Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Το Αντικείμενο


ΤO ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝO
 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για αρχαια
Αντικείμενο ονομάζεται ο όρος της πρότασης που δηλώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει ή στο οποίο αναφέρεται η ενέργεια του υποκειμένου.
Το αντικείμενο, όταν είναι ουσιαστικό ή λέξη / φράση σε θέση ουσιαστικού (ουσιαστικοποιημένη), τίθεται πάντοτε σε μια από τις πλάγιες πτώσεις: γενική, δοτική, αιτιατική.

Ως αντικείμενο τίθεται:

α) Oυσιαστικό:
Ο
θηναοι φρούρουν τ τείχη.
β) Επίθετομετοχή ή αντωνυμία:
Το
ς ξένους δικε σφόδρα.
κάλεσε τος ργαζομένους.
Ε
μενς δέξατο μς.
γ) Απαρέμφατο (άναρθρο ή έναρθρο):
Ξύνεδροι βούλονται γίγνεσθαι.
Ο
φιπποι φοβονται τ καταπεσεν.
δ) 
Άκλιτη λέξη ή φράση με άρθρο:
Το
ς μν πέκτεινε, τος δ νδραπόδισε. (υποδούλωσε)
ε) Εμπρόθετος προσδιορισμός με ή χωρίς άρθρο:
ώρων τος π Φυλς ετυχοντας.
Διέφθειραν 
ς κτακοσίους. (Σκότωσαν περίπου οχτακόσιους.)
στ) Δευτερεύουσα ονοματική πρόταση
Λέγουσιν 
τι δεκαταος φίκετο π τ ρος.
Φοβε
ται μ τ σχατα πάθ.

Γενικές παρατηρήσεις
α) Το αντικείμενο μπορεί να παραλείπεται, όταν εύκολα εννοείται:
Τ
ληθ ρ κα οκ ποκρύψομαι. [τληθ ]
β) Το αντικείμενο μπορεί να είναι:
άμεσο ή έμμεσο
εξωτερικό
εσωτερικό
εσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος
κυρίως εσωτερικό αντικείμενο ή σύστοιχο
 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για αρχαια
Το αντικείμενο των μεταβατικών ρημάτων
Τα μεταβατικά ρήματα διακρίνονται σε:
α) Μονόπτωτα· δέχονται ένα αντικείμενο ή περισσότερα στην ίδια πλάγια πτώση, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά ή χωρίζονται με κόμμα:
παινομεν τος δικαίους.
παινομεν ο μόνον τος δικαίους λλ κα τος συνετος κα τος σοφούς.
β) Δίπτωτα· δέχονται δύο αντικείμενα σε δύο διαφορετικές πλάγιες πτώσεις ή δύο αντικείμενα σε αιτιατική, από τα οποία το ένα είναι πρόσωπο και το άλλο πράγμα:
δωκε τ γράμματα τος φίλοις.
Διδάσκουσι το
ς παδας σωφροσύνην.
 Αντί της αιτιατικής πράγματος ως αντικείμενο μπορεί να τεθεί απαρέμφατο ή, όπως και στη Ν.Ε., δευτερεύουσα πρόταση:
κέλευσεν τος τοξότας κτοξεύειν ς τος βαρβάρους.
Δείξομεν το
ς βαρβάροις τι δυνάμεθα τος χθρος τιμωρεσθαι.

Aπό τα δύο διαφορετικά αντικείμενα ενός δίπτωτου ρήματος το ένα ονομάζεται άμεσο, γιατί σ' αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου, και το άλλο ονομάζεται έμμεσο, γιατί σ' αυτό μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου. Με βάση την πτώση εκφοράς του αντικειμένου, άμεσο είναι το αντικείμενο σε αιτιατική και έμμεσο το αντικείμενο σε γενική ή δοτική. Όταν το ρήμα συντάσσεται με γενική και δοτική, άμεσο είναι το αντικείμενο σε γενική, ενώ, όταν το ρήμα συντάσσεται με δύο αιτιατικές, άμεσο είναι το αντικείμενο που δηλώνει πρόσωπο:
Άμεσο
+
Έμμεσο
αιτιατική
γενική ή δοτική
αιτιατική
προσώπου
αιτιατική πράγματος ή
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική
δοτική
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική ή δοτική
Ατος πεστέρησαν βίου. [άμεσο – έμμεσο]
ποδώσω τ μίσεα τος φίλοις. [άμεσο – έμμεσο]
Διδάσκει το
ς νέους τν ρετήν. [άμεσο – έμμεσο]
πεισαν τος Θηβαίους βοηθεν. [άμεσο – έμμεσο]
ριθμητικ διδάσκει μς σα στν τ το ριθμο. [άμεσο – έμμεσο]
Τ
ν τιμν τος φίλοις μεταλαμβάνομεν. [άμεσο – έμμεσο]
Πρόξενος
δετο το Κλεάρχου μ ποιεν τατα. [έμμεσο – άμεσο]
Ε
πε τ Ξενοφντι τι ποπέμψει ατόν. [έμμεσο – άμεσο]

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαια
Μονόπτωτα ρήματα

α) Μονόπτωτα ρήματα με γενική
Αντικείμενο σε γενική δέχονται ρήματα τα οποία σημαίνουν:
Μνήμη ή λήθη, όπως μέμνημαι (θυμάμαι), μνημονεύωπιλανθάνομαι (ξεχνώ) κ.τ.ό.:
χιλλέως κα Πατρόκλου μέμνησθε κα μήρου.
Δέδοικα μ
πιλαθώμεθα τς οκαδε δο.
Επιμέλεια, φροντίδα, φειδώ και τα αντίθετά τους, όπως πιμελομαι, κήδομαι (φροντίζω), μελ, λιγωρ, φείδομαι, φειδ κ.τ.ό.:
πιμελονται τς ρετς.
Ο
θεο τν σεβούντων οκ μελοσι.
Χρόνου φείδου.
Χωρισμό, αποχή, απομάκρυνση, απαλλαγή, όπως χωρίζομαι, πέχω, φίεμαι, φίσταμαι, παλλάττομαι κ.τ.ό.:
Λακεδαιμόνιοι πλέον
πέχουσι τν βαρβάρων.
Χ
οι φίστανται θηναίων.
Έναρξη ή λήξη, όπως ρχω, ρχομαι, λήγω, παύομαι κ.τ.ό.:
Παρόντων πάντων
ρχετο τοιοδε λόγου.
Λ
γε τν πόνων τι πονεν δυνάμενος.
Εξουσία, όπως ρχω, βασιλεύω, δεσπόζω, γεμονεύω, γομαι, κρατ (νικώ, υπερισχύω), προΐσταμαι, στρατηγ κ.τ.ό.:
Γ
ς κα θαλάττης ρχον Λακεδαιμόνιοι.
Νηλε
ς τς ωνικς ποικίας γετο.
θηναοι Μήδων κράτησαν.
Συμμετοχή, πλησμονή (αφθονία) ή στέρηση, όπως κοινων, μεταλαμβάνω, μετέχω, γέμω, δέω, δέομαι (έχω ανάγκη), στερομαι, χρζω κ.τ.ό.:
Τ
νθρώπινον γένος μετείληφεν θανασίας.
τ φυτ μετέχει ζως.
Παραδείγματος τ
παράδειγμα ατ δεδέηκε.
Επιθυμία, απόλαυση –εκτός από τα ρήματα γαπ, ποθ, φιλ που συντάσσονται με αιτιατική– όπως πιθυμ, ρ (αγαπώ με πάθος), φίεμαι (επιθυμώ πολύ), ρέγομαι κ.τ.ό.:
Τ
ς ερήνης πεθυμήσαμεν.
Ο
φιλοχρήματοι φίενται τν δώρων.
φιλότιμος τς περοχς ρέγεται.
Αίσθηση, αντίληψη –εκτός από το ρήμα ρ που συντάσσεται με αιτιατική– όπως ασθάνομαι, πτομαι, κούω, γεύομαι, ντιλαμβάνομαι, πιλαμβάνομαι, σφραίνομαι, πυνθάνομαι (πληροφορούμαι) κ.τ.ό.:
Σιγ
κα δικαίως μν κούετε.
ψυχ τς ληθείας πτεται.
λίγοι ατν σίτου γεύσαντο.
Απόπειρα, επιτυχία ή αποτυχία, όπως πειρμαι, (πι)τυγχάνω, ξιομαι, ποτυγχάνω, μαρτάνω (σφάλλω, αποτυγχάνω), ψεύδομαι (εξαπατώμαι) κ.τ.ό.:
Ο
εγενες ξιονται τιμς.
Φοβούμεθα μ
 μφοτέρων μα μαρτήκαμεν.
Τ
ς δίας λπίδος παντες ψεύσθησαν.
Υπεροχή, διαφορά, σύγκριση, όπως πλεονεκτ, περτερ, προέχω, περέχω, ριστεύω, πρωτεύω, διαφέρω, (πο)λείπομαι, στερ, ττμαι, μειονεκτ, προτιμ κ.τ.ό.:
δί οδες περεχε τν πολλν.
Διαφέρει τ
θλυ το ρρενος.
Μειονεκτο
σιν ο τύραννοι τν διωτν.
Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα με τις προθέσεις πό, κ, κατά, πρό, πέρ:
Τ
μέσον σον τν σχάτων πέχει.
Μ
καταφρόνει θν γεροντικν.
Πολλο
ς γλττα προτρέχει τς διανοίας.
περορ τν καθεστώτων νόμων. (περιφρονεί)

Γενική παρατήρηση
Πολλά από τα ρήματα που συντάσσονται με γενική απαντούν και με άλλη σύνταξη, όπως με αιτιατική, απαρέμφατο, κατηγορηματική μετοχή  δευτερεύουσα πρόταση κ.ά.:
κενος παυσε τος τυράννους.
Ο
δες γρ πιθυμε κόλαστος εναι.
Α
σθάνομαι τατα οτως χοντα.
κουε τος λόγους τος περ λλήλων κα πειρ γνωρίζειν τος λέγοντας.
Πυνθάνομαι 
τι οκ βατόν στι τ ρος.

β) Μονόπτωτα ρήματα με δοτική
Αντικείμενο σε δοτική δέχονται ρήματα τα οποία σημαίνουν:
Φιλική ή εχθρική διάθεση ή ενέργεια, όπως ρέσκω, (δια)αμιλλμαι, ενο, βοηθ, μύνω, τιμωρ, λυσιτελ (ωφελώ), πειλ, πιτιμ, πολεμ, μάχομαι, ναντιομαι, μέμφομαι (επικρίνω), ργίζομαι, φθον κ.τ.ό.:
Ο
νέοι πρεσβυτέροις διαμιλλνται.
Ο
θηναοι τ ντιόχ βοήθουν.
Μ
πάθωμεν  λλοις πιτιμμεν.
Πολεμο
σι τος πρότερον δικήσασιν.
νόπλοις πλισμένοι μάχονται.
 Εκτός από το ρήμα λυσιτελ, τα ρήματα που σημαίνουν ωφέλεια ή βλάβη συντάσσονται με αιτιατική:
κείνους μν οκ φελε τ οκεον, τούτους δ κα βλάπτει.
Ευπείθεια ή υποταγή και τα αντίθετά τους, όπως πείθομαι, πιστεύω, πακούω, πηρετ, δουλεύω (είμαι δούλος), πειθ, πιστ κ.τ.ό.:
Ῥᾳδίως πείθεται τος διαβάλλουσιν.
Δαίδαλος Μίν
 δούλευεν.
κν πειθε λέξανδρος τ μάντει.
Προσέγγιση, ακολουθία, διαδοχή, μείξη ή επικοινωνία, όπως πλησιάζω, πελάζω (πλησιάζω), κολουθ, πομαι (ακολουθώ), μείγνυμαι, (πι)κοινων, μιλ (συναναστρέφομαι), χρμαι (χρησιμοποιώ), (ν) (συν) (περι)τυγχάνω (συναντώ) κ.τ.ό.:
μοιος μοί ε πελάζει.
Τ
Γ πεται τ Β.
πικοινωνοσι α πιστμαι λλήλαις.
Μ
 πονηρος μίλει.
Ο
δικαίως χρται τος παραδείγμασι.
κε περιτυγχάνουσι τ στρατεύματι.
 Το ρήμα χρμαι συντάσσεται και με δύο δοτικές, από τις οποίες η μία είναι αντικείμενο και η άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου:
Χρ
μαι τ προδότ συμβούλ. (ως σύμβουλο)
Ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία και τα αντίθετά τους, όπως σομαι, οικα (μοιάζω), μοιάζω, μοιομαι, συμφων, συνδω (συμφωνώ), μολογ, μονο κ.τ.ό.:
Φιλοσόφ
 οικας, νεανίσκε.
Τ
τς πόλεως θος μοιοται τος ρχουσι.
Τ
γρ ργα ο συμφωνε τος λόγοις.
Ο
τος μπεδοκλε μονοε ο;
Έριδα ή συμφιλίωση, όπως μφισβητ, ρίζω, διαλλάττομαι, σπένδομαι (συνθηκολογώ) κ.τ.ό.:
Ο
χθρο ρίζουσιν λλήλοις.
κρυξ τ πρεσβεί σπένδεται.
«Aρμόζει», «ταιριάζει», όπως ρμόττει, πρέπει, προσήκει:
Τ
βασιλεί προσήκει καλοκαγαθία.
 Όταν τα ρήματα αυτά είναι απρόσωπα, η δοτική είναι δοτική προσωπική .
Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα με τις προθέσεις ν, πί, παρά, περί, πρός, σύν, π ή το επίρρημα μο:
O
κ νέμεινε τος ρκοις κα τας σπονδας.
Ο
δ πιτίθενται τ στρατεύματι.
Νο
ς νθρώποις παρίσταται.
Ο
δν μν γαθν παραγίγνεται.
Πλέοντες νυκτ
ς σφοδρ περιπίπτουσι χειμνι.
Προσηύχοντο θεο
ς τος Mηδίαν γν κατέχουσιν.
τούτου δελφ μο συνοικε.
ργ μεγάλη κα τιμωρία πόκειται τος τ ψευδ μαρτυροσιν.
Ο
κ μοφρονοσιν λλήλοις. [Bλ. και παραπάνω τα ρ. μονο, μολογ.]

γ) Μονόπτωτα ρήματα με αιτιατική
Η αιτιατική είναι η κυρίως πτώση του αντικειμένου.
Με αιτιατική συντάσσονται ρήματα ποικίλων σημασιών,
όπως βιάζομαι, πιορκ, θαρρ, κελεύω, λανθάνω (διαφεύγω την προσοχή κάποιου), λαμβάνω, μένω, οκ, μνυμι (ορκίζομαι), φθάνω, (δια)φυλάττω, τιμ, κολακεύω, δικ, διώκω, ασχύνομαι κ.ά.,
καθώς και ρήματα που ως απλά είναι αμετάβατα, σύνθετα όμως με πρόθεση λειτουργούν ως μεταβατικά, όπως διαβαίνω, διέρχομαι, περιίσταμαι (κυκλώνω) κ.ά.:
Πτολεμαος λανθάνει τος βαρβάρους.
Παρ
βασιλέως πολλς λαβον κα μεγάλας δωρεάς.
Το
ς δικαίους κα νδρείους τιμσι.
Ο
μόνον μς, λλ κα τος λλους δικε.
Ο
δημαγωγο τ πλήθη κολακεύουσι.
Α
Γοργόνες τν Περσέα δίωκον.
Το
ς μν θεος φοβο, τος δ φίλους ασχύνου.
Κρος περιίσταται τν λόφον τ παρόντι στρατεύματι.

Το αντικείμενο σε αιτιατική διακρίνεται σε:
α) Εξωτερικό αντικείμενο· φανερώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα που προϋπάρχει της ενέργειας του υποκειμένου, η οποία είτε επιδρά στο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα και μεταβάλλει την αρχική του κατάσταση είτε μεταβαίνει σ' αυτό χωρίς να το μεταβάλλει:
Τ
ν λιμένα τείχισαν. [μεταβολή της αρχικής κατάστασης του αντικειμένου]
O
γιγνώσκω σε. [αμετάβλητη η αρχική κατάσταση του αντικειμένου]
β) Εσωτερικό αντικείμενο:
Eσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος· φανερώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του υποκειμένου και τίθεται με ρήματα που έχουν την έννοια της δημιουργίας κάποιου πράγματος το οποίο δεν υπήρχε πριν συντελεστεί η ενέργεια του ρήματος. Tέτοια ρήματα είναι τα γενν, γράφω, δημιουργ, δρύω, κατασκευάζω, κτίζω, οκοδομ, ρύττω (σκάβω), παρασκευάζω, ποι, τίκτω, φαίνω κ.τ.ό.:
Γράφω 
πιστολν πρς τν πατέρα σου.
λέξανδρος κατεσκεύασε φρούριον.
ρυττε τάφρον περμεγέθη.
γνα ποιε γυμνικόν τε κα ππικόν.
Κυρίως εσωτερικό αντικείμενο ή σύστοιχο· φανερώνει το περιεχόμενο της ενέργειας του ρήματος. Eίναι ομόρριζο με το ρήμα ή προέρχεται από τη ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος και συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό:
νικ
 νίκην – πολεμ πόλεμον – θύω θυσίας
Τ
ν σχατον κίνδυνον κινδυνεύουσι.
Ο
θηναοι τοσαύτας ορτς ώρταζον, σας οδεμία τν λλων λληνίδων πόλεων, κα
τοσαύτας δίκας 
δικάζοντο, σας οδ πάντες νθρωποι.

Παρατηρήσεις
α) Με σύστοιχο αντικείμενο συντάσσονται και ρήματα που δεν είναι ενεργητικά μεταβατικά:
νοσ
 νόσον [αλλά και: σθεν νόσον ] – ζ ζων
β) Ένα ρήμα που συντάσσεται με αιτιατική προσώπου ως εξωτερικό αντικείμενο μπορεί να δεχτεί και σύστοιχο αντικείμενο (βλ. και § 76):
καστον εεργετ τν μεγίστην εεργεσίαν.

γ) Πολλές φορές η σύστοιχη αιτιατική παραλείπεται και τότε ως σύστοιχο αντικείμενο λειτουργεί ο επιθετικός προσδιορισμός σε ουδέτερο γένος πληθυντικού, συνήθως, αριθμού1:
Θηβα
οι πολλ κα μεγάλα μς δίκησαν. [πολλς κα μεγάλας δικίας]
Ο
τύραννοι πλείω κα μείζω λυπονται τν διωτν. [πλείονας κα μείζονας λύπας]
Τα
τα κα τοιατα επεν λέξανδρος. [τούτους κα τοιούτους λόγους]

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαια
2. Δίπτωτα ρήματα
α) Δίπτωτα ρήματα με δύο αιτιατικές
Με δύο αιτιατικές ως αντικείμενα, αιτιατική προσώπου (άμεσο) και αιτιατική πράγματος ή σύστοιχο αντικείμενο (έμμεσο), συντάσσονται τα παρακάτω ρήματα και τα συνώνυμά τους:
διδάσκω, παιδεύω, ναμιμνσκω (υπενθυμίζω), πομιμνσκω:
Γλ
σσαν τν ττικν δίδασκον τος παδας.
Το
θ' μς ναμνήσω.
νδύω, μφιέννυμι, κδύω (ξεντύνω):
πάππος τν Κρον στολν καλν νέδυσε.
(ν)ερωτ, ατ (ζητώ), παιτ:
Α
τε τν γησίλαον πλίτας.
ποκρύπτομαι, κρύπτω, φαιρομαι, (πο)στερ, εσπράττω:
Τ
ν θυγατέραν κρυπτεν τν θάνατον το νδρός.
Το
ς διδασκάλους τος μισθος πεστέρηκεν.

Παρατήρηση
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δύο αιτιατικές δεν είναι πάντοτε αντικείμενα του ρήματος. Αυτές οι αιτιατικές μπορεί να είναι:
α) Αντικείμενο και κατηγορούμενο του αντικειμένου, με ρήματα που έχουν τη σημασία του καλ, νομάζω, λέγω, νομίζω, κρίνω, γομαι (νομίζω), θεωρ, ποι, καθίστημι, διορίζω, αρομαι (εκλέγω), χω, παρέχω:
Δαρε
ος Κρον σατράπην ποίησε. [Α: Kρον]
Φύλακας κατέστησαν 
μς. [Α: μς]
χω συμμάχους τς μεγίστας πόλεις. [Α: πόλεις].
β) Αντικείμενο και κατηγορούμενο επιρρηματικό, με ρήματα κίνησης κυρίως, ή προληπτικό, με ρήματα που δηλώνουν αύξηση ή εξέλιξη (πβ. § 15 και § 16 αντίστοιχα):
Παρετάξαντο τ
ς νας μετεώρους. (στο ανοιχτό πέλαγος) [Α: τς νας]
Τούτους
ππέας δίδαξεν. [Α: τούτους]
γ) Αντικείμενο και αιτιατική της αναφοράς:
Κορινθίους δ
κα ρκάδας κα χαιος τί φμεν; (Tι να πούμε για τους Kορινθίους...;) [Α: τί]

β) Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και γενική
Με δύο αντικείμενα, το ένα σε αιτιατική (άμεσο) και το άλλο σε γενική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα όπως:
κούω, μανθάνω, πυνθάνομαι (πληροφορούμαι):
μες δέ μου κούσεσθε πσαν τν λήθειαν.
ε πυνθανόμην μν τ ριστα.
λαμβάνω (πιάνω), λκω (τραβώ), γω (οδηγώ):
Τ
ν πεσόντα ποδς λαβε.
πποκόμος γει τς νίας τν ππον.
στι (φιλεύω), πληρ, πίμπλημι (γεμίζω), γεμίζω, κεν (αδειάζω), ρημ:
Τ
ν λόγων μς Λυσίας εστία.
νέπλησαν βος τν γοράν.
παλλάττω, ποκλείω, πολύω, ποστερ, λευθερ:
Πολλο
ς τς εσόδου πέκλεισεν.
Ο
τριάκοντα μς πόλεως πεστέρουν.
Σύνθετα με την πρόθεση κατ που έχουν δικανική σημασία, όπως καταγιγνώσκω, καταψηφίζομαι (καταδικάζω) κ.τ.ό.:
Ο
θηναοι θάνατον κατέγνωσαν ατο.
 Με αυτά τα ρήματα η αιτιατική μπορεί να χαρακτηριστεί και ως αιτιατική της ποινής
Σύνθετα με τις προθέσεις 
πό, κ, πρό:
ποτρέπει τος νεωτέρους μαρτημάτων.
ξέβαλον δρας Κρόνον. (εκδίωξαν)
λέξανδρος προέταξε τν πεζν τος τοξότας.

Παρατήρηση
Η γενική στα ρήματα που συντάσσονται με αιτιατική και γενική δεν είναι πάντοτε αντικείμενο. Έτσι μπορούμε να έχουμε:
α) Αιτιατική ως αντικείμενο και γενική της αξίας ή του ποσού με ρήματα όπως (ντ)αλλάσσω, γοράζω, νομαι (αγοράζω), πωλ, ποδίδομαι (πουλώ), ξι, τιμ κ.τ.ό.:
λλάξαντο πολλς εδαιμονίας πολλν κακοδαιμονίαν.
ξίωσαν τν Θεμιστοκλέα τν μεγίστων τιμν.
β) Αιτιατική ως αντικείμενο και γενική της αιτίας με ρήματα ψυχικού πάθους, όπως θαυμάζω, εδαιμονίζω, μακαρίζω, ζηλ, ργίζομαι κ.τ.ό., ή με ρήματα δικανικής σημασίας, όπως ατιμαι (κατηγορώ), δικάζω, γράφομαι (καταγγέλλω) κ.τ.ό.:
Ζηλ
 σε κα μακαρίζω τς εδαιμονίας.
Ε
κτήμων γράψατο Δημοσθένην λιποταξίου.

γ) Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και δοτική
Με δύο αντικείμενα, το ένα σε αιτιατική (άμεσο) και το άλλο σε δοτική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα που σημαίνουν:
Εξίσωση, εξομοίωση, μείξη, συμφιλίωση, όπως ξισ, νισ (εξισώνω), μοι, παραβάλλω, μείγνυμι, συναλλάττω (συμφιλιώνω) κ.τ.ό.:
σίδηρος νισο τος σθενες τος σχυρος ν τ πολέμ.
δέοντο τος φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσιν.
Λόγο, δείξη, εντολή, προσαρμογή, αντιπαράθεση, όπως λέγω, νακοιν, ποκρίνομαι, δηλ, σημαίνω, φαίνω, δείκνυμι, παραιν, ναγγέλλω, γγέλλω, ντιτάσσω κ.τ.ό.:
Ο
δν ατος πεκρίνατο.
Τ
ερ μν ο θεο φαίνουσιν.
Κακίαν
μο οδεμίαν δείξει.
γγέλλει τος στρατιώταις τ κ τν θηνν.
Παροχή, όπως δίδωμι, ποδίδωμι, παραδίδωμι, πιστέλλω, παρέχω, πέμπω, φέρω, κομίζω, παρασκευάζω κ.τ.ό.:
Ο
θεο νίκην μν διδόασιν.
Νικίας Γυλίππ
αυτν παραδίδωσι.
Τα
τα τος προγόνοις δόξαν φέρει.
Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα κυρίως με τις προθέσεις ν, σύν, πί:
γανακτήσασα δ ρα μανίαν ατος νέβαλε.
μίππους πεζος συνέταξεν ατος. (Πεζούς γρήγορους σαν άλογα παρέταξε δίπλα τους.)
δ Λυκοργος πλείστους πόνους ατος πέβαλε.
δ) Δίπτωτα ρήματα με γενική και δοτική
Με δύο αντικείμενα, το ένα σε γενική (άμεσο) και το άλλο σε δοτική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα που σημαίνουν:
Παραχώρηση, όπως παραχωρ, πείκω / πανίσταμαι (παραχωρώ), συγγιγνώσκω (συγχωρώ κάτι σε κάποιον) κ.τ.ό.:
Παραχωρ
 σοι το βήματος.
δρας πάντες πανίστανται βασιλε.
Συμμετοχή, μετάδοση, όπως μετέχω, κοινων, μεταδίδωμι, μεταλαμβάνω κ.τ.ό.:
Μετεσχήκαμεν 
μν ερν τν σεμνοτάτων.
λιγαρχία τν κινδύνων τος πολλος μεταδίδωσι.
Επίσης, τα ρήματα φθον (με τη σημασία: αρνούμαι κάτι σε κάποιον από φθόνο), μέμφομαι (επικρίνω κάποιον για κάτι), ντιποιομαι (διεκδικώ από κάποιον κάτι) και μφισβητ:
Μή μοι φθονήσ
ς το μαθήματος.
Το
δ' οδες ν νδίκως μέμψαιτό μοι.
O
τε βασιλε ντιποιούμεθα τς ρχς.
O
δες μφεσβήτησε τς κληρονομίας κείν.
Tέλος, τα ρήματα τιμ (με τη σημασία: ορίζω για κάποιον ποινή ως δικαστής) και τιμμαι (με τη σημασία: προτείνω για κάποιον ποινή ως κατήγορος ή για τον εαυτό μου ως κατηγορούμενος):
θηναοι Περικλε λίγου δ κα θανάτου τίμησαν. (παρά λίγο να καταδικάσουν και σε θάνατο)
Τ
πατρ τιμήσατο δέκα ταλάντων. (πρότεινε πρόστιμο)
 Η γενική με αυτά τα δικανικά ρήματα ονομάζεται γενική της ποινής ή του τιμήματος 

Το σύστοιχο αντικείμενο μπορεί να παραλείπεται και όταν συνοδεύεται από ετερόπτωτο προσδιορισμό σε γενική. Τότε ως σύστοιχο αντικείμενο λειτουργεί η γενική, η οποία είτε μένει αμετάβλητη είτε μετατρέπεται σε αιτιατική:
Ο
λόγοι το Δημοσθένους λυχνίας ζουσιν. [σμν λυχνίας]
γωνίζομαι πάλην [γνα πάλης] – νικ μάχην [νίκην μάχης]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

INDIA (BHARAT) - NEPAL 2024

Δημοκρατία της Ινδίας ινδικά: Bhārat Ganarājya ) είναι χώρα στη Νότια Ασία. Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία του Νεπάλ είναι μια μεσόγεια ασι...