Oι
αντωνυμίες
Αντωνυμίες
ονομάζονται οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο αντί ονόματος, ουσιαστικού
ή επιθέτου, και συνεπώς λειτουργούν στην πρόταση όπως ένα όνομα.
Oι προσωπικές αντωνυμίες
Οι
προσωπικές αντωνυμίες δηλώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου: το πρώτο πρόσωπο (το
πρόσωπο που μιλάει), το δεύτερο πρόσωπο (το πρόσωπο στο οποίο μιλάμε) και το
τρίτο πρόσωπο (το πρόσωπο για το οποίο μιλάμε).
α)
Το α΄ και το β΄ πρόσωπο
Οι
ονομαστικές ενικού και πληθυντικού του α΄ και του β΄ προσώπου, ἐγώ, σύ, ἡμεῖς, ὑμεῖς,
χρησιμοποιούνται ως υποκείμενο και συνήθως παραλείπονται, επειδή δηλώνονται από
τη ρηματική κατάληξη. Aντίθετα, δεν παραλείπονται, όταν υπάρχει έμφαση ή
αντιδιαστολή:
Καλῶς εἶπες, καὶ ποιῶμεν ἃ λέγεις.
Σὺ μὲν ἴσως
γιγνώσκεις, ἐγὼ δὲ ἀγνοῶ.
Οι
πλάγιες πτώσεις ενικού αριθμού του α΄ και του β΄ προσώπου απαντούν σε δύο
τύπους: ἐμοῦ, ἐμοί, ἐμέ, σοῦ, σοί, σὲ (είναι οι
τύποι που έχουν τόνο, λέγονται δυνατοί και χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει
έμφαση), μου, μοι, με, σου, σοι, σε (είναι οι εγκλιτικοί, άτονοι τύποι,
ονομάζονται αδύνατοι και δηλώνουν το πρόσωπο χωρίς έμφαση):
Σοὶ μὲν τοῦτο, θεά,
σμικρόν, ἐμοὶ δὲ μέγα.
Δοκεῖ οὖν μοι ἀνάγκη εἶναι
διηγήσασθαί σοι τὸ
διήγημα τοῦτο.
β)
Το γ΄ πρόσωπο
Η
ονομαστική ενικού του γ΄ προσώπου, που δεν απαντά, και η ονομαστική πληθυντικού
σφεῖς, που
χρησιμοποιείται σπάνια, αναπληρώνονται από τις δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος. Όταν
υπάρχει έμφαση, χρησιμοποιείται η οριστική αντωνυμία αὐτός. Oι τύποι
των πλάγιων πτώσεων ενικού και πληθυντικού αριθμού του γ΄προσώπου, οὗ, οἷ /οἱ, ἕ, σφῶν, σφίσι, σφᾶς,
αναπληρώνονται συχνά από τις πλάγιες πτώσεις των αντωνυμιών ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος, αὐτός:
Οὔτε ὑμεῖς λέγετε ἀληθῆ οὔτε ἐκεῖνος ἀνήρ ἐστι δίκαιος.
Αὐτοὶ πρὸ τοῦ βασιλέως ἐμάχοντο.
(αυτοί οι ίδιοι)
Ὁ δὲ θεὸς εἶπεν αὐτῷ εἰς τὴν πατρίδα μὴ πορεύεσθαι.
Η οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία αὐτὸς
Η
αντωνυμία αὐτὸς
χρησιμοποιείται στην Α.Ε.:
α)
Ως οριστική σε κάθε πτώση, όταν ορίζει, ξεχωρίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το
πράγμα στο οποίο αναφέρεται. Στη Ν.Ε. ως οριστικές αντωνυμίες χρησιμοποιούνται
τα επίθετα ίδιος και μόνος [μου]:
Πρῶτοι οἱ κατὰ Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐς τὸν ποταμὸν ἐνέβαλον.
Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, αὐτὸν Ἀριστοφάνην
μαρτυροῦντα παρέξομαι.
β)
Ως επαναληπτική στις πλάγιες πτώσεις, όταν επαναλαμβάνει πρόσωπο ή πράγμα που
προαναφέρθηκε. Στη Ν.Ε. χρησιμοποιείται ο αδύνατος τύπος του τρίτου προσώπου
της προσωπικής αντωνυμίας:
Καὶ ταύτῃ μὲν ἐνίκα Ἀλέξανδρος καὶ οἱ ἀμφ’ αὐτόν.
Ἐπέδειξε Φιλίππῳ ὅτι πιστός ἐστιν αὐτῷ φίλος.
➤ Η αντωνυμία αὐτός, όταν
χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός (βλ. και §
29), ενώ, όταν χρησιμοποιείται με άρθρο, ὁ αὐτὸς (ο ίδιος), είναι επιθετικός
προσδιορισμός ή κατηγορούμενο:
Σὺ αὐτὸς Ἀλεξάνδρειαν ἔκτισας.
[κατηγορηματικός προσδιορισμός]
Γέγραφε
καὶ ταῦτα ὁ αὐτὸς Θουκυδίδης Ἀθηναῖος.
[επιθετικός προσδιορισμός]
Ἐγὼ μὲν οὖν ὁ αὐτός εἰμι τῇ γνώμῃ.
[κατηγορούμενο]
Oι αυτοπαθείς αντωνυμίες
Οι
αυτοπαθείς αντωνυμίες βρίσκονται μόνο στις πλάγιες πτώσεις και, αντίθετα με τη
Ν.Ε., εκφέρονται χωρίς άρθρο. Δηλώνουν ότι το πρόσωπο που πάσχει είναι το ίδιο
με το πρόσωπο που ενεργεί. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αυτοπάθεια ή
αντανάκλαση και διακρίνεται σε:
α)
Άμεση ή ευθεία αντανάκλαση· το πρόσωπο ή το πράγμα που δηλώνει η αντωνυμία
είναι, εννοιολογικά, το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος της πρότασης. H
περίπτωση αυτή αφορά και τα τρία πρόσωπα της αυτοπαθούς αντωνυμίας:
Ταύτην
ἐμαυτῷ μόνην ἡγοῦμαι σωτηρίαν.
Γνῶθι σαυτόν.
Ζεὺς δὲ αὐτὸν κήρυκα ἑαυτοῦ καὶ θεῶν ὑποχθονίων
τίθησι.
β) Έμμεση ή πλάγια αντανάκλαση· η αυτοπαθής αντωνυμία, κυρίως αυτή του γ΄ προσώπου, βρίσκεται σε δευτερεύουσα πρόταση ή σε φράση που έχει απαρέμφατο ή μετοχή και το πρόσωπο ή το πράγμα που δηλώνει η αντωνυμία δεν είναι, εννοιολογικά, το ίδιο με το υποκείμενο της δευτερεύουσας πρότασης ή του απαρεμφάτου ή της μετοχής, αλλά με το υποκείμενο του ρήματος της (κύριας) πρότασης. Στην πλάγια αντανάκλαση χρησιμοποιούνται συχνά, αντί της αυτοπαθούς αντωνυμίας, οι πλάγιες πτώσεις της προσωπικής αντωνυμίας του γ΄ προσώπου ή της επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός:
Ὁ ἥλιος οὐκ ἐπιτρέπει τοῖς ἀνθρώποις ἑαυτὸν ἀκριβῶς ὁρᾶν. [Υ του ὁρᾶν: τοὺς ἀνθρώπους]
Καὶ ἔγραψεν ἐν διαθήκῃ τοῦτον κληρονομεῖν τῶν ἑαυτοῦ. [Υ του
κληρονομεῖν : τοῦτον]
Ἡγήσαντο ταύτην
σφίσιν ἔσεσθαι
σωτηρίαν. [προσωπική]
Ἐφοβοῦντο μὴ ἐπιθεῖντο αὐτοῖς οἱ πολέμιοι.
(μήπως τους επιτεθούν) [επαναληπτική]
Η αλληλοπαθής αντωνυμία
Η αλληλοπαθής αντωνυμία απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό και μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Εκφέρεται χωρίς άρθρο και δηλώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και πάσχουν αμοιβαία. Αντί της αλληλοπαθούς αντωνυμίας χρησιμοποιείται συχνά η αυτοπαθής (στον πληθυντικό αριθμό). Στη Ν.Ε. ως αλληλοπαθείς αντωνυμίες χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως ο ένας τον άλλον, μεταξύ [μας], αναμεταξύ [μας] κ.τ.ό.:
Καὶ ἀπεῖχε μὲν ἀλλήλων τὰ στρατόπεδα ὅσον ἑξήκοντα
σταδίους.
Ὡμονόουν ἀλλήλοις.
Ἐφιλονικήσαμεν
πρὸς ἀλλήλους.
Δῆλόν ἐστι ὡς ἔστι πρὸς αὑτοὺς φιλία.
(μεταξύ τους) [αυτοπαθής]
Oι κτητικές αντωνυμίες
Οι
κτητικές αντωνυμίες φανερώνουν τον κτήτορα και χρησιμοποιούνται στον λόγο ως
επίθετα (με ή χωρίς άρθρο):
Περίνθιοι
τὸν ἐμὸν πατέρα ᾐδίκουν.
Ἆρ’ ὁ ἀνδριὰς σόν ἐστιν ἔργον;
Παρατηρήσεις
α)
Αντί των κτητικών αντωνυμιών ἑός,
ἑή, ἑόν, που δε
χρησιμοποιούνται από τους αρχαίους πεζογράφους, και σφέτερος, σφετέρα,
σφέτερον, που είναι σπάνιες, χρησιμοποιείται η γενική της επαναληπτικής
αντωνυμίας αὐτὸς ή, για
έμφαση, η γενική των δεικτικών αντωνυμιών οὗτος και ἐκεῖνος:
Τὸν Νηλέα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ ἀπέκτεινεν.
Ἐγκωμιάζομεν τὴν ἐκείνων ἀρετήν.
β)
Όταν το πρόσωπο που δηλώνει η κτητική αντωνυμία είναι το ίδιο με το υποκείμενο
του ρήματος, χρησιμοποιείται για έμφαση, αντί για τους τύπους της κτητικής
αντωνυμίας ἐμός, σός,
τούτου, η γενική της αυτοπαθούς αντωνυμίας και, αντί για τους τύπους ἡμέτερος, ὑμέτερος,
τούτων, αὐτῶν, ἐκείνων, οι
τύποι ἡμέτερος αὐτῶν, ὑμέτερος αὐτῶν, ἑαυτῶν :
Πρὸς δὲ τὴν βουλὴν τὸν ἀδελφὸν τὸν ἐμαυτοῦ ἔπεμψα. [τὸν ἐμὸν ἀδελφὸν]
Ἐπέδειξαν καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν. [τὴν ἀρετὴν αὐτῶν]
γ)
Όταν ο κτήτορας δε δηλώνεται με έμφαση, χρησιμοποιείται, όπως και στη Ν.Ε., η
γενική των προσωπικών αντωνυμιών ως γενική κτητική:
Τὸν ἀδελφόν μου Ἐρατοσθένης ἀπέκτεινεν.
Ὁ πατήρ σου
διενήνοχεν ἁπάντων.
(διέφερε απ’ όλους)
N.E.:
Το σπίτι μου είναι παλιό.
Oι δεικτικές αντωνυμίες
Οι δεικτικές αντωνυμίες φανερώνουν δείξη, αισθητή ή νοητή, και χρησιμοποιούνται είτε ως ουσιαστικά είτε ως επίθετα:
Μετὰ τοῦτον Θεόπομπος Ἀθηναῖος εἶπεν. [ως
ουσιαστικό]
Οὐκ ἄδικος αὕτη ἡ ἀξίωσίς ἐστιν. [ως
επίθετο]
Οι
βασικές δεικτικές αντωνυμίες είναι οι:
α)
ὅδε, ἥδε, τόδε·
χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται τοπικά ή χρονικά κοντά
στον ομιλητή και συνήθως σε στενή σχέση μ’ αυτόν. Σε περίπτωση νοητής δείξης, η
αντωνυμία αναφέρεται συνήθως στα επόμενα:
Πρωταγόρας
ὅδε ταῦτα ἀπεκρίνατο.
(αυτός εδώ)
Ὁ δὲ ὅρκος ἔστω ὅδε· «ἐμμενῶ ταῖς ξυνθήκαις…».
β) οὗτος, αὕτη, τοῦτο· χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται τοπικά ή χρονικά κοντά στον ομιλητή, έχουν όμως στενότερη σχέση μ’ αυτόν που τον ακούει. Σε περίπτωση νοητής δείξης, η αντωνυμία αναφέρεται συνήθως στα προηγούμενα:
Ἦσαν δὲ οὗτοι μισθοφόροι
Ἕλληνες ἐς τριακοσίους.
Ταῦτα μὲν οὖν πάλαι
νενομοθέτηται.
Oὗτος ὁ Ἡγήσανδρος ἀφικνεῖται, ὃν ὑμεῖς ἴστε κάλλιον ἢ ἐγώ.
➤ H έκφραση καὶ ταῦτα (και
μάλιστα) έχει επιρρηματική σημασία· επαναλαμβάνει και τονίζει κάτι προηγούμενο:
Ὑμεῖς δ’ ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον, καὶ ταῦτα γυναῖκα, φοβήσεσθε;
γ)
ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο·
χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα που βρίσκονται τοπικά ή χρονικά μακριά
από τον ομιλητή. Σε περίπτωση νοητής δείξης, η αντωνυμία αναφέρεται συνήθως στα
προηγούμενα και σπανιότερα στα επόμενα:
Ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ παιδεύσαντες
τὸ πλῆθος ἐν ἀρετῇ.
Ἂν δ’ ἐκεῖνα Φίλιππος
λάβῃ, τίς αὐτὸν κωλύσει δεῦρο βαδίζειν;
Οὐδ’ ἐκεῖνο δῆλόν ἐστιν ἡμῖν, ὅτι ἐπὶ Χερρόνησον οὐχ ἥξει.
Oι ερωτηματικές
αντωνυμίες
Ερωτηματικές
ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες διατυπώνεται μια ερώτηση. Εισάγουν
ερωτηματικές προτάσεις, στις οποίες έχουν θέση ονόματος:
Τίς
ἦν ὁ ταῦτα γράψας;
(ποιος;) [ως ουσιαστικό]
Τίνα
τρόπον σοφοὶ γενησόμεθα;
(με ποιον τρόπο;) [ως επίθετο]
Πότερον
ἐκλείπει ἥλιος ἢ οὔ; (ποιο από τα
δύο;) [ως ουσιαστικό]
Παρατηρήσεις
α)
Ύστερα από την ερωτηματική αντωνυμία τίς ακολουθεί πολλές φορές το επίρρημα ποτὲ (άραγε, τάχα,
τέλος πάντων):
Ταύτην
τοίνυν με αὐτὴν δίδαξον τὴν ἰδέαν τίς ποτέ ἐστιν. (ποια
άραγε είναι)
β)
Ύστερα από τις ερωτηματικές αντωνυμίες ποῖος, πόσος και πηλίκος ακολουθεί πολλές
φορές η αόριστη αντωνυμία τὶς
(με τη σημασία του «σαν») για δήλωση μεγαλύτερου ενδιαφέροντος, έκπληξης ή
ειρωνείας:
Ποιός
τις ἦν; (Σαν τι
λογής άνθρωπος ήταν;)
Πόσαι
τινές εἰσιν αἱ πρόσοδοι τῇ πόλει; (Σαν
πόσα να είναι τα εισοδήματα στην πόλη;)
Ὁ τῆς γῆς ὄγκος πηλίκος ἄν τις εἴη πρὸς τὰ περιέχοντα
μεγέθη; (σαν πόσο μεγάλος θα ήταν...;)
γ) Συχνά, και για λόγους έμφασης, η ερωτηματική αντωνυμία μπαίνει στο τέλος της πρότασης:
Εἰσὶ δ’ οὗτοι τίνες;
Oι αόριστες αντωνυμίες
Αόριστες ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι το οποίο είτε δεν μπορεί είτε δε θέλει κανείς να ονομάσει. Από τις αόριστες αντωνυμίες η πιο σημαντική είναι η τίς, τὶ (κάποιος/α, κάτι), η οποία χρησιμοποιείται σε καταφατικές προτάσεις ως ουσιαστικό ή επίθετο:
Λέγουσι
δὲ αὐτόν τινες ἐκ Διὸς γενέσθαι.
[υποκείμενο]
Δήλιοι
δ’ ἐνόσουν λοιμώδη
τινὰ νόσον.
[επιθετικός προσδιορισμός]
Τρόπον
τινὰ ὀρθῶς λέγουσιν.
[επιθετικός προσδιορισμός]
Παρατήρηση
Η
αντωνυμία τίς:
α)
Xρησιμοποιείται ως κατηγορούμενο με τη σημασία του «κάποιος», «κάποιος
σπουδαίος», «κάτι»:
Πολλάκις
ἑώρακά τινας
δοκοῦντάς τι εἶναι. (να
νομίζουν ότι είναι κάτι)
β) Λειτουργεί ως σύστοιχο αντικείμενο (πβ. § 75, παρατήρηση γ΄) με τα ρήματα λέγω και ποιῶ:
Ἕκαστος δοκεῖ τι λέγειν τἀναντία λέγων.
(κάτι σπουδαίο)
γ) Συχνά επιτείνει ή, αντίθετα, μετριάζει τη σημασία των όρων με τους οποίους συντάσσεται:
Τὴν δύναμιν τῶν Βαβυλωνίων
δηλώσω ὅση τις ἐστίν. (πόσο
μεγάλη)
Τριάκοντά
τινας ἀπέκτειναν.
(κάπου τριάντα)
Oι αόριστες επιμεριστικές αντωνυμίες δηλώνουν καθένα από τα μέρη στα οποία επιμερίζεται, διαχωρίζεται ένα σύνολο:
Οὔτ’ ἔλαβον οὐδὲν τῶν τῆς πόλεως οὔτ’ ἀνήλωσα.
Μηδὲν ὑμῶν ᾐδίκει μηδείς.
Οὐδέτερον τούτων
οὔτ’ ἀληθὲς οὔτ’ ἀναγκαῖον.
➤ Η αντωνυμία ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο έχει
μερικές φορές τη σημασία του «καθώς και», «επιπλέον» και ακολουθείται από
ουσιαστικό σε θέση επεξήγησης:
Παρεκάλεσαν
τοὺς ὁπλίτας καὶ τοὺς ἄλλους ἱππέας. (καθώς
και τους άλλους, δηλ. τους ιππείς)
Oι αναφορικές αντωνυμίες
Αναφορικές
ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες μια πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης
πρότασης ή σε όλο το νόημα της πρότασης αυτής. Διακρίνονται σε:
α)
Aυτές που αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα: ὃς (ο οποίος,
αυτός που), οἷος (τέτοιος
που), ὅσος, ἡλίκος (όσο
μεγάλος):
Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ.
Τοιοῦτός ἐστιν, οἷον ἐγὼ διήγημαι.
β)
Aυτές που αναφέρονται σε κάτι γενικό και αόριστο: ὅστις (όποιος),
ὁπότερος
(όποιος από τους δύο), ὁποῖος (όποιας
λογής), ὁπόσος (όσος), ὁπηλίκος (όσο
μεγάλος), ὁποδαπὸς (από τον
τόπο που):
Μάντις
ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς.
Παρατηρήσεις
α)
Η αναφορική αντωνυμία ὅς:
Mεταφράζεται
«αυτός που», όταν αναφέρεται σε δεικτική αντωνυμία η οποία παραλείπεται:
Ὃ δὲ λέγουσί τινες
τῶν Πυθαγορείων,
οὐκ ἔστιν εὔλογον. [τοῦτο ὃ λέγουσι]
Στην
αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται ως δεικτική
αντωνυμία μαζί με έναν από τους συνδέσμους «και», «αλλά» (και αυτός, αλλά
αυτός):
Πέμπτη
διαίρεσις λόγου, ὃν
οἱ τεχνῖται περὶ τῆς ἑαυτῶν διαλέγονται
τέχνης· ὃς δὴ καλεῖται τεχνικός.
β)
Αντί της αντωνυμίας ὃς
μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αντωνυμία ὅστις με την ίδια σημασία:
Καὶ τὸν Ἀριστοτέλην ἐνίοτε ἐμακάριζον ὅστις
Σταγειρίτης ἦν.
γ)
Οι αντωνυμίες ὅς, ὅστις
σχηματίζουν με το γ΄ενικό (σπανιότερα πληθυντικό) πρόσωπο του ρήματος εἰμὶ στερεότυπες
εκφράσεις που ισοδυναμούν με αόριστη αντωνυμία:
ἔστιν ὃς/ὅστις : τὶς οὐκ ἔστιν ὅστις : οὐδεὶς
εἰσὶν οἵ, ἔστιν οἵ : τινὲς οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ : πᾶς
ἔστιν οὕς : τινὰς οὐδεὶς (ἔστιν) ὅστις οὐ : πᾶς
Καὶ τούτων ἔστιν οἳ κατὰ νώτου ἐγένοντο τῆς Ἀλεξάνδρου
στρατιᾶς.
Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ.
δ)
Η αναφορική αντωνυμία οἷος
σχηματίζει με το ρήμα εἰμὶ στερεότυπες
εκφράσεις που συντάσσονται με απαρέμφατο, όπως οἷός εἰμι (είμαι
τέτοιος που, είμαι έτοιμος να), οἷός τ’ εἰμὶ (μπορώ), οἷόν τ’ ἐστὶ (είναι
δυνατόν να):
Συμμαχίαν
ποιησάμενος πρὸς τούτους οἷος ἦν πολεμεῖν. (ήταν
έτοιμος να)
Οὐχ οἷός τ’ ἦν τὰς ὁδοὺς ἐξευρίσκειν.
(δεν μπορούσε να)
Ἐν τοιούτοις
καιροῖς οὐχ οἷόν τ’ ἦν πλεονεκτεῖν. (δεν ήταν
δυνατόν να)
ε)
Οι αναφορικές αντωνυμίες συμφωνούν, κανονικά, ως προς το γένος και τον αριθμό
με το όνομα ή τη δεικτική αντωνυμία στην οποία αναφέρονται, ενώ η πτώση τους
εξαρτάται από τη σύνταξη του ρήματος της πρότασής τους ή από την πτώση του όρου
που προσδιορίζουν. Ο κανόνας αυτός σε σχέση με την πτώση παραβιάζεται στην
περίπτωση της έλξης του αναφορικού
Προετέτακτο
ἡ ἴλη ἡ βασιλική, ἧς Κλεῖτος ὁ Δρωπίδου ἰλάρχης ἦν.
Ἐφάνη αὐτοῖς μάντις, ὃν ἐνόμισαν μάγον
εἶναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου