Ευθύς ονομάζεται ο λόγος που:
α) εκφέρεται άμεσα είτε από κάποιον ομιλητή είτε ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους συνομιλητές·
β) μεταφέρεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο όπως ακριβώς ειπώθηκε από τον ομιλητή· στην περίπτωση αυτή στα νέα ελληνικά μπαίνει ανάμεσα σε εισαγωγικά.
Κατά τη μεταφορά από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο γίνονται κάποιες αλλαγές και χρησιμοποιήθηκαν κι άλλες λέξεις· κυρίως όμως χρησιμοποιήθηκε ένα ρήμα στο οποίο εξαρτήθηκε ο πλάγιος λόγος, π.χ. λέγει, οἴομαι, ἔγνω. Το ρήμα αυτό ονομάζεται ρήμα εξάρτησης.
Συνήθως γίνονται αλλαγές στην έγκλιση, στον χρόνο και το πρόσωπο του ρήματος, στο ρηματικό τύπο (απαρέμφατο, μετοχή), στα χρονικά και τοπικά επιρρήματα, στις προσωπικές και τις κτητικές αντωνυμίες.
επιρρημάτων
Ο Πλάγιος Λόγος
Μετατροπή: ευθύς σε πλάγιο λόγο
Α. Οι κύριες προτάσεις στον πλάγιο
λόγο
Οι κύριες προτάσεις κρίσεως μετατρέπονται
στον πλάγιο λόγο σε
ειδική
πρόταση,
ειδικό
απαρέμφατο,
κατηγορηματική
μετοχή,
ανάλογα
με το είδος του ρήματος εξάρτησης.
Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας στον πλάγιο
λόγο μετατρέπονται σε
τελικό
απαρέμφατο.
Οι ευθείες ερωτηματικές προτάσεις στον πλάγιο
λόγο μετατρέπονται σε
πλάγιες
ερωτηματικές προτάσεις.
Ο
ρηματικός τύπος στον πλάγιο λόγο διατηρεί τον χρόνο που είχε στον ευθύ λόγο.
Ειδικότερα:
Η κύρια πρόταση κρίσεως στον πλάγιο
λόγο μετατρέπεται σε:
Eιδική πρόταση
όταν
εξαρτάται από λεκτικά, γνωστικά, αισθητικά, δεικτικά ρήματα και μνήμης,
μάθησης.
Οι εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως στον πλάγιο
λόγο:
Η οριστική διατηρείται και στον πλάγιο λόγο, όταν το ρήμα
εξάρτησης είναι αρκτικού χρόνου.
Η Οριστική τρέπεται σε ευκτική του πλαγίου λόγου, όταν το ρήμα
εξάρτησης είναι ιστορικού χρόνου.
Οι δυνητικές εγκλίσεις (οριστική και ευκτική) διατηρούνται
ανεξάρτητα από τον χρόνο του ρήματος εξάρτησης.
Σωκράτης
οὐ νομίζει
θεούς. (οριστική)
λέγει
→
εἶπεν →
α.
Οὗτος λέγει ὅτι Σωκράτης οὐ νομίζει
θεούς.
β.
Οὗτος εἶπεν ὅτι Σωκράτης οὐ νομίζοι
θεούς.
Σωκράτης
οὐ ἂν ἐνόμισε θεούς.
(δυνητική οριστική)
λέγει
→
εἶπεν →
γ.
Οὗτος λέγει ὅτι Σωκράτης οὐκ ἂν ἐνόμισεν θεούς.
δ.
Οὗτος εἶπεν ὅτι Σωκράτης οὐκ ἂν ἐνόμισεν θεούς.
Σωκράτης
οὐκ ἂν νενομικὼς εἴη θεούς.
(δυνητική ευκτική)
λέγει
→
εἶπεν →
ε.
Οὗτος λέγει ὅτι Σωκράτης οὐκ ἂν νενομικὼς εἴη θεούς.
στ.
Οὗτος εἶπεν ὅτι Σωκράτης οὐκ ἂν νενομικὼς εἴη θεούς.
Ειδικό απαρέμφατο
όταν
εξαρτάται:
από
ρήματα λεκτικά, δοξαστικά, δηλωτικά, λεκτικά, γνωστικά, αισθητικά, δεικτικά,
από
το ρήμα φημὶ
και
από τα ρήματα ἐλπίζω, ὄμνυμι, προσδοκῶ, ἐπαγγέλλομαι, ὑπισχνοῦμαι.
Το ρήμα του ευθέος λόγου μετατρέπεται στον πλάγιο
λόγο σε απαρέμφατο ως εξής:
Κάθε έγκλιση μετατρέπεται σε απαρέμφατο.
Η δυνητική έγκλιση μετατρέπεται σε δυνητικό απαρέμφατο.
Ο χρόνος του
ρήματος εξάρτησης δεν επηρεάζει το απαρέμφατο.
Ο χρόνος του ρήματος
του ευθέος λόγου καθορίζει τον χρόνο του απαρεμφάτου.
Δηλαδή:
Έγκλιση
ενεστώτα ή παρατατικού → απαρέμφατο ενεστώτα.
Έγκλιση
μέλλοντα → απαρέμφατο μέλλοντα.
Έγκλιση
αορίστου → απαρέμφατο αορίστου.
Έγκλιση
παρακειμένου ή υπερσυντελίκου → απαρέμφατο παρακειμένου.
Kατά τη
μετατροπή του ευθέος λόγου σε απαρέμφατο ελέγχουμε αν έχουμε ταυτοπροσωπία ή
ετεροπροσωπία.
Στην
περίπτωση της ταυτοπροσωπίας το ρήμα εξάρτησης και το απαρέμφατο έχουν το ίδιο
υποκείμενο, σε πτώση ονομαστική.
Στην
περίπτωση της ετεροπροσωπίας το απαρέμφατο έχει διαφορετικό υποκείμενο από το
ρήμα εξάρτησης, σε πτώση αιτιατική.
Σωκράτης
οὐ νομίζει
θεούς. (οριστική)
λέγουσιν
/ εἶπον → (Οὗτοι)
α.
Οὗτοι λέγουσιν /
εἶπον Σωκράτη οὐ νομίζειν
θεούς.
Σωκράτης
οὐκ ἂν ἐνόμιζε θεούς.
(δυνητική οριστική)
λέγουσιν
/ εἶπον → (Οὗτοι)
β.
Οὗτοι λέγουσιν /
εἶπον Σωκράτη οὐκ ἂν νομίζειν
θεούς.
Σωκράτης
οὐκ ἂν νομίζοι
θεούς. (δυνητική ευκτική)
λέγουσιν
/ εἶπον →
(Οὗτοι)
γ.
Οὗτοι λέγουσιν /
εἶπον Σωκράτη οὐκ ἂν νομίζειν
θεούς.
Οἱ στρατιῶται ταῦτα ποιήσουσι.
(οριστική)
φασὶ / ἔφασαν → (Οἱ στρατιῶται)
δ.
Οἱ στρατιῶται φασὶ / ἔφασαν ταῦτα ποιήσειν.
Οἱ στρατιῶται ταῦτα ἂν ἐποίησαν.
(δυνητική
οριστική)
φησὶ / ἔφη → (Οὗτος)
ε.
Οὗτοι φησὶ / ἔφη τοὺς στρατιώτας
ταῦτα ἂν ποιῆσαι.
Οἱ στρατιῶται ταῦτα ἂν πεποιηκότες
εἶεν.
(δυνητική
ευκτική)
φασὶ / ἔφασαν → (Οἱ στρατιῶται)
στ.
Οἱ στρατιῶται φασὶ / ἔφασαν ταῦτα ἂν πεποιηκέναι.
Κατηγορηματική μετοχή,
όταν
εξαρτάται από γνωστικά, αισθητικά, δείξης, αγγελίας, ελέγχου, μνήμης, μάθησης
ρήματα.
Το
ρήμα του ευθέος λόγου μετατρέπεται στον πλάγιο λόγο σε κατηγορηματική μετοχή ως
εξής:
Κάθε
έγκλιση μετατρέπεται σε μετοχή.
Η
δυνητική έγκλιση μετατρέπεται σε δυνητική μετοχή.
Ο
χρόνος του ρήματος εξάρτησης δεν επηρεάζει τη μετοχή.
Ο
χρόνος του ρήματος του ευθέος λόγου καθορίζει τον χρόνο της μετοχής.
Δηλαδή:
Έγκλιση
ενεστώτα ή παρατατικού → μετοχή ενεστώτα.
Έγκλιση
μέλλοντα → μετοχή μέλλοντα .
Έγκλιση
αορίστου → μετοχή αορίστου .
Έγκλιση
παρακειμένου ή υπερσυντελίκου → μετοχή παρακειμένου .
Η
κατηγορηματική
μετοχή του πλαγίου λόγου, όταν είναι συνημμένη στο υποκείμενο του
ρήματος εξάρτησης, τίθεται σε πτώση ονομαστική και συμφωνεί με το υποκείμενο σε
γένος, αριθμό και πτώση:
Τιμῶμαι ὑπὸ πάντων. (οριστική ενεστώτα)
Ἐτιμώμην ὑπὸ πάντων.
(παρατατικός)
Οἶδα / Ἔγνων →
α.
(Ἐγὼ) οἶδα / ἔγνων τιμώμενος
ὑπὸ πάντων.
Τιμηθήσομαι
ὑπὸ πάντων.
(οριστική
μέλλοντα)
Οἶδα / Ἔγνων →
β.
(Ἐγὼ) οἶδα / ἔγνων
τιμηθησόμενος ὑπὸ πάντων.
ἐτιμήθην ἂν ὑπὸ πάντων.
(δυνητική
οριστική αορίστου)
Οἶδα / Ἔγνων →
γ.
(Ἐγὼ) οἶδα / ἔγνων τιμηθεὶς ἂν ὑπὸ πάντων.
Τετιμημένος
εἴην ἂν ὑπὸ πάντων.
(δυνητική
ευκτική παρακειμένου)
Οἶδα / Ἔγνων →
δ.
(Ἐγὼ) οἶδα / ἔγνων
τετιμημένος ἂν ὑπὸ πάντων.
Η κατηγορηματική μετοχή του πλαγίου λόγου, όταν είναι
συνημμένη στο αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης, τίθεται σε πλάγια πτώση και
συμφωνεί με το υποκείμενό της σε γένος, αριθμό και πτώση:
Κῦρος ἐν Κιλικίᾳ ἐστι. (οριστική
ενεστώτα)
Κῦρος ἐν Κιλικίᾳ ἦν.
(παρατατικός)
Γιγνώσκομεν
/ Ἔγνωμεν →
ε.
Γιγνώσκομεν / Ἔγνωμεν Κῦρον ἐν Κιλικίᾳ ὄντα.
Κῦρος ἐν Κιλικίᾳ ἂν ἐγένετο.
(δυνητική
οριστική αορίστου)
Γιγνώσκομεν
/ Ἔγνωμεν →
στ.
Γιγνώσκομεν / Ἔγνωμεν Κῦρον ἐν Κιλικίᾳ ἂν γενόμενον.
Κῦρος ἐν Κιλικίᾳ ἂν γεγονὼς εἴη.
(δυνητική
ευκτική παρακειμένου)
Γιγνώσκομεν
/ Ἔγνωμεν →
ζ.Γιγνώσκομεν
/ Ἔγνωμεν Κῦρον ἐν Κιλικίᾳ ἂν γεγονότα.
Η κύρια πρόταση
επιθυμίας στον πλάγιο λόγο.
Η κύρια πρόταση επιθυμίας στον πλάγιο λόγο μετατρέπεται σε κάθε
περίπτωση σε τελικό απαρέμφατο.
Εξαρτάται
από ρήματα βουλητικά, προτρεπτικά, αποτρεπτικά, παραχωρητικά, απαγορευτικά,
αποπειρατικά, δυνητικά, διστακτικά κ.λπ.
Η
υποτακτική, η προστακτική, η ευχετική ευκτική των προτάσεων επιθυμίας (και
σπανιότερα η ευχετική οριστική) τρέπονται σε τελικό απαρέμφατο.
Ο
χρόνος του ρήματος εξάρτησης δεν επηρεάζει το απαρέμφατο.
Ο
χρόνος του ρήματος του ευθέος λόγου επηρεάζει τον χρόνο του απαρεμφάτου ως
εξής:
Έγκλιση
ενεστώτα → απαρέμφατο ενεστώτα .
Έγκλιση
μέλλοντα → απαρέμφατο μέλλοντα .
Έγκλιση
αορίστου → απαρέμφατο αορίστου.
Παρατήρηση:
Kατά
τη μετατροπή του ευθέος λόγου σε απαρέμφατο ελέγχουμε αν έχουμε ταυτοπροσωπία ή ετεροπροσωπία .
α. Λέγετε ταῦτα τοῖς στρατιώταις.
β.
Ἀκούσατε τοῦ ἀνδρός.
ἐκέλευε →
παραινεῖ →
α.
Οὗτος ἐκέλευε αὐτοὺς λέγειν ταῦτα τοῖς στρατιώταις.
β.
Οὗτος παραινεῖ σφίσιν ἀκοῦσαι τοῦ ἀνδρός.
γ.
Εἴην εὐτυχής.
δ.
Γένοισθε εὐτυχεῖς.
Εὔχομαι →
Ηὐχόμην →
γ.
Εὔχομαι εὐτυχὴς εἴναι.
δ.
Ηὐχόμην αὐτοῖς γενέσθαι εὐτυχεῖς.
Οι ευθείες ερωτηματικές προτάσεις
στον πλάγιο λόγο.
Οι ευθείες ερωτηματικές προτάσεις μετατρέπονται στον πλάγιο λόγο
σε πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις.
Εξαρτώνται
από ρήματα ερωτηματικά, γνωστικά, λεκτικά, δεικτικά, σκέψης, φροντίδας,
απόπειρας, προσοχής.
Διατηρούν
την αρχική έγκλιση, όταν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου .
Μετατρέπουν
σε ευκτική του πλαγίου λόγου την οριστική και απορηματική υποτακτική, όταν
εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου .
Παραμένουν
στον πλάγιο λόγο ερωτήσεις ολικής άγνοιας ή μερικής άγνοιας , μονομελείς ή διμελείς , όπως ακριβώς ήταν στον ευθύ
λόγο.
Δηλαδή:
Τὶς ποιεῖ ταῦτα;
ἐρωτᾷ →
ἠρώτα →
α.
Οὗτος ἐρωτᾷ ὅστις ποιεῖ ταῦτα.
β.
Οὗτος ἠρώτα ὅστις ποιοῖ/ποιοίη ταῦτα.
Παραδῶμεν Κορινθίοις
τὴν πόλιν;
ἐρωτῶσι →
ἠρώτων →
γ.
Τὸν θεὸν ἐρωτῶσι εἰ παραδῶσιν Κορινθίοις
τὴν πόλιν.
δ.
Τὸν θεὸν ἠρώτων εἰ παραδοῖεν Κορινθίοις
τὴν πόλιν.
Παρατήρηση:
Μερικές
φορές διατηρούν την απορηματική υποτακτική και μετά από ρήμα εξάρτησης
ιστορικού χρόνου, όταν προβάλλεται κάτι ασαφές ή αβέβαιο και εκφράζεται η γνώμη
του υποκειμένου της δευτερεύουσας πρότασης.
π.χ
Κατακαύσωμεν αὐτοὺς ἢ τί ἄλλο χρησώμεθα;
ἐβουλεύοντο →
ε.
Οὗτοι ἐβουλεύοντο εἴτε
κατακαύσωσιν αὐτοὺς ἢ τί ἄλλο χρήσωνται.
Μετατροπή του Πλάγιου Λόγου σε Ευθύ
Κατά
τη μετατροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ η εξαρτημένη πρόταση ή ο εξαρτημένος
όρος μετατρέπονται σε κύρια πρόταση.
Η
μετατροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ πραγματοποιείται σύμφωνα με τον παρακάτω
πίνακα:
Ειδική Πρόταση.
π.χ.
Λέγει ὡς ὑβριστής εἰμι.
→
Κύρια πρόταση κρίσεως.
Ὑβριστὴς εἶ.
Ειδικό Απαρέμφατο.
π.χ.
Ἀστυάγης ἤκουε τὸν παῖδα καλὸν κἀγαθὸν εἶναι.
→
Κύρια πρόταση κρίσεως.
Ὁ παῖς καλὸς κἀγαθός ἐστι.
Κατηγορηματική μετοχή.
π.χ.
Ἔδειξαν ἑτοῖμοι ὄντες.
→
Κύρια πρόταση κρίσεως.
Ἑτοῖμοι ἐσμέν.
Τελικό απαρέμφατο.
π.χ.
Ὁ σοφιστὴς ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὁμολογεῖν.
→
Κύρια πρόταση επιθυμίας.
Ὁμολογεῖτε.
Πλάγια ερωτηματική πρόταση.
π.χ.
Ἠρώτησε ὅστις ἀφίκοιτο.
→
Ευθεία ερωτηματική πρόταση.
Τίς
ἀφίκετο;
Παρατηρήσεις:
Κατά
την μετατροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ:
Παραλείπονται:
α.
Το ρήμα εξάρτησης (καθώς και το υποκείμενό του, αν δίδεται).
β.
Οι ειδικοί σύνδεσμοι «ὅτι»,
«ὡς» (όταν
πρόκειται για ειδική πρόταση).
γ.
Το ερωτηματικό «εἰ»
(όταν εισάγει πλάγια ερωτηματική πρόταση).
Mετατρέπονται:
το πρόσωπο του
ρήματος:
π.χ.
Λέγει ὡς ὑβριστής εἰμι. → Ὑβριστὴς εἶ.
οι προσωπικές,
επαναληπτικές, αυτοπαθείς και κτητικές αντωνυμίες:
π.χ.
Φησὶ γὰρ ὁ κατήγορος οὐ δικαίως με λαμβάνειν τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον → Οὐ δικαίως οὗτος λαμβάνει τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον.
Εἶπε δὲ ὅτι εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν. → Εὐθὺς ἀποπέμψω σε.
Σεύθης δέ φησιν͵ ἂν
πρὸς ἐκεῖνον ἴητε͵ εὖ
ποιήσειν ὑμᾶς. → Ἂν πρὸς ἐμὲ ἴητε͵ εὖ
ποιήσω ὑμᾶς.
οι αναφορικές
αντωνυμίες και επιρρήματα σε ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα:
π.χ.
Οὐκ ἔχω ὅ, τι σοι ἀποκρίνωμαι. → Τί
σοι ἀποκρίνωμαι;
Ἀποροῦσι δ᾽ ὅπως ποιήσουσιν. → Πῶς ποιήσομεν;
Η έγκλιση του
ρήματος ή ο ρηματικός τύπος:
Διατηρείται και στον ευθύ λόγο:
Παραδείγματα:
Η
οριστική
Λέγει
ὡς ὑβριστής εἰμι. → Ὑβριστὴς εἶ.
Η
δυνητική ευκτική
Ἐβουλεύοντο πῶς ἂν τὴν μάχην ποιήσαιντο. → Πῶς ἂν τὴν μάχην
ποιησαίμεθα;
Η
δυνητική οριστική
Ἔλεγεν ὅτι κρεῖττον ἂν ἦν αὐτῷ ἀποθανεῖν. → Κρεῖττον ἂν ἦν μοι ἀποθανεῖν.
Η
απορηματική υποτακτική
Ἠπόρει ὅ, τι εἴπῃ. → Τί εἴπω;
Μετατρέπεται στον ευθύ λόγο:
Παραδείγματα:
Η
ευκτική του πλαγίου λόγου →σε οριστική (πρόταση κρίσεως)
Πλάγιος
λόγος: Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο.
→
Ευθύς λόγος: Βασιλεὺς
ὑμῖν φίλος ἔσται.
ή
υποτακτική (πρόταση επιθυμίας)
Πλάγιος
λόγος: Ἠρώτων τίνος ἕνεκα πολεμήσοιεν.
→
Ευθύς λόγος: Τίνος ἕνεκα πολεμήσωμεν;
Το
ειδικό απαρέμφατο →σε οριστική
Πλάγιος
λόγος: Αἰγινῆται ἔλεγον οὐκ εἶναι αὐτόνομοι κατὰ τὰς σπονδάς.
→
Ευθύς λόγος: Οὐκ ἐσμὲν αὐτόνομοι κατὰ τὰς σπονδάς.
Το
τελικό απαρέμφατο →σε προστακτική ή υποτακτική
Πλάγιος
λόγος: Οὗτοι ἐκέλευσαν
παραδοῦναι πόλιν καὶ οἰκίας τοῖς Λακεδαιμονίοις.
→
Ευθύς λόγος: Πόλιν καὶ οἰκίας παράδοτε τοῖς Λακεδαιμονίοις.
→
Ευθύς λόγος: Πόλιν καὶ οἰκίας παραδῶτε τοῖς Λακεδαιμονίοις.
Η
κατηγορηματική μετοχή →σε οριστική
Πλάγιος
λόγος: Ἡμεῖς ἀδύνατοι ὁρῶμεν ὄντες.
→
Ευθύς λόγος: Ἡμεῖς ἀδύνατοι ἐσμέν.
Το
δυνητικό απαρέμφατο (απαρέμφατο + ἂν) και η δυνητική κατηγορηματική
μετοχή (μετοχή + ἂν)
→σε δυνητική οριστική
Πλάγιος
λόγος: Ἐγίγνωσκε
Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν.
→
Ευθύς λόγος: Φίλιππος ἠδίκει
ἂν τὴν πόλιν.
ή
δυνητική ευκτική
Πλάγιος
λόγος: Ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην’ οὐδέν’ ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι.
→
Ευθύς λόγος: Ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην οὐδεὶς ἂν ἔλθοι.
Οι
δευτερεύουσες προτάσεις (εκτός από τις ειδικές και τις πλάγιες ερωτηματικές)
του πλαγίου λόγου παραμένουν δευτερεύουσες προτάσεις στον ευθύ λόγο.
Διατηρούνται και στον ευθύ λόγο:
Οι
δευτερεύουσες προτάσεις του πλαγίου λόγου (εκτός από τις ειδικές και τις
πλάγιες ερωτηματικές).
Θηραμένης ἀντέκοπτε, λέγων ὅτι οὐκ εἰκὸς εἴη θανατοῦν, εἴ τις ἐτιμᾶτο ὑπὸ τοῦ δήμου. →
Οὐκ εἰκός ἐστι θανατοῦν, εἴ τις τιμᾶται ὑπὸ τοῦ δήμου.
Μετατρέπεται στον ευθύ λόγο:
Το
υποθετικό «εἰ» μετατρέπεται
σε «ἐάν», όταν ο
υποθετικός λόγος είναι:
α)
προσδοκώμενο και
β)
αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον.
Κῦρος ἐδήλωσεν ὅτι ἕτοιμοι εἰσὶ μάχεσθαι, εἴ τις ἐξέρχοιτο. →
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου