Οι Εγκλίσεις του Ρήματος
Οι εγκλίσεις του ρήματος δηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο διατίθεται ο ομιλητής απέναντι στο περιεχόμενο του ρήματος. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του ρήματος μπορεί να παρουσιάζεται ως
• βεβαιότητα (οριστική)
• δυνατότητα ανοιχτή να
πραγματοποιηθεί στο μέλλον ή δυνατότητα του παρελθόντος που δεν
πραγματοποιήθηκε (δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική)
• επιθυμία, προσδοκία, ευχή ή
προσταγή του ομιλητή (υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική)
Οι εγκλίσεις που δηλώνουν βεβαιότητα ή δυνατότητα
(οριστική και οι δύο δυνητικές εγκλίσεις) είναι εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως
και δέχονται άρνηση οὐ.
Οι εγκλίσεις που δηλώνουν επιθυμία, προσδοκία, ευχή ή προσταγή (υποτακτική,
προστακτική, ευχετική ευκτική, ευχετική οριστική) είναι εγκλίσεις των προτάσεων
επιθυμίας και δέχονται άρνηση μή.
Εγκλίσεις είναι οι διάφορες μορφές του ρήματος
που φανερώνουν την ψυχική διάθεση του ομιλούντος προσώπου λέγονται εγκλίσεις.
Οι εγκλίσεις του ρήματος δηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο διατίθεται ο ομιλητής
απέναντι στο περιεχόμενο του ρήματος. Οι προσωπικές εγκλίσεις των ρημάτων στην
αρχαία ελληνική είναι τέσσερις: η Οριστική, η Υποτακτική, η Ευκτική και η Προστακτική.
Το περιεχόμενο του ρήματος μπορεί να παρουσιάζεται ως: • βεβαιότητα (Οριστική).
• δυνατότητα ανοιχτή να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ή δυνατότητα του παρελθόντος
που δεν πραγματοποιήθηκε (δυνητική Οριστική και δυνητική Ευκτική). • επιθυμία,
προσδοκία, ευχή ή προσταγή του ομιλητή (Υποτακτική, ευχετική Ευκτική,
Προστακτική). Οι εγκλίσεις που δηλώνουν βεβαιότητα ή δυνατότητα (Οριστική και
οι δύο δυνητικές εγκλίσεις) είναι εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως και δέχονται
άρνηση οὐ. Οι εγκλίσεις
που δηλώνουν επιθυμία, προσδοκία, ευχή ή προσταγή (Υποτακτική, Προστακτική,
ευχετική Ευκτική, ευχετική Οριστική) είναι εγκλίσεις των προτάσεων επιθυμίας
και δέχονται άρνηση μή
Οριστική
Η
οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος παρουσιάζεται από τον ομιλητή
ως πραγματικό γεγονός ή βέβαιο. Η Οριστική με οποιονδήποτε χρόνο εκφράζει κάτι
που είναι ή θεωρείται πραγματικό.
Σωκράτης οὐ νομίζει θεοὺς.
ὁ δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς Ἀττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον (Θουκ. Ἱστορία 2.18.1)
ὁ δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς Ἀττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον (Θουκ. Ἱστορία 2.18.1)
Ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς
Πέρα
ωστόσο από την παραπάνω βασική σημασία της, η οριστική δηλώνει επίσης
δυνατότητα ή πιθανότητα στις παρακάτω φράσεις: ὀλίγου + οριστ. αορ., ὀλίγου δεῖν + οριστ., ὀλίγου ἐδέησε + απαρ.
(Στη θέση της γενικής ὀλίγου
σπανιότερα εμφανίζονται οι γενικές μικροῦ ή ἐλαχίστου)
ΛΥΣ
14.17 διὰ τὰ τοῦ πατρὸς ἁμαρτήματα ὀλίγου τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη || εξαιτίας
των εγκλημάτων του πατέρα του, λίγο έλειψε να παραδοθεί στους ένδεκα (για να
εκτελεστεί).
Η οριστική ιστορικού χρόνου με το
δυνητικό μόριο ἂν (δυνητική
οριστική) δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού. Η
δυνητική οριστική μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με θα + παρατατικό ή
υπερσυντέλικο ή με την περίφραση θα μπορούσα να.
Η οριστική παρατατικού ή αορίστου με το
δυνητικό ἂν
χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλωθεί όχι το δυνατό στο παρελθόν, αλλά
το επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν (κυρίως στους υποθετικούς λόγους που δηλώνους
αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).
Δυνατότητα ή αξίωση ανεκπλήρωτη στο
παρελθόν και στο παρόν δηλώνει συχνά η οριστική παρατατικού (χωρίς το δυνητικό ἄν) των
απροσώπων ρημάτων που σημαίνουν αξίωση, καθήκον, αναγκαιότητα, πιθανότητα,
καταλληλότητα κ.τ.ό., όπως ἔδει,
ἐξῆν, προσῆκε, καλῶς εἶχε, χρῆν, εἰκὸς ἦν, καιρὸς ἦν, ἀναγκαῖον ἦν, καλὸν ἦν κ.ά. Το ίδιο
ισχύει και για τον παρατατικό των ρηματικών επιθέτων σε -τέον ἦν και των
προσωπικών ρημάτων ἐβουλόμην,
ἤθελον, ἠξίουν ᾤμην. Σε αυτές
τις περιπτώσεις η ανεκπλήρωτη δυνατότητα ή αξίωση αφορά τη σημασία του
απαρεμφάτου που εξαρτάται από τα παραπάνω απρόσωπα ή προσωπικά ρήματα ή τη
σημασία του ρηματικού επιθέτου. Συχνά, μετά την ανεκπλήρωτη δυνατότητα,
ακολουθεί στην επόμενη φράση το πραγματικό, το οποίο εισάγεται αντιθετικά με
εκφράσεις όπως νῦν
δέ, ἐπεὶ δέ, ἐπειδὴ δέ, ἀλλά.
ΘΟΥΚ
1.39.3 οὓς χρῆν, ὅτε ἀσφαλέστατοι ἦσαν, τότε προσιέναι, καὶ μὴ ἐν ᾧ ἡμεῖς μὲν ἠδικήμεθα, οὗτοι δὲ κινδυνεύουσι || έπρεπε
αυτοί (=οι Κερκυραίοι) να προσέλθουν στη συμμαχία σας τον καιρό που δε
βρίσκονταν σε κίνδυνο, κι όχι τώρα που κινδυνεύουν από μας που έχουμε υποστεί
τόσες αδικίες από αυτούς.
Δυνατότητα απραγματοποίητη στο παρελθόν εκφράζει και η οριστική ιστορικού χρόνου στις υποθετικές προτάσεις του δευτέρου είδους υποθετικών λόγων (αντίθετο του πραγματικού). Ανάλογη είναι και η οριστική ιστορικού χρόνου στις τελικές προτάσεις που δηλώνει σκοπό απραγματοποίητο στο παρελθόν.
ΛΥΣ 33.4 καὶ ταῦτα εἰ μὲν δι’ ἀσθένειαν ἐπάσχομεν, στέργειν ἂν ἦν ἀνάγκη τὴν τύχην || αν αυτά τα παθαίναμε από την αδυναμία μας, τότε θα ήταν αναγκαίο να υπομείνουμε την τύχη μας.
Ευχή ανεκπλήρωτη εκφράζει η οριστική
παρατατικού ή αορίστου, όταν προτάσσεται το μόριο εἴθε, καθώς και
ο παρατατικός ὤφελον + απαρ.
(επίσης, εἴθ’ ὤφελον + απαρ.
ή εἰ ὤφελον +
απαρ.).
ΞΕΝ
ΚΑναβ 2.1.4 ἀλλ΄ ὤφελε μὲν Κῦρος ζῆν· ἐπεὶ δὲ τετελεύτηκεν … ||
μακάρι να ζούσε ο Κύρος, επειδή όμως πέθανε …
Στις ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις η
οριστική των απροσώπων ρημάτων χρὴ και δεῖ + απαρ., δηλώνει απορία και
ισοδυναμεί με απορηματική υποτακτική.
ΞΕΝ
Αγ 2.13 ἠρώτων τί χρὴ ποιεῖν [=τί ποιῶσι] ||
ρωτούσαν τι πρέπει να κάνουν.
Υποτακτική
Η υποτακτική της αρχαίας ελληνικής διακρίνεται
σε δύο κατηγορίες (α) την υποτακτική του προσδοκώμενου (ή προορατική
υποτακτική) και (β) τη βουλητική υποτακτική. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά τους
είναι τα εξής:
• Η υποτακτική του προσδοκώμενου
δηλώνει αυτό που αναμένεται ότι θα συμβεί κατά την υποκειμενική κρίση του
ομιλητή και συνοδεύεται κανονικά από το μόριο ἄν. Η συγκεκριμένη υποτακτική
συγγενεύει αρκετά με την οριστική μέλλοντα· η διαφορά τους είναι πολύ λεπτή:
στην περίπτωση του μέλλοντα η προσδοκία βασίζεται σε αντικειμενική κρίση, ενώ
στην υποτακτική του προσδοκώμενου σε υποκειμενική.
• Η βουλητική υποτακτική δηλώνει
μια κατάσταση που η πραγμάτωσή της επιζητείται από τον ομιλητή και κανονικά δεν
συνοδεύεται από το μόριο ἄν.
Από
τα παραπάνω είναι σαφές ότι η υποτακτική είναι μια υποκειμενική έγκλιση που
αφορά το μέλλον· η διαφορά των δύο υποτακτικών συνίσταται στο ότι με την
υποτακτική του προσδοκώμενου ο ομιλητής προβλέπει το μέλλον κατά την
υποκειμενική του κρίση, ενώ με την βουλητική υποτακτική επιδιώκει την
πραγμάτωση της βούλησής του. Η αυστηρή διάκριση, ωστόσο, των δύο χρήσεων της
υποτακτικής δεν είναι πάντοτε εύκολη, ειδικά στην περίπτωση των δευτερευουσών
προτάσεων.
Υποτακτική του προσδοκώμενου
Η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου σε κύριες προτάσεις, ενώ διατηρείται ακόμη στον Όμηρο (με ή χωρίς το μόριο κε(ν) ή ἄν), στην αττική διάλεκτο έχει σχεδόν εκλείψει κι έχει αντικατασταθεί από την οριστική του μέλλοντα· διατηρείται μόνο σε κάποιες στερεότυπες εκφράσεις: τί πάθω; τί γένωμαι; τί μοι γένηται; κ.ά.
Η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου σε κύριες προτάσεις, ενώ διατηρείται ακόμη στον Όμηρο (με ή χωρίς το μόριο κε(ν) ή ἄν), στην αττική διάλεκτο έχει σχεδόν εκλείψει κι έχει αντικατασταθεί από την οριστική του μέλλοντα· διατηρείται μόνο σε κάποιες στερεότυπες εκφράσεις: τί πάθω; τί γένωμαι; τί μοι γένηται; κ.ά.
ΟΜ
Ιλ 14.234-5 ἠδ΄ ἔτι καὶ νῦν / πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα ||
επάκουσέ με και τώρα, κι εγώ θα σου χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη.
Στις δευτερεύουσες προτάσεις, αντιθέτως, η
χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου (κατά κανόνα με το μόριο ἂν) είναι πολύ
συνηθισμένη. Ειδικότερα, με υποτακτική του προσδοκώμενου εκφέρονται χρονικές,
υποθετικές, εναντιωματικές και αναφορικές προτάσεις· επίσης, τελικές που
εισάγονται με τους συνδέσμους ὅπως
και ὡς, αν και σε
αυτές η υποτακτική του προσδοκώμενου συχνά έχει αντικατασταθεί από οριστική
μέλλοντα· σπάνια είναι στον Όμηρο η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου σε
πλάγιες ερωτήσεις, ενώ στην αττική διάλεκτο τα παραδείγματα είναι ελάχιστα.
ΞΕΝ
ΚΠαιδ 1.2.7 κολάζουσι δὲ καὶ ὃν ἂν ἀδίκως ἐγκαλοῦντα εὑρίσκωσι ||
τιμωρούν επίσης και όποιον ανακαλύψουν ότι κατηγορεί άλλους άδικα.
ΛΥΚ
Λεωκ 86 φασὶ γοῦν τὸν Κόδρον […] λαβόντα πτωχικὴν στολὴν ὅπως ἂν ἀπατήσῃ τοὺς πολεμίους, κατὰ τὰς πύλας ὑποδύντα φρύγανα συλλέγειν πρὸ τῆς πόλεως ||
διηγούνται, λοιπόν, ότι ο Κόδρος, αφού φόρεσε φτωχικά ρούχα, για να εξαπατήσει
τους εχθρούς, βγήκε κρυφά έξω από τις πύλες και μάζευε φρύγανα μπροστά στην
πόλη.
Βουλητική Υποτακτική
Η
βουλητική υποτακτική στις ανεξάρτητες προτάσεις δηλώνει (α) προτροπή ή αποτροπή
(προτρεπτική ή αποτρεπτική υποτακτική), (β) απαγόρευση (απαγορευτική
υποτακτική), (γ) ενδοιασμό και (δ) αμηχανία και απορία (απορηματική
υποτακτική).
Προτρεπτική
ή αποτρεπτική υποτακτική. Δηλώνει προτροπή ή αποτροπή για την εκτέλεση μιας
πράξης και βρίσκεται μόνο σε πρώτο πρόσωπο, ενικό ή πληθυντικό, ενώ για τα
υπόλοιπα πρόσωπα χρησιμοποιείται η προστακτική.
ΞΕΝ
ΚΠαιδ 6.4.16 ἴωμεν δή, ὦ ἄνδρες, ἐπὶ τοὺς πολεμίους || ας
επιτεθούμε, λοιπόν, άνδρες, στους εχθρούς.
Πολλές φορές προτάσσονται της συγκεκριμένης
υποτακτικής οι προστακτικές ἄγε,
ἴθι, φέρε κ.ά.,
οι οποίες έχουν καταντήσεις προτρεπτικά μόρια.
ΞΕΝ
Απομν 1.6.4 ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα τί χαλεπὸν ᾔσθησαι τοῦ ἐμοῦ βίου || εμπρός,
λοιπόν, ας εξετάσουμε τι δυσάρεστο έχεις εντοπίσει στον τρόπο ζωής μου.
ΠΛ
Θεαιτ 151e ἀλλὰ φέρε δὴ αὐτὸ κοινῇ σκεψώμεθα, γόνιμον ἢ ἀνεμιαῖον τυγχάνει ὄν || έλα τώρα,
ας εξετάσουμε μαζί αν αυτό που είπες είναι γόνιμος λόγος ή αερολογία.
Απαγορευτική
υποτακτική.
Δηλώνει απαγόρευση και τίθεται πάντοτε σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο. Συνοδεύεται
πάντοτε από άρνηση μή.
ΙΣΟΚΡ
14.62 μὴ τοίνυν ἐάσητε ταύτας τὰς βλασφημίας περὶ τὴν ὑμετέραν γενέσθαι πόλιν || μην
αφήσετε, λοιπόν, να εκτοξευθούν ενάντια στην πόλη σας αυτές οι προσβολές.
Η βουλητική υποτακτική σε ανεξάρτητη
πρόταση μπορεί να δηλώνει ενδοιασμό και ανησυχία μήπως ισχύει κάτι. Τότε
βρίσκεται σε χρόνο ενεστώτα και εισάγεται με το μή (άρνηση μὴ οὐ). Ο
ισχυρισμός αυτός που διατυπώνεται με επιφύλαξη συνοδεύεται συχνά από ειρωνεία.
ΠΛ
Παρμ 134e ἀλλὰ μὴ λίαν, ἔφη, θαυμαστὸς ὁ λόγος ᾖ || φοβάμαι
όμως, είπε, μήπως ο λόγος μας είναι πολύ παράδοξος.
Όταν
όμως προτάσσεται άρνηση πριν από τις παραπάνω προτάσεις (δηλ. οὐ μή), τότε η
επιφύλαξη αίρεται και δηλώνεται βέβαιος αρνητικός ισχυρισμός.
ΞΕΝ
ΚΑναβ 4.8.13 ἤν τε εἷς πῃ δυνηθῇ τῶν λόχων ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀναβῆναι͵ οὐδεὶς μηκέτι μείνῃ τῶν πολεμίων || κι αν
ένας από τους λόχους καταφέρει να ανεβεί στην κορυφή, τότε πια κανείς από τους
εχθρούς δεν θα μείνει εκεί για να αντισταθεί.
Συχνά όμως στη θέση υποτακτικής ενεστώτα ή αορίστου υπάρχει οριστική μέλλοντα.
ΑΙΣΧΙΝ
3.177 τοὺς μὲν γὰρ πονηροὺς οὐ μή ποτε βελτίους ποιήσετε || γιατί
έτσι τους κακούς πολίτες ποτέ δεν θα τους κάνετε καλύτερους.
Απορηματική υποτακτική. Βρίσκεται
στις ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις και δηλώνει αμηχανία, απορία, αμφιβολία ή
έκπληξη.
ΠΛ
Μεν 80b ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ἀποκρίνωμαί σοι || γιατί
πραγματικά έχει ναρκωθεί η ψυχή και το στόμα μου και δεν ξέρω τι να σου
απαντήσω.
Συχνά η απορηματική υποτακτική στις ευθείες ερωτήσεις συνοδεύεται από τα βούλει, βούλεσθε, θέλεις, θέλετε.
Πέρα από τις πλάγιες ερωτήσεις, με
βουλητική υποτακτική εκφέρονται και άλλες δευτερεύουσες προτάσεις: οι τελικές
και οι ενδοιαστικές.
Ευκτική
Η
ευκτική είναι η έγκλιση που δηλώνει μια απλή υποκειμενική σκέψη, η οποία
εκδηλώνεται ως ευχή (ευχετική ευκτική) ή ως δυνατότητα να πραγματοοποιηθεί κάτι
στο παρόν ή στο μέλλον (δυνητική ευκτική). Μια τρίτη βασική λειτουργία της
ευκτικής είναι η χρήση της στον πλάγιο λόγο μετά από ιστορικό χρόνο στη θέση
της απλής οριστικής ή της υποτακτικής (ευκτική του πλαγίου λόγου).
Ευχετική ευκτική.
Εκφράζει ευχή ή κατάρα η οποία μπορεί να εκπληρωθεί στο μέλλον. Διαφέρει έτσι από την ευχετική οριστική, η οποία εκφράζει ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν (αν και αρχικά η ευχετική ευκτική δήλωνε και ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν, όπως φαίνεται από παραδείγματα στον Όμηρο).
Εκφράζει ευχή ή κατάρα η οποία μπορεί να εκπληρωθεί στο μέλλον. Διαφέρει έτσι από την ευχετική οριστική, η οποία εκφράζει ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν (αν και αρχικά η ευχετική ευκτική δήλωνε και ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν, όπως φαίνεται από παραδείγματα στον Όμηρο).
Πριν
από την ευχετική ευκτική προτάσσονται συνήθως τα μόρια εἴθε, εἰ γάρ.
Στο β’ και γ’ πρόσωπο η ευχετική ευκτική
χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευγενική προτροπή ή παραχώρηση.
Με ευχετική ευκτική εκφέρονται και
δευτερεύουσες αναφορικές, τελικές και σπάνια ενδοιαστικές προτάσεις.
Η δυνητική ευκτική (ευκτική με το
δυνητικό μόριο ἄν) δηλώνει το
δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρόν και στο μέλλον.
Η
δυνητική ευκτική, κυρίως στον Όμηρο, μπορεί να εκφέρεται και χωρίς το δυνητικό
μόριο ἄν.
Με δυνητική ευκτική επίσης εκφράζεται:
(α)
κάτι το πιθανό (ισοδυναμεί με μέλλοντα)
(β)
γνώμη διατυπωμένη με μετριοπάθεια
(γ)
ευγενική προσταγή
Με δυνητική ευκτική μπορούν να εκφέρονται
όλες οι δευτερεύουσες προτάσεις κρίσεως, ενώ στις υποθετικές, εναντιωματικές
και αναφορικοϋποθετικές, η δυνητική ευκτική δεν συνοδεύεται από το δυνητικό
μόριο.
Το δυνητικό μόριο ἂν τίθεται
κανονικά μετά το ρήμα στο οποίο ανήκει. Αν όμως στην πρόταση υπάρχει άρνηση ή
κάποια αντωνυμία ή επίρρημα ή άλλη λέξη στην οποία δίνεται έμφαση, τότε το
δυνητικό μόριο τίθεται μετά από αυτή τη λέξη.
Σε δευτερεύουσες προτάσεις η ευκτική τίθεται
συχνά στη θέση της απλής οριστικής ή της υποτακτικής, όταν στην κύρια πρόταση
υπάρχει ιστορικός χρόνος. Η ευκτική αυτή ονομάζεται ευκτική του πλαγίου λόγου.
(Η ευκτική του μέλλοντα χρησιμοποιείται μόνο ως ευκτική του πλαγίου λόγου).
Η επαναληπτική ευκτική, η οποία
συναντάται σε υποθετικές, χρονικές, και αναφορικές προτάσεις, και δηλώνει το
επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν, ανήκει ουσιαστικά στην κατηγορία της ευκτικής
του πλαγίου λόγου, αφού στην κύρια πρόταση υπάρχει πάντοτε ιστορικός χρόνος. Η
συγκεκριμένη ευκτική δεν δηλώνει επανάληψη από μόνη της, αλλά χάρη στα
συμφραζόμενα στα οποία βρίσκεται.
Προστακτική
Η προστακτική δηλώνει την απαίτηση του
υποκειμένου να κάνει κάποιος κάτι. Ειδικότερα η προστακρική δηλώνει
(α)
προσταγή ή απαγόρευση
(β)
προτροπή, αποτροπή ή παραίνεση
(γ)
συγκατάθεση ή παραχώρηση
(δ)
παράκληση, ευχή ή κατάρα
Στις
ηπιότερες μορφές προσταγής προτιμούνται αντί της προστακτικής, η προτρεπτική,
αποτρεπτική και απαγορευτική υποτακτική και η ευχετική ή δυνητική ευκτική.
Από τις δευτερεύουσες προτάσεις μόνο οι
αναφορικές μπορούν να εκφέρονται με προστακτική είναι οι αναφορικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου