις βοηθοὶ ἤλθομεν.
Ἡ πόλις, ὅταν ἡσυχίας ἐπιθυμήσῃ, εἰρηνοποιοὺς ἡμᾶς ἐκπέμπει.
Kερκυραίοις βοηθοὶ ἤλθομεν.
Ἡ πόλις, ὅταν ἡσυχίας ἐπιθυμήσῃ, εἰρηνοποιοὺς ἡμᾶς ἐκπέμπει.
ε) Tάξης / σειράς: πρῶτος, δεύτερος, ὕστερος, ὕστατος, τελευταῖος :
Πρῶτος δὲ πάντων Φείδων Ἀργεῖος νόμισμα ἔκοψεν.
Ὁ δὲ Ἱπποκράτης ὕστερος ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ Δήλιον.
Πρῶτος δὲ πάντων Φείδων Ἀργεῖος νόμισμα ἔκοψεν.
Ὁ δὲ Ἱπποκράτης ὕστερος ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ Δήλιον.
Παρατήρηση Τα πιο συνηθισμένα
επίθετα που λαμβάνονται σαν επιρρηματικά κατηγορούμενα είναι τα εξής:
ἑκών- ἑκούσιος = με τη θέλησή του ἐθελοντής = με τη θέλησή
του
ἄκων = χωρίς τη θέληση
κάποιου
ἄσμενος = με ευχαρίστηση χρόνιος = μετά ή για πολύ χρόνο
ὄρθριος = «τα ξημερώματα»
ἐναντίος = απέναντι,
εναντίον ἀντιπρόσωπος = αντιμέτωπος,
κατά μέτωπον ὅρκιος = ορκισμένος
ὑπόσπονδος = με την προστασία των σπονδών
πελάγιος = στη θάλασσα
ὑπαίθριος = στην ύπαιθρο
σκοταῖος = βραδινός, νυχτερινός
αἰφνἰδιος = αιφνιδιαστικώς
μέσος = στο κέντρο
Επίσης, τα επίθετα: πρῶτος, πρότερος, ὕστερος, ὕστατος,
τελευταῖος, τριταῖος… και πολλά από τα ρηματικά επίθετα σε - τος, π.χ. ἄκριτος
Προληπτικό κατηγορούμενο ή του
αποτελέσματος.
Τα ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη, όπως αὔξομαι,
αὐξάνομαι, αἴρομαι
(υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.τ.ό.
δέχονται κατηγορούμενο το οποίο αποδίδει στο υποκείμενό τους μιαν ιδιότητα την
οποία δεν έχει ακόμη, αλλά θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης που
δηλώνει το ρήμα.
Το προληπτικό
κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του
αποτελέσματος
συνδέεται με το υποκείμενο μέσω ενός ρήματος που δηλώνει εξέλιξη, μεταβολή ή
αύξηση του υποκειμένου, όπως αἴρομαι (υψώνομαι), αὐξάνομαι, διδάσκομαι, ἐκπνέω (φυσώ), παρασκευάζομαι, ῥέω, τρέφομαι κ.τ.ό.,
και μεταφράζεται στη Ν.Ε. με συμπερασματική πρόταση:
ΘΟΥΚ
2.75.6 ᾔρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα
|| το ύψος του τείχους ανέβαινε και γινόταν μεγάλο (μεγάλωνε το τείχος σε
ύψος).
ΠΛ
Πρωτ 327b ἀλλὰ ὅτου
ἔτυχεν ὁ ὑὸς
εὐφυέστατος γενόμενος
εἰς αὔλησιν, οὗτος
ἂν ἐλλόγιμος
ηὐξήθη || αλλά
όποιου ο γιος έτυχε να γεννηθεί εξαιρετικά προικισμένος για αυλητής, αυτός θα
διακρινόταν και θα γινόταν φημισμένος.
Ασκήσεις:
Ποια από τα κατηγορούμενα είναι προληπτικά, ποια είναι επιρρηματικά και τι σημαίνουν;
Ασκήσεις:
Ποια από τα κατηγορούμενα είναι προληπτικά, ποια είναι επιρρηματικά και τι σημαίνουν;
Σωκράτης
καὶ Πρωταγόρας ἀντίοι
(= αντικρυστά, απέναντι) ἐκάθηντο ἐν τῷ
τοῦ Καλλίου οἴκῳ.
Δημοσθένης
ὄρθριος (= τα ξημερώματα) ἀφίκετο
εἰς τὴν πόλιν.
Διὰ
τούτων Φίλιππος ἤρθη μέγας (= αναδείχτηκε ώστε να γίνει
μεγάλος).
Κῦρος
ἄσμενος (= με ευχαρίστηση) ἑώρα
τοὺς Ἕλληνας νικῶντας.
Ἱεροκλῆς ἀφίκετο
τεταρταῖος εἰς Ἄργος.
Οἱ Θηβαῖοι παρεδόθησαν
πρῶτοι.
Βοῦλις
καὶ Σπέρχις ἑκόντες
(= με τη θέληση τους) τῷ βασιλεῖ προσῆλθον
ἐπὶ τιμωρίᾳ
(= για να τιμωρηθούν).
Κίμων
ὑπὸ τῆς
μητρὸς ἐλεήμων ἐτράφη
(= ανατράφηκε).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου